Η εκλογή του νέου Πάπα Ρόμπερτ Πρέβοστ, υπό το όνομα Λέων ΙΔ΄, σηματοδοτεί μια συνέχεια, σύμφωνα με αναλυτές και θεολόγους, στην πορεία που έχει χαραχθεί εδώ και δεκαετίες στον χώρο του σύγχρονου Καθολικισμού: την ενίσχυση της κουλτούρας του πολιτιστικού Χριστιανισμού.
Η ερμηνεία αυτής της εξέλιξης συνδέεται με την εσωτερική μετάλλαξη της Εκκλησίας, τις σχέσεις της με την πολιτική εξουσία και την επιρροή του μεταμοντέρνου τρόπου σκέψης στη σύγχρονη θεολογική σκέψη.
Η άνοδος του Πάπα Πρέβοστ στον θρόνο του Αγίου Πέτρου δεν ήταν αναμενόμενη για πολλούς. Ωστόσο, ο Στηβ Μπάνον, πρώην στρατηγικός σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στον Πιρς Μόργκαν ότι ο Πρέβοστ θα είναι ο επόμενος Πάπας. Τον χαρακτήρισε «σκοτεινό άλογο» και αουτσάιντερ που, κατά τη γνώμη του, προωθείται από δυνάμεις του «βαθέος κράτους» εντός και εκτός Εκκλησίας. Αυτή η τοποθέτηση πυροδότησε συζητήσεις γύρω από το ενδεχόμενο επιρροών και γεωπολιτικών παραγόντων στο κονκλάβιο και ευρύτερα στη λειτουργία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η στροφή της Καθολικής Εκκλησίας προς μια πιο πολιτισμικά ενσωματωμένη εκδοχή του Χριστιανισμού ξεκινά, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, από την εποχή του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ (Κάρολος Ιωσήφ Βοϋτίλας). Ο Ποντίφικας αυτός επιδόθηκε σε μια δυναμική εξωστρέφεια, πραγματοποιώντας εκατοντάδες ταξίδια ανά την υφήλιο, προβάλλοντας έναν Καθολικισμό που επιδιώκει να διαμορφώσει τον σύγχρονο πολιτισμό.
Οι δράσεις του, όπως η επίσκεψη στον Φιντέλ Κάστρο το 1998 και η συνεισφορά του στην πολιτική μετάβαση της Πολωνίας από το σοσιαλιστικό καθεστώς, εντάσσονται σε αυτή την προσπάθεια πολιτιστικού Χριστιανισμού. Η θεολογική του βάση, επηρεασμένη από τον θωμισμό και τη σχολαστική σκέψη του Αριστοτέλη, στόχευε στην ενσωμάτωση του χριστιανικού ανθρωπισμού σε έναν πολιτισμό υπό μετασχηματισμό.
Ο πολιτιστικός Χριστιανισμός, σε αυτή την ανάγνωση, θεωρείται από μερίδα θεολόγων ως απόρροια της σταδιακής απομάκρυνσης από τις παραδοσιακές έννοιες της υπερβατικότητας και της προσωπικής σχέσης Θεού – ανθρώπου. Καθώς αναπτύσσεται, φέρεται να μιμείται τις δομές του πολιτισμικού μαρξισμού, αφαιρώντας στοιχεία όπως η υπαρξιακή πάλη και η μεταφυσική προσδοκία. Εν προκειμένω, η «πάλη των τάξεων» καταργείται στον μαρξισμό, και η «κοινωνία προσώπου» αποδυναμώνεται στον Χριστιανισμό.
Η παρένθεση Βενέδικτος και η επανεκκίνηση με τον Φραγκίσκο
Η ενδιάμεση Παποσύνη του Βενέδικτου ΙΣΤ΄ αποτέλεσε, σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, μια επιστροφή στην παραδοσιακή θεολογία και την αυστηρή ορθότητα της πίστης. Ο Γερμανός Πάπας προέβαλε την αλήθεια της πίστης ως ανεξάρτητη από πολιτισμικές ή ιδεολογικές εξελίξεις, όμως η παραίτησή του, ένα σπάνιο γεγονός στη σύγχρονη ιστορία του Βατικανού, ερμηνεύτηκε ως αδυναμία προσαρμογής στις νέες απαιτήσεις της καθολικής πολιτικής θεολογίας.
Η εκλογή του Πάπα Φραγκίσκου (Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο) σήμανε τη ριζική επανεκκίνηση της γραμμής του πολιτιστικού Χριστιανισμού. Ο Φραγκίσκος προώθησε την περιβαλλοντική ατζέντα (π.χ. η εγκύκλιος Laudato Si’), υιοθέτησε έναν λόγο υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και επέδειξε ανοιχτότητα σε ζητήματα φύλου και ταυτότητας. Το Βατικανό υπό την ηγεσία του προσέγγισε περισσότερο τον πολιτισμικό διάλογο, προωθώντας πρωτοβουλίες για την ενσωμάτωση των μεταναστών, την αποδοχή της διαφορετικότητας και την ειρήνευση σε περιοχές σύγκρουσης.
Ο Πάπας Λέων ΙΔ΄, κατά κόσμον Ρόμπερτ Πρέβοστ, θεωρείται από παρατηρητές συνεχιστής αυτής της πορείας. Η προσέγγισή του φέρει τη σφραγίδα της εσωτερικής προσαρμογής του Χριστιανισμού στο μεταμοντέρνο περιβάλλον. Σύμφωνα με τις πρώτες του παρεμβάσεις και τον δημόσιο λόγο του, υιοθετεί μια ρητορική συμπερίληψης και διαλόγου, προωθώντας μια «μετα-αφήγηση» πίστης, που συνδυάζει κοινωνική συνείδηση και πολιτική ευαισθησία.
Η αντίληψη περί Θεού υπόκειται πλέον –σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης θεολογίας– σε μια ερμηνευτική διαδικασία. Σύγχρονοι στοχαστές, όπως ο θεολόγος Peter Rollins, προτείνουν ότι η πίστη δεν είναι βεβαιότητα περί της ύπαρξης ενός υπερφυσικού όντος, αλλά μια εμπειρική, ακόμα και αποδομιστική πράξη. Κατά τον ίδιο, ο αθεϊσμός και η θεολογία τέμνονται: «Οι βαθιά θεολογικές διαστάσεις του αθεϊσμού και οι βαθιά αθεϊστικές διαστάσεις της θεολογίας» συνυπάρχουν σε ένα ενιαίο πλέγμα.
Από τη θεολογία της αποκάλυψης στη θεολογία της αποδόμησης
Στην παρούσα εποχή, η θεολογία δεν ερμηνεύεται μόνο μέσα από τους πατερικούς και βιβλικούς κανόνες, αλλά και μέσω φιλοσοφικών ρευμάτων που επηρεάζουν την ερμηνεία των θεμελιωδών χριστιανικών αρχών. Στοχαστές όπως ο Ζακ Ντεριντά, ο Χέγκελ, ο Χάιντεγκερ και οι Χριστιανοί υπαρξιστές Κίρκεγκωρ και Πάουλ Τίλλιχ διαμόρφωσαν πλαίσια ανάλυσης στα οποία η πίστη δεν εστιάζει μόνο στη θεϊκή υπερβατικότητα, αλλά και στην εσωτερική αναζήτηση.
Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ήδη από το 1930 στο έργο του San Manuel Bueno, Mártir, περιέγραψε έναν Χριστιανισμό που επιβιώνει ως ηθικό και πολιτισμικό σχήμα, ακόμη κι όταν η μεταφυσική πίστη απουσιάζει. Το πρόσωπο του ιερέα που δεν πιστεύει, αλλά συνεχίζει να υπηρετεί, προεικονίζει την πορεία προς έναν άθεο Χριστιανισμό.
Ο δυτικός Χριστιανισμός, σύμφωνα με κοινωνιολόγους και θεολόγους, διαμορφώνεται πλέον ως φορέας αξιών, περισσότερο παρά πίστης. Οι αξίες που προβάλλει –ανεκτικότητα, ελευθερία, δικαιώματα– αποσπώνται σταδιακά από τις θεολογικές τους βάσεις και ερμηνεύονται μέσα από τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές θεωρίες. Έτσι, η Εκκλησία καθίσταται χώρος νομικοπολιτικών αιτημάτων και πολιτισμικής διαχείρισης.
Ως αποτέλεσμα, κατασκευάζονται νέα «δικαιώματα», πολλές φορές χωρίς θεολογικό υπόβαθρο, ενώ η έννοια της αλήθειας τίθεται υπό διαρκή διαπραγμάτευση. Η αξία δεν θεωρείται εγγενής αλλά απορρέουσα από συμφραζόμενα και περιστάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ο θεσμός του Παπισμού καλείται να διαχειριστεί τη μετάβαση σε μια «μετα-θρησκεία», όπου το θρησκευτικό αφήγημα υιοθετείται ως πολιτισμική παράμετρος και όχι ως απόλυτη αλήθεια.
Ο Καισαροπαπισμός του 21ου αιώνα
Η ισορροπία μεταξύ πνευματικής εξουσίας και πολιτικής επιρροής παραμένει καθοριστική. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ιστορικά, έχει βρεθεί στο επίκεντρο της διαλεκτικής μεταξύ πίστης και εξουσίας. Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος «Καισαροπαπισμός» αποκτά νέα διάσταση, καθώς η Εκκλησία συνεργάζεται με παγκόσμιες πολιτικές και πολιτιστικές δυνάμεις. Ο Πάπας δεν είναι μόνο ποιμένας, αλλά και φορέας πολιτισμικής νομιμοποίησης σε ζητήματα ηθικής, ταυτότητας και κοινωνικής πολιτικής.
Ο Πάπας Λέων ΙΔ΄, υπό αυτό το πρίσμα, θα κληθεί να διαχειριστεί το δίπολο παράδοσης – νεωτερικότητας, πίστης – κουλτούρας. Το ερώτημα που αναδύεται είναι αν η Καθολική Εκκλησία μπορεί να παραμείνει θεσμός πνευματικής καθοδήγησης ή αν θα μετεξελιχθεί σε φορέα πολιτιστικής συναίνεσης, ενταγμένος στο νέο παγκόσμιο αφήγημα.