
Το φθινόπωρο του 2025 δεν σηματοδοτεί απλώς μια ακόμη προεκλογική ