Η πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Σι Τζινπίνγκ αποτέλεσε την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της σινοαμερικανικής σχέσης, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης γεωπολιτικής έντασης και στρατηγικής αβεβαιότητας. Η επικοινωνία αυτή δεν ήταν απλώς ένα διπλωματικό τυπικό, αλλά ένας δείκτης ότι, παρά τις συγκρούσεις, οι δύο μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν να κρατήσουν ανοικτούς τους διαύλους συνεννόησης, αποφεύγοντας την πλήρη αποσύνδεση.
Η επικοινωνία διήρκεσε πάνω από μία ώρα και ακολούθησε μήνες έντονων πιέσεων, ιδίως από την Ουάσινγκτον, για επανεκκίνηση του διαλόγου. Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο εμφανίστηκε επιφυλακτικό, επιλέγοντας μια στάση στρατηγικής υπομονής. Ο Σι Τζινπίνγκ είχε λόγους να ανησυχεί για ενδεχόμενες «εκπλήξεις» στην ιδιωτική συνομιλία, δεδομένης της απρόβλεπτης και συχνά επιθετικής ρητορικής του Τραμπ σε παλαιότερες συνομιλίες με ξένους ηγέτες.
Η επαφή αυτή έγινε σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη συγκυρία. Η αμερικανική πλευρά είχε πυροδοτήσει νέο γύρο εντάσεων με κατηγορίες για παραβίαση της εμπορικής συμφωνίας της Γενεύης από την Κίνα, περιορισμούς στην εξαγωγή τεχνολογίας αιχμής και στοχευμένα μέτρα εναντίον Κινέζων φοιτητών. Παράλληλα, η επέτειος της Τιενανμέν χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο πολιτικής πίεσης, με το Πεκίνο να αντιδρά έντονα στις δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων, τις οποίες χαρακτήρισε παρέμβαση στα εσωτερικά του ζητήματα.
Η Κίνα, ωστόσο, δεν παρέμεινε αμυντική. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε ως στρατηγικό εργαλείο την κυριαρχία της στις σπάνιες γαίες, κρίσιμες για τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής στους τομείς της αεροδιαστημικής, της αυτοκινητοβιομηχανίας και των ημιαγωγών. Η απόφαση του Πεκίνου να περιορίσει τις εξαγωγές αυτών των υλικών τον Απρίλιο προκάλεσε σοβαρές επιπτώσεις στη βιομηχανική βάση της Δύσης, ενισχύοντας το διαπραγματευτικό βάρος της Κίνας.
Η συνομιλία επανέφερε στο προσκήνιο τις ισορροπίες δυνάμεων και τα κρίσιμα σημεία τριβής: από τα μικροτσίπ και τις φοιτητικές βίζες, μέχρι τη διακίνηση φεντανύλης και το γεωπολιτικά ευαίσθητο ζήτημα της Ταϊβάν.
Οι δηλώσεις του Σι Τζινπίνγκ εστίασαν στην ανάγκη διατήρησης σταθερότητας και στρατηγικής ψυχραιμίας, ενώ επανέλαβε την προσήλωση της Κίνας στη συμφωνία της Γενεύης, ζητώντας από τις ΗΠΑ να άρουν τα περιοριστικά μέτρα που έχουν υιοθετηθεί μονομερώς.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ εμφανίστηκε δημόσια αισιόδοξος, κάνοντας λόγο για «θετικά συμπεράσματα» και ανακοινώνοντας νέες επαφές υψηλού επιπέδου μεταξύ των δύο πλευρών.
Η σύνθεση της αμερικανικής αντιπροσωπείας που θα μεταβεί σε επόμενη φάση διαπραγματεύσεων καταδεικνύει πρόθεση διεύρυνσης της ατζέντας, η οποία πλέον δεν περιορίζεται στον εμπορικό τομέα αλλά καλύπτει και κρίσιμα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, τεχνολογίας και περιφερειακής σταθερότητας.
Η συνομιλία Τραμπ – Σι, αν και δεν επιλύει τις διαρθρωτικές διαφορές των δύο δυνάμεων, εντούτοις αποτυπώνει μια βούληση για έλεγχο της αντιπαράθεσης και αναζήτηση σημείων συνεργασίας.
Το αν πρόκειται για ειλικρινή προσπάθεια εξομάλυνσης ή για προσωρινή τακτική ανάσχεσης της έντασης, θα κριθεί από την επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων και την πρακτική εφαρμογή των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν εκατέρωθεν.