breaking newsNEA TAΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝΥΓΕΙΑ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Covid 2 : Το φιάσκο που οδήγησε στις μεσαιωνικές καραντίνες

Τον Μάρτιο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ισχυρίστηκε ότι το ποσοστό θνητότητας του covid 2 βρισκόταν στο πολύ υψηλό 3,4 τοις εκατό. 

 

Του Ryan McMaken

Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Μαρής

Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο και οι Κυβερνήτες κατά μήκος των ΗΠΑ δικαιολόγησαν τις ακραίες, δρακόντειες, αντιδημοκρατικές και αντισυνταγματικές (στις περισσότερες πολιτείες των ΗΠΑ, αλλά και στην Ελλάδα) καραντίνες και τις εντολές «μένουμε σπίτι» πάνω στη βάση ότι ο ιός SARS-CoV-2 ήταν εξαιρετικά θανατηφόρος.

 

Τον Μάρτιο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ισχυρίστηκε ότι το ποσοστό θνητότητας του SARS-CoV-2 βρισκόταν στο πολύ υψηλό 3,4 τοις εκατό .

Ωστόσο, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι οι τόσο υψηλές εκτιμήσεις ήταν ουσιαστικά άνευ περιεχομένου, καθώς οι ερευνητές δεν είχαν ιδέα για το πόσα πραγματικά άτομα είχαν μολυνθεί από την ασθένεια. Τα τεστ διενεργήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, σε άτομα με συμπτώματα αρκετά σοβαρά ώστε να έχουν καταλήξει σε ιατρεία ή στα επείγοντα.

Μέχρι τα τέλη Απριλίου, πολλοί ερευνητές δημοσίευαν νέες μελέτες που έδειχναν ότι τα άτομα που είχαν κολλήσει την ασθένεια –συμπτωματικοί και ασυμπτωματικοί- ήταν στην πραγματικότητα πολύ περισσότερα από ό,τι πιστευόταν προηγουμένως. Έτσι, κατέστη σαφές ότι το ποσοστό των ατόμων με την ασθένεια που πέθαναν από αυτήν έγινε αυτόματα πολύ μικρότερο.

Τώρα, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ έχει δημοσιεύσει νέες εκτιμήσεις, που δείχνουν ότι το πραγματικό ποσοστό θνητότητας του SARS-CoV-2 είναι περίπου 0,26%.

Συγκεκριμένα, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το «ποσοστό θνητότητας συμπτωματικών περιστατικών» είναι 0,4%. Αλλά αυτό αφορά μόνο τα περιστατικά με συμπτώματα. Στην ίδια έκθεση, το CDC ισχυρίζεται επίσης ότι το 35% όλων των περιστατικών είναι ασυμπτωματικά.

Ή, όπως ανέφερε η εφημερίδα Washington Post αυτήν την εβδομάδα:

«Ο οργανισμός (το CDC) προσέφερε μια «επί του παρόντος βέλτιστη εκτίμηση» στο 0,4%. Ο οργανισμός έδωσε επίσης μια βέλτιστη εκτίμηση ότι το 35% των ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2, δεν εμφανίζουν ποτέ συμπτώματα. Αυτοί οι αριθμοί όταν συνδυαστούν, μας δίνουν ως ποσοστό θνητότητας της λοίμωξης  το 0.26% , που είναι χαμηλότερο από τις περισσότερες εκτιμήσεις που έχουν παρουσιαστεί από επιστήμονες και προσομοιώσεις μέχρι σήμερα.»

Φυσικά, δεν έσφαλαν όλοι οι επιστήμονες σε αυτό το ζήτημα. Ήδη από τον Μάρτιο, ο επιστήμονας του πανεπιστημίου του Stanford, Γιάννης Ιωαννίδης, ήταν πολύ πιο κοντά στην εκτίμηση του CDC από ό,τι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.). Η Wall Street Journal σημείωνε τον Απρίλιο:

«Τον Μάρτιο, σε ένα άρθρο του για το Stat News, ο καθηγητής Ιωαννίδης υποστήριξε ότι ο SARS-CoV-2 είναι πολύ λιγότερο θανατηφόρος από ό,τι υπέθεταν οι περισσότεροι. Εξέτασε την περίπτωση του κρουαζιερόπλοιου Diamond Princess, το οποίο τέθηκε σε καραντίνα στις 4 Φεβρουαρίου στην Ιαπωνία. Εννέα από τους 700 μολυσμένους επιβάτες και το πλήρωμα πέθαναν. Με βάση τα δημογραφικά στοιχεία του πληθυσμού του πλοίου, ο Δρ. Ιωαννίδης υπολόγισε ότι το ποσοστό θνητότητας των ΗΠΑ θα μπορούσε να είναι τόσο χαμηλό όσο το 0.025% έως 0.625%, και έθεσε το ανώτατο όριο στο 0.05% έως 1% – συγκρίσιμο με αυτό της εποχικής γρίπης. [σ.σ. 0.15% περίπου]

Όχι ότι αυτό θα διευθετήσει το θέμα. Όσοι υποστήριξαν την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου για να εφαρμοστούν οι συλλήβδην καραντίνες, θα συνεχίσουν να επιμένουν ότι «δεν γνωρίζαμε» ποιο ήταν το ποσοστό θνητότητας τον Μάρτιο. Η έλλειψη αποδείξεων, ωστόσο, δεν εμπόδισε τους υποστηρικτές των απαγορευτικών να εφαρμόσουν πολιτικές που κατέστρεψαν την ικανότητα εκατομμυρίων οικογενειών να κερδίζουν τα προς το ζην, και οι οποίες πολιτικές δημιούργησαν επίσης κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν σε κακοποίηση παιδιών και  αυτοκτονίες .

Αλλά για τους ανθρώπους με σώας τα φρένας, οι πρωτοφανείς αξιώσεις απαιτούν πρωτοφανή στοιχεία. Όσοι ισχυρίστηκαν ότι οι καραντίνες ήταν «η μόνη επιλογή» δεν διέθεταν ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία για να τεκμηριώσουν αυτή τους τη θέση. 

Πράγματι, τόσο ακραία και άνευ προηγουμένου μέτρα, όπως οι συλλήβδην καραντίνες, απαιτούσαν ένα ακραία υψηλό επίπεδο ποιότητας στοιχείων, σχεδόν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι η καραντίνα θα λειτουργούσε, και ότι ήταν απαραίτητη για την αντιμετώπιση μιας ασθένειας με εξαιρετικά υψηλό ποσοστό θνητότητας. Αλλά τα μόνα «δεδομένα» που μπόρεσαν να προσφέρουν οι υπέρμαχοι των lockdown ήταν οι εικασίες και οι εξωφρενικές προβλέψεις για πτώματα που θα συσσωρεύονταν στους δρόμους.

Τα στοιχεία, όμως, αντιμετωπίστηκαν σαν κάτι  πολιτικά ασήμαντο. Οι άνθρωποι που ήθελαν τις καραντίνες είχαν κερδίσει την υπακοή των ανθρώπων με εξουσία σε κυβερνητικούς θεσμούς και σε μέσα ενημέρωσης. 

Έτσι, τα πραγματικά δεδομένα, η επιστήμη, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έγιναν ξαφνικά πράγματα κενά νοήματος. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να εφαρμοστούν αυτά τα απαγορευτικά. Έτσι, ο όχλος υπέρ της καραντίνας κατέστρεψε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων στον ανεπτυγμένο κόσμο – καθώς και περισσότερων από εκατό εκατομμυρίων ανθρώπων στον αναπτυσσόμενο κόσμο – για να ικανοποιηθεί η εσφαλμένη διαίσθηση μιας μικρής χούφτας πολιτικών και τεχνοκρατών.

 

***

Ο Ryan McMaken είναι ανώτερος συντάκτης στο mises.org. έχει πτυχίο οικονομικών και πολιτικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο και ήταν ο οικονομολόγος του τμήματος στέγασης του Κολοράντο από το 2009 έως το 2014. Είναι ο συγγραφέας του:  Commie Cowboys: The Bourgeoisie and the Nation-State in the Western Genre.

To άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ludwig von Mises

 

eleytheriagora

Back to top button