
«Ξέρω ότι πολλοί δε συμφωνούν μαζί μου, αλλά είμαι ο μόνος που μετράει». Με αυτή τη φράση, ο Ντόναλντ Τραμπ άνοιξε τη Σύνοδο για την Ειρήνη που διοργάνωσε στο αιγυπτιακό θέρετρο του Σαρμ Ελ Σέιχ, μια συνάντηση αφιερωμένη στη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα, την οποία ο ίδιος διακηρύσσει ως προσωπικό του επίτευγμα.
Η ειρήνη παραμένει εύθραυστη, αλλά το γεγονός της διεξαγωγής της συνόδου αναδεικνύει τους δύο κυρίαρχους πόλους ισχύος στη νέα γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής: το Ισραήλ του Μπένιαμιν Νετανιάχου και την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Δύο ηγέτες με κοινό χαρακτηριστικό την αμείλικτη φιλοδοξία τους και την αμοιβαία αντιπάθεια που τους συνδέει, σε μια περιοχή που αναδιαμορφώνεται βίαια.
Ο Ερντογάν, σύμφωνα με δημοσιεύματα, άσκησε βέτο κατά της παρουσίας του Ισραηλινού πρωθυπουργού στη διάσκεψη, υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία και οι υπόλοιπες «εγγυήτριες δυνάμεις» της κατάπαυσης του πυρός οφείλουν να επιβλέπουν στενά την εφαρμογή της. «Εάν αυτό μετατραπεί ξανά σε γενοκτονία», προειδοποίησε ο Τούρκος πρόεδρος, «το Ισραήλ γνωρίζει ότι οι συνέπειες θα είναι σοβαρές».
Η στάση του Ερντογάν συνδέεται άμεσα με τη διαχρονική του επιδίωξη να επαναφέρει την Τουρκία στη θέση ηγεμονικής δύναμης στον μουσουλμανικό κόσμο, αναβιώνοντας τον ρόλο που είχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην περιφέρεια. Για τον ίδιο, η ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία αποτέλεσε ευκαιρία για την επέκταση της τουρκικής επιρροής, καθώς η Άγκυρα υπήρξε η μοναδική περιφερειακή δύναμη που στήριξε ανοιχτά τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, ισλαμιστική οργάνωση που αντιτάχθηκε στο καθεστώς της Δαμασκού. Οι στενές σχέσεις της Τουρκίας με ισλαμιστικά κινήματα όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα θεωρούνται απειλή από το Ισραήλ και τα συντηρητικά καθεστώτα του Κόλπου, τα οποία βλέπουν στην Άγκυρα έναν ιδεολογικό και γεωπολιτικό ανταγωνιστή.
Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ εμφανίζεται ενισχυμένο όσο ποτέ, αξιοποιώντας την αποσταθεροποίηση της περιοχής για να επεκτείνει τη στρατηγική του παρουσία. Έχοντας διεισδύσει βαθιά στη Συρία, το Τελ Αβίβ έχει βομβαρδίσει επανειλημμένα στρατιωτικούς στόχους, ενώ διατηρεί υπό τον έλεγχό του εδάφη πέρα από τα Υψίπεδα του Γκολάν, τα οποία κατέχει από το 1967. Οι οπαδοί της θεωρίας του «Μεγάλου Ισραήλ» βλέπουν τώρα ευκαιρία να επανακαθορίσουν τα σύνορα της Μέσης Ανατολής.
Η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει προχωρήσει στην προσάρτηση τμημάτων της Δυτικής Όχθης, έχει αναμετρηθεί με το Ιράν έχοντας στο πλευρό της την Ουάσιγκτον και έχει καταφέρει να αποδυναμώσει σε μεγάλο βαθμό οργανώσεις όπως η Χεζμπολά, η Χαμάς, οι Χούθι και οι φιλοϊρανικές δυνάμεις του Άσαντ. Μέσα στον τελευταίο χρόνο, το Ισραήλ έχει αποδείξει την ικανότητά του να πολεμά ταυτόχρονα σε πολλαπλά μέτωπα – στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη, στον Λίβανο, στην Υεμένη, στο Ιράν και στη Συρία. Διαθέτοντας το μοναδικό πυρηνικό οπλοστάσιο της περιοχής και έχοντας εξασφαλίσει τη σταθερή υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, παραμένει κυρίαρχος στρατιωτικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή.
Τόσο ο Νετανιάχου όσο και ο Ερντογάν έχουν επιβιώσει πολιτικά μέσα από κρίσεις και αμφισβητήσεις, διατηρώντας για δεκαετίες την εξουσία τους μέσα από εθνικιστικό λόγο και προσωπική ηγεμονία. Και οι δύο θεωρούν εαυτούς ιστορικά πρόσωπα, προορισμένα να διαμορφώσουν τη μοίρα της περιοχής. Ωστόσο, οι φιλοδοξίες τους συγκρούονται με παρόμοιες αδυναμίες. Το Ισραήλ και η Τουρκία είναι μη αραβικές δυνάμεις σε έναν κατεξοχήν αραβικό χώρο, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα επιβολής μακροπρόθεσμης επιρροής.
Ο αραβικός κόσμος δεν επιθυμεί ούτε την επιστροφή μιας νέας «οθωμανικής κυριαρχίας» ούτε αποδέχεται το Ισραήλ ως φυσικό εταίρο στην περιοχή. Επιπλέον, και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν σημαντικά οικονομικά εμπόδια: η τουρκική οικονομία δοκιμάζεται από τον πληθωρισμό και τη νομισματική αστάθεια, ενώ το Ισραήλ, παρά την τεχνολογική του ισχύ, παραμένει μια μικρή χώρα με περιορισμένους δημογραφικούς πόρους.
Η Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Κόλπου παρακολουθούν με επιφύλαξη, θεωρώντας ότι η τουρκική δραστηριότητα και οι δεσμοί της με ισλαμιστικά κινήματα συνιστούν μεγαλύτερη απειλή από τις εδαφικές επιδιώξεις του Ισραήλ. Παρ’ όλα αυτά, το Ριάντ γνωρίζει ότι οι ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα έχουν προκαλέσει βαθιά οργή στον αραβικό πληθυσμό, γεγονός που καθιστά κάθε πιθανή προσέγγιση με το Ισραήλ πολιτικά δύσκολη, ακόμη και αν ο στόχος είναι η ανάσχεση της τουρκικής επιρροής. Η απουσία του Νετανιάχου από τη Σύνοδο του Σαρμ Ελ Σέιχ, την τελευταία στιγμή, ερμηνεύτηκε από πολλά διεθνή μέσα ως αποτέλεσμα του «τουρκικού βέτο».
Καθώς Ισραήλ και Τουρκία συνεχίζουν να ανταγωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία στη Μέση Ανατολή, η επόμενη ημέρα διαμορφώνεται από τους μεγάλους χρηματοδότες και ρυθμιστές της περιοχής – τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα – με τον Ντόναλντ Τραμπ να επιχειρεί να επανεμφανιστεί ως ο ρυθμιστής της ειρήνης σε έναν κόσμο που παραμένει γεμάτος συγκρούσεις.