Η εβδομάδα από 2 έως 9 Απριλίου χαράχθηκε ως μία από τις πιο ασταθείς και δραματικές στην οικονομική ιστορία των ΗΠΑ, συγκρινόμενη με στιγμές-ορόσημα όπως η «Μαύρη Τρίτη» του 1929 ή η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008.
Η αιτία αυτή τη φορά ήταν η επιθετική αναδιάρθρωση της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ από τον πρόεδρο Donald Trump, με αιχμή του δόρατος την επιβολή και την προσωρινή αναστολή δασμών που προκάλεσαν σοβαρούς τριγμούς σε όλες τις αγορές.
Ο αιφνιδιαστικός τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκαν και στη συνέχεια ανεστάλησαν ορισμένοι από τους δασμούς είχε ως αποτέλεσμα ένα κύμα ξεπουλήματος τόσο σε μετοχές όσο και σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Η παγκόσμια κεφαλαιοποίηση των μετοχών σημείωσε μείωση 10 τρισ. δολαρίων μέσα σε μόλις επτά ημέρες. Παρά το γεγονός ότι μέχρι την Παρασκευή 11 Απριλίου οι αγορές είχαν αρχίσει να ανακτούν κάποιες από τις απώλειες, οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες παρέμειναν σε ζώνη διόρθωσης, με τη μεταβλητότητα να χαρακτηρίζει κάθε κίνηση.
Ο επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, Kevin Hassett, προσπάθησε να καθησυχάσει τις ανησυχίες, υπογραμμίζοντας ότι οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται ενεργά με περισσότερες από 130 χώρες στο πλαίσιο μιας νέας προσέγγισης εμπορίου που βασίζεται σε «αμοιβαιότητα». Οι χώρες που υιοθετούν δίκαιες εμπορικές πρακτικές μπορούν να επωφεληθούν από δασμούς μόλις 10%. Η αλλαγή αυτή, σύμφωνα με την κυβέρνηση, αποσκοπεί στη μείωση της εξάρτησης από ξένες προμήθειες και την ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγής.
Το σοκ της αγοράς δεν προήλθε αποκλειστικά από τους ίδιους τους δασμούς, αλλά από την ευρύτερη μετατόπιση της οικονομικής φιλοσοφίας της κυβέρνησης — από τις ανοιχτές αγορές σε έναν επιθετικό προστατευτισμό. Αυτή η ριζική αλλαγή πυροδότησε ψυχολογικές αντιδράσεις στις αγορές, με τους επενδυτές να εγκαταλείπουν ακόμα και «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία όπως τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, τα οποία για πρώτη φορά σε δεκαετίες αμφισβητήθηκαν ως καταφύγιο.
Η βουτιά στο δολάριο και η μετακίνηση κεφαλαίων προς την Ευρώπη και την Ασία ερμηνεύονται ως ενδείξεις διάβρωσης της εμπιστοσύνης στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ταυτόχρονα, οι δασμοί θεωρούνται πληθωριστικοί, κάτι που έχει ήδη γίνει αισθητό στους καταναλωτές με αυξήσεις στο κόστος βασικών αγαθών όπως τα αυγά και τα αυτοκίνητα.
Εταιρείες όπως η Walmart και η Apple προσαρμόζουν τις εφοδιαστικές και παραγωγικές τους αλυσίδες σε μια νέα πραγματικότητα όπου το διεθνές εμπόριο δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένο. Οι στρατηγικές τους αντανακλούν την προοπτική μιας μακράς περιόδου αναδιάρθρωσης, με συχνά επεισόδια αναταράξεων και αλλαγής κατεύθυνσης.
Το ράλι της Τετάρτης 9 Απριλίου, που είδε τον Nasdaq να κλείνει με +12% και τον S&P με +9,5%, εντάσσεται στο πλαίσιο των λεγόμενων «ράλι ανακούφισης» — τυπικών χαρακτηριστικών μιας αγοράς αρκούδας. Παρόμοια ράλι έχουν καταγραφεί στο παρελθόν κατά την κρίση dot-com, το κραχ του 1987 και τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2008. Ωστόσο, τέτοιες κινήσεις δεν σηματοδοτούν απαραίτητα το τέλος της πτώσης αλλά συνήθως προηγούνται νέων βυθίσεων.
Καθώς η αγορά παραμένει κάτω από τους κινητούς μέσους όρους των 200 ημερών και με ενδοημερήσιες διακυμάνσεις άνω του 1%, οι επενδυτές καλούνται να κινηθούν με στρατηγική. Τα μεγάλα ράλι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ευκαιρία αποχώρησης από θέσεις που προκαλούν ζημιές. Παράλληλα, είναι σημαντικό να διατηρηθεί κεφάλαιο και ψυχραιμία, ώστε να αξιοποιηθούν οι μελλοντικές, πιο σταθερές φάσεις ανόδου.
Η αστάθεια που έχει καταγραφεί υποδηλώνει ότι η αγορά έχει εισέλθει σε φάση δομικής αναπροσαρμογής, με έντονη ψυχολογική φόρτιση και συχνές διακυμάνσεις. Εν αναμονή διμερών διαπραγματεύσεων και ενδεχόμενων πολιτικών ανακοινώσεων, το βασικό σενάριο παραμένει ένα περιβάλλον υψηλής μεταβλητότητας με εναλλαγές μεταξύ ράλι ανακούφισης και πιέσεων, ενόσω η παγκόσμια οικονομία προσαρμόζεται σε ένα νέο γεωοικονομικό τοπίο.