Ο Ισπανοπερουβιανός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και πολιτικός Μάριο Βάργκας Λιόσα, τιμηθείς με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2010, πέθανε χθες, Κυριακή, στα 89 του χρόνια στη Λίμα
ΟΙσπανοπερουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα πέθανε χθες, Κυριακή, στη Λίμα. Γεννημένος στην Αρεκίπα (δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Περού μετά τη Λίμα) στις 28 Μαρτίου του 1936, είχε μόλις κλείσει τα 89 του χρόνια.
«Η αποχώρησή του θα στενοχωρήσει τους συγγενείς, τους φίλους και τους αναγνώστες του, αλλά ελπίζουμε ότι θα βρουν παρηγοριά, όπως και εμείς, στο γεγονός ότι απόλαυσε μια μακρά και γόνιμη ζωή και αφήνει πίσω του ένα έργο που θα τον ξεπεράσει», αναφέρει η δήλωση των παιδιών του. «Δεν θα υπάρξει δημόσια τελετή. Η μητέρα μας, τα παιδιά μας και εμείς πιστεύουμε ότι θα έχουμε τον χώρο και την ησυχία για να τον αποχαιρετήσουμε ως οικογένεια και με τη συντροφιά στενών φίλων. Η σορός του, όπως επιθυμούσε ο ίδιος, θα αποτεφρωθεί», προσθέτουν.
Τους τελευταίους μήνες, είχαν πολλαπλασιαστεί οι φήμες για επιδείνωση της υγείας του συγγραφέα.
«Βρίσκεται στην αυγή των 90 του χρόνων, ηλικία στην οποία πρέπει να μειώσει την ένταση των δραστηριοτήτων του», δήλωσε ο γιος του Αλβαρο τον Οκτώβριο.
Με τον θάνατο του Βάργκας Λιόσα, χάθηκε και το τελευταίο από τα μεγάλα λογοτεχνικά αστέρια του λατινοαμερικάνικου «μπουμ».
Λατινοαμερικανικό «μπουμ»
Παιδί οικογένειας της περουβιανής μεσαίας τάξης, ήταν ανάμεσα στους μεγάλους πρωταγωνιστές του λατινοαμερικανικού λογοτεχνικού «μπουμ» τα χρόνια του 1960 και του 1970, μαζί με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Κολομβία) και τον Χούλιο Κορτάσαρ (Αργεντινή).
Το «μπουμ» χαρακτηρίστηκε από «πειραματικά» και πολιτικά έργα που αντανακλούσαν μία ήπειρο σε αναταραχή.
Μεγάλο μέρος του έργου του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αστάθεια και τη βία στη Λατινική Αμερική κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν την περιοχή σάρωναν κύματα επαναστάσεων και πραξικοπημάτων.
Ο Βάργκας Λιόσα έγινε αρχικά γνωστός με τα εμβληματικά έργα «La ciudad y los perros» («Η πόλη και τα σκυλιά», 1963), «La casa verde» («Το πράσινο σπίτι», 1965), και το μνημειώδες «Conversación en La Catedral» («Πότε πήραμε την κάτω βόλτα;», 1969).
Το τελευταίο, έγινε διάσημο για την αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο η περουβιανή δικτατορία του 1948-56 υπό τον Μανουέλ Οντρία έλεγχε και τελικά κατέστρεφε τις ζωές των απλών ανθρώπων.
Υπήρξε πολυγραφότατος σε ευρεία γκάμα λογοτεχνικών ειδών –κωμωδίες, αστυνομικά, ιστορικά και πολιτικά μυθιστορήματα– ενώ έχει γράψει πολλά άρθρα, τα οποία δημοσίευε για πολλά χρόνια στην ισπανική εφημερίδα El Pais.
Αρκετά από τα έργα του, όπως το «Pantaleón y las visitadoras» («Ο Πανταλέων και οι επισκέπτριες», 1973) και το «La tía Julia y el escribidor» («Η θεία Χούλια και ο γραφιάς», 1977), διασκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο.
Επίσης, πολλά από τα έργα του Βάργκας Λιόσα είναι επηρεασμένα από την περουβιανή κοινωνία και τα προσωπικά του βιώματα. Ωστόσο, καταπιάστηκε και με παγκόσμια ζητήματα.
Ο ίδιος άλλωστε, από νεαρή ηλικία γνώρισε διαφορετικούς πολιτισμούς. Αφότου οι γονείς του χώρισαν ενώ ήταν βρέφος, μετακόμισε στη Βολιβία με τους προπαππούδες του. Επέστρεψε στο Περού σε ηλικία 10 ετών και έξι χρόνια αργότερα έγραψε το πρώτο του έργο, «Η απόδραση των Ινκας». Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Λίμα, σπούδασε στην Ισπανία και αργότερα μετακόμισε στο Παρίσι.
