breaking newsNEA TAΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Μετά την καραντίνα, οι κορωνο-εφαρμογές – Προοπτικές και κίνδυνοι από την παρακολούθηση της πανδημίας μέσω κινητών

 

 

Καθώς οι χώρες που έπεσαν «θύματα» της πανδημίας του κορωνοϊού επιχειρούν σταδιακά να βγουν από την καραντίνα και να επανεκκινήσουν τις οικονομίες τους, όλο και περισσότεροι προτείνουν να χρησιμοποιηθούν τα smartphones ως… μέσο ασφαλείας για την παρακολούθηση και ιχνηλάτηση του ιού.

Για την ακρίβεια, ήδη τεράστιες εταιρείες πληροφορικής, όπως η Google και η Apple, έχουν δηλώσει ότι αναπτύσσουν εφαρμογές για τα κινητά μας τηλέφωνα, οι οποίες, έχοντας πρόσβαση σε κρατικές βάσεις δεδομένων για την πανδημία, θα μπορούν σε πραγματικό χρόνο να μας πληροφορούν αν οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω μας στο μετρό, στον δρόμο ή σε ένα κατάστημα είχαν προσβληθεί από τον SARS – Cov-2, να ιχνηλατούν τις επαφές τους και, κάπως έτσι, να περιορίζονται οι πιθανότητες νέων εστιών μόλυνσης, αλλά και να αυξάνεται η ασφάλεια των πολιτών.

Οι σχεδιασμοί

Πριν από μερικές ημέρες Google και Apple ανακοίνωσαν ότι είναι έτοιμες να δώσουν το πλαίσιο του software για τη δημιουργία εφαρμογών «ειδοποιήσεων έκθεσης» στον κορωνοϊό σε μικρό, αρχικά, αριθμό προγραμματιστών, ώστε να αρχίσουν να παράγονται οι πρώτες εφαρμογές χαρτογράφησης και ιχνηλάτησης κρουσμάτων του ιού στον πληθυσμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο γίγαντες της πληροφορικής άλλαξαν το όνομα των εφαρμογών, που αρχικά ήταν «ιχνηλάτησης επαφών», και αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε παρακάτω.

Παράλληλα, στα τέλη του περασμένου Απριλίου, η Γερμανία ανακοίνωσε, διά στόματος του υπουργού Υγείας Γενς Σπαν και του προσωπάρχη της καγκελαρίας Χέλγκε Μπράουν, ότι η χώρα δεν θα αναπτύξει τη δική της σχετική εφαρμογή, αλλά θα χρησιμοποιήσει το πλαίσιο που στήνουν Google και Apple, όπως έκαναν η Ιταλία, η Ελβετία, η Αυστρία και η Φινλανδία, ενώ η Νορβηγία εμμένει στη θέση της για κεντρικά ελεγχόμενη εφαρμογή. Η Αυστραλία, πάλι, χρησιμοποιεί τη δική της εφαρμογή, ενώ ακόμα δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την εφαρμογή της Βρετανίας.

Στις ΗΠΑ διάφορες πολιτείες, στηριγμένες στο πλαίσιο (το ΑΡΙ, application programming interface, δηλαδή τη βάση για τη δημιουργία μιας εφαρμογής) των Google και Apple, αρχίζουν να στέλνουν τις εφαρμογές τους στα κινητά των κατοίκων τους προκειμένου να βγουν από την καραντίνα, ενώ χώρες όπως η Νότια Κορέα και το Ισραήλ έχουν από νωρίς χρησιμοποιήσει τέτοιες εφαρμογές, με διαφορετική αποτελεσματικότητα, οι οποίες προκάλεσαν αντιδράσεις.

Πώς λειτουργούν
Η ιδέα πίσω από τις εφαρμογές αυτές είναι ότι μπορούν να προειδοποιούν τους πολίτες αν κάποιο άτομο κοντά τους ή γύρω τους έχει προσβληθεί από κορωνοϊό. Αυτό γίνεται μέσω χρήσης δεδομένων GPS ή μέσω διεπαφής των συσκευών με τη λειτουργία του Bluetooth, ώστε οι χρήστες των smartphones να είναι σε θέση να γνωρίζουν αν κάποιος κοντά τους έχει προσβληθεί ή παρουσιάζει συμπτώματα της Covid-19 και έτσι να είναι πιο προσεκτικοί.

Οι πλατφόρμες αυτές μπορούν να τελούν υπό κεντρική διαχείριση (όπως συμβαίνει, π.χ., στη Νορβηγία ή στο Ισραήλ) ή να είναι αποκεντρωμένες, που σημαίνει ότι τα δεδομένα της ιχνηλάτησης δεν αποθηκεύουνται σε κεντρικούς servers, αλλά στις συσκευές των χρηστών, όπου είναι πλήρως κρυπτογραφημένα και διατηρούνται μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Ο στόχος είναι η ευκολότερη και αμεσότερη ιχνηλάτηση πιθανών κρουσμάτων κορωνοϊού, ώστε να γίνονται σχετικά τεστ, όχι μόνο στο άτομο που φέρεται να είναι κρούσμα, αλλά και στα άτομα με τα οποία ήλθε σε επαφή κατά τις (μετα)κινήσεις του κι έτσι να αποφεύγεται η ανεξέλεγκτη εξάπλωση του ιού, ιδίως σε χώρες που σταδιακά αίρουν τα περιοριστικά μέτρα και επιχειρούν να μπουν σε μια – έστω, νέας μορφής – κανονικότητα.

Στο πλαίσιο αυτό οι εφαρμογές θα έχουν πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων σχετικά με τα κρούσματα του ιού, τα άτομα που έχουν αναρρώσει, ασυμπτωματικούς φορείς κ.λπ., ενώ σε όλα τα μοντέλα που έχουν έως σήμερα προταθεί / αναπτυχθεί θεωρείται δεδομένο ότι ευπαθείς ομάδες (ηλικιωμένοι, άτομα με χρόνιες παθήσεις, κ.ά.) παραμένουν προφυλαγμένες.

Σοβαρές ανησυχίες

Όπως είναι απολύτως φυσιολογικό, η ιδέα ότι τα κινητά τηλέφωνά μας θα γίνουν μέσο παρακολούθησης της εξέλιξης της πανδημίας του κορωνοϊού, σε πραγματικό χρόνο και με πραγματικά στοιχεία, προκαλεί έντονες ανησυχίες, όχι μόνο για την ασφάλεια των προσωπικών μας δεδομένων, αλλά και για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος μόνιμης παρακολούθησης, όπου ο «Μεγάλος Αδελφός» θα κατοικοεδρεύει στην πλέον προσωπική μας συσκευή, το smartphone.

Όσον αφορά τις εφαρμογές που ελέγχονται κεντρικά από τα κράτη και στηρίζουν την ιχνηλάτηση κρουσμάτων και επαφών σε γεωγραφικά δεδομένα, οι φόβοι είναι εμφανώς πιο προφανείς: το κράτος αποκτά πρόσβαση σε όλες τις κινήσεις των χρηστών και μπορεί επί του πρακτέου να τους παρακολουθεί διαρκώς.

Από την άλλη, ακόμα και σε αποκεντρωμένες πλατφόρμες, όπως αυτή που προτείνουν Google και Apple, τα προβλήματα είναι πολλά. Κατ’ αρχάς, όπως επισημαίνει σε μακροσκελές άρθρο του το Ινστιτούτο Brookings, υπάρχει κίνδυνος για σημαντικό αριθμό «ψευδών θετικών» αποτελεσμάτων ακόμα και σε περιπτώσεις που ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας από ένα άτομο σε ένα άλλο είναι μηδαμινός. Από την άλλη υπάρχει και το ενδεχόμενο οι εφαρμογές να υποκαταγράφουν πιθανά κρούσματα, καθώς οι αισθητήρες των τηλεφώνων μας δεν είναι όσο ακριβείς και ευαίσθητοι χρειάζεται.

Τέλος, ακόμα και σε μη επιθετικές μορφές, οι εφαρμογές αυτές μπορούν να προκαλέσουν κίνδυνο υποκλοπής προσωπικών δεδομένων των χρηστών σε τεράστια κλίμακα. Από τη στιγμή που τα κινητά θα «επικοινωνούν» το ένα με το άλλο μέσω Bluetooth, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος κακόβουλης εισβολής και υποκλοπής δεδομένων, τα οποία, έχει αποδειχθεί, μπορούν να αναλυθούν και να οδηγήσουν σε πλήρη ταυτοποίηση του χρήστη.

Στο πλαίσιο αυτό οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία έχουν εκδώσει σειρά προϋποθέσεων για τη χρήση των κορωνο-εφαρμογών, οι οποίες περιλαμβάνουν σαφείς όρους για τα όρια της παρακολούθησης, ακριβείς χρονικούς περιορισμούς για τη χρήση των εφαρμογών, απόλυτη διασφάλιση της ανωνυμίας των δεδομένων και έλεγχο από όλους τους κοινωνικούς εταίρους.

topontiki
Back to top button