Οπως και άλλοι Λατινοαμερικανοί συγγραφείς, ο Βάργκας Λιόσα υπήρξε πολιτικά ενεργός στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας του. Διεκδίκησε την προεδρία του Περού το 1990 με το κεντροδεξιό κόμμα Δημοκρατικό Μέτωπο (FREDEMO) και απέσπασε το 34%. Εχασε από τον Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, ο οποίος κυβέρνησε το Περού για τα επόμενα 10 χρόνια.
Νόμπελ και πολιτικός φιλελευθερισμός
Τον Οκτώβριο του 2010 η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών τίμησε τον Λιόσα απονέμοντάς του το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της, το βραβείο απονεμήθηκε στον Λιόσα «για τη χαρτογράφησή του των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές του εικόνες της ατομικής αντίστασης, εξέγερσης και ήττας».
Το 1963, στα είκοσί του χρόνια είχε γίνει γνωστός κερδίζοντας άλλο βραβείο, το Biblioteca Breve, που του απένειμε ο εκδότης Seix Barral της Βαρκελώνης για το «La ciudad y los perros» («Η πόλη και τα σκυλιά»). Με αυτό το βιβλίο που τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο, και από πολλούς θεωρείται το πιο σημαντικό του, χάραξε τη στάση που θα ακολουθούσε σε όλη τη λογοτεχνική του πορεία: εκείνη του διανοούμενου που αναρωτιέται, στοχάζεται, κρίνει, επανατοποθετείται και θεωρεί πάντα ότι «η λογοτεχνία είναι σαν τη φωτιά, σημαίνει διαφωνία και εξέγερση».
«O λόγος ύπαρξης του συγγραφέα είναι η διαμαρτυρία, η αντίρρηση, η κριτική» είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Figaro. Το βιβλίο αποτύπωνε τις βάναυσες συνθήκες που επικρατούσαν σε μια στρατιωτική σχολή της Λίμα. Και αν η κριτική και οι αναγνώστες το θεώρησαν σπουδαίο βιβλίο, δεν είχαν την ίδια γνώμη οι υπεύθυνοι της σχολής, που έκαψαν, τότε, μερικές εκατοντάδες αντίτυπα.
Το δεύτερο μυθιστόρημά του «The Green House» (Το Πράσινο Σπίτι) (1966) διαδραματίζεται στην έρημο και τη ζούγκλα του Περού και περιγράφει την παράξενη «συμμαχία» μίας ομάδας νταβατζήδων, ιεραποστόλων και στρατιωτών με φόντο έναν οίκο ανοχής.
Η πολιτική δεν απασχολούσε μόνο τις σελίδες των βιβλίων του, αλλά και την προσωπική του ζωή. Ξεκίνησε ως ριζοσπάστης αριστερός και υποστηρικτής των ανταρτών. O ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται «εξτρεμιστής ριζοσπάστης», ωστόσο πολλοί συμπατριώτες του τον κατηγόρησαν για νεοφιλελεύθερες απόψεις.
Η ρήξη με τον Κομμουνισμό
Εζησε στη Λίμα, στη Μαδρίτη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Βαρκελώνη. Αν ο λογοτεχνικός του δάσκαλος ήταν ο Φλομπέρ –από τον οποίο έμαθε ότι όπου δεν έρχεται το ταλέντο, έρχεται η προσπάθεια– η πρώτη του ιδεολογική αναφορά ήταν ο Ζαν-Πολ Σαρτρ. Με τον καιρό θα αστειευόταν για το νεανικό του παρατσούκλι «ο γενναίος μικρός Σαρτρ».
Οπως πολλοί διανοούμενοι, ο Βάργκας Λιόσα υποστήριξε τον Φιντέλ Κάστρο, αλλά απογοητεύτηκε από τον κομμουνιστή ηγέτη μετά την «υπόθεση Παντίγια». Ο ποιητής Χεμπέρτο Παντίγια φυλακίστηκε επειδή άσκησε κριτική στην κουβανική κυβέρνηση το 1971, κάτι που ώθησε τον Λιόσα σε ρήξη με την κουβανική επανάσταση και με τον Κομμουνισμό.
Εκτοτε, οι επιρροές του προέρχονταν από την αντίπερα όχθη: τον πολιτικό φιλελευθερισμό που σφυρηλατήθηκε από στοχαστές όπως ο Καρλ Πόπερ, ο Αϊζάια Μπερλίν και ο Ραϊμόν Αρόν, ο οποίος σε οικονομικούς όρους μεταφράστηκε στον νεοφιλελευθερισμό της Μάργκαρετ Θάτσερ και στη συντηρητική επανάσταση που θριάμβευσε τη δεκαετία του 1980, με πιο εμβληματική της στιγμή την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Αμφιλεγόμενες απόψεις
Παράλληλα με τις διακρίσεις, ο Λιόσια, δεχόταν σκληρή κριτική για αμφιλεγόμενες απόψεις του.
Το 2019 είχε αποδώσει την αύξηση των δολοφονιών δημοσιογράφων στο Μεξικό -περισσότερες από 100 σε μία δεκαετία- στη διεύρυνση της ελευθερίας του Τύπου «που επιτρέπει στους δημοσιογράφους να λένε πράγματα που δεν επιτρέπονταν στο παρελθόν».
Ενώ είχε δηλώσει επίσης ότι «η διακίνηση ναρκωτικών διαδραματίζει απολύτως κεντρικό ρόλο σε όλα αυτά», κάποιοι θεώρησαν ότι είχε αποτύχει να εκφράσει τη συμπάθειά του στα θύματα και τις οικογένειές τους.
Το 2018 είχε προκαλέσει επίσης σάλο όταν, σε στήλη στην El País, χαρακτήρισε τον φεμινισμό ως «τον πιο αποφασιστικό εχθρό της λογοτεχνίας».
Η θυελλώδης σχέση με τον Μάρκες
Οι κορυφαίοι συγγραφείς του λατινοαμερικάνικου «μπουμ», Βάργκας Λιόσα και Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – ο οποίος πρωτοστάτησε στο καλειδοσκοπικό στυλ γραφής του μαγικού ρεαλισμού – διαβάστηκαν σε όλο τον κόσμο.
Είναι γνωστό ότι οι δύο τους δεν μιλούσαν μεταξύ τους για δεκαετίες μετά τη γροθιά που έδωσε ο Λιόσα στον Μάρκες σε κινηματογράφο το 1976. Οι αναφορές σχετικά με το γιατί ο Λιόσα γρονθοκόπησε τον Κολομβιανό φίλο του ποικίλλουν.
Οικείοι του Μάρκες έκαναν λόγο για διαμάχη σχετικά με τη φιλία του Μάρκες με την τότε σύζυγο του Λιόσα, Πατρίσια, αλλά ο Λιόσα είχε πει σε φοιτητές σε πανεπιστήμιο της Μαδρίτης το 2017 ότι ο λόγος ήταν οι αντίθετες απόψεις τους για την Κούβα και τον κομμουνιστή ηγέτη της, Φιντέλ Κάστρο.
Συμφιλιώθηκαν το 2007 και τρία χρόνια αργότερα, το 2010, ο Λιόσα τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Ηταν ο πρώτος Λατινοαμερικανός συγγραφέας που επιλέχθηκε για το βραβείο λογοτεχνίας μετά το 1982 και τη βράβευση του Μάρκες.
O Λιόσα τιμήθηκε επίσης το 2000 με το μεγαλύτερο βραβείο λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής, το βραβείο Θερβάντες, ήταν μέλος της ισπανικής Ακαδημίας και επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων Γέιλ, Χάρβαρντ, Οξφόρδης, Σορβόννης και του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου της Μαδρίτης.
Ο Λιόσα για το «χαρακίρι» της Ελλάδας
Παρέμβαση στις εξελίξεις και στη χώρα μας, είχε επιχειρήσει με ένα από τα πολυάριθμα άρθρα του στην El Pais το 2015. Ηταν τότε η δεύτερη φορά που ο Λιόσα έδειχνε αυξημένο ενδιαφέρον για τα ελληνικά πράγματα, ενώ είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά την Ελλάδα το 2002. Δέκα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2012, παραμονές των δεύτερων κρίσιμων βουλευτικών εκλογών στη χώρα μας, είχε αναφερθεί με θαυμασμό και αγάπη στον ελληνικό πολιτισμό.
«Η Ελλάδα», έγραφε, «δεν μπορεί να πάψει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης χωρίς η τελευταία να μετατραπεί σε μια γκροτέσκα καρικατούρα του εαυτού της, καταδικασμένη στην πιο παταγώδη αποτυχία. Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της Ευρώπης». Αφορμή εκείνες τις ημέρες ήταν οι εικασίες για πιθανή έξοδο της χώρας μας από τη Ζώνη του Ευρώ.
Στη δεύτερη αναφορά του 2015, σε άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Χαρακίρι» (μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης), είχε επανέλθει κάνοντας παραλληλισμούς με την πραγματικότητα χωρών της Λατινικής Αμερικής: «Οι Ιάπωνες ευγενείς πια δεν αυτοκτονούν, αλλά η θυσιαστική τελετουργία τους παραμένει ζωντανή, και πλέον είναι συλλογική. Σ’ αυτήν έχουν επιδοθεί χώρες όπως η Αργεντινή και η Βενεζουέλα. Τώρα, είναι η σειρά της Ελλάδας […]».
Αναφερόταν επίσης στην τότε κυβέρνηση, τονίζοντας ότι υποσχέθηκε στους Ελληνες «μια Επανάσταση και τον Παράδεισο. Αλλά στην ολέθρια κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, που υπήρξε γενέτειρα της δημοκρατίας και του δυτικού πολιτισμού, αυτή η σκοτεινή κάθαρση των Ελλήνων εκλογέων είναι ίσως κατανοητή […]».
Στη συνέχεια ο Μάριο Βάργκας Λιόσα έκανε λόγο για δαιμονοποίηση της Γερμανίας παίρνοντας σαφή θέση: «Η Γερμανία δεν μπορεί να κατηγορείται επειδή τόσες χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ναυάγησαν οικονομικά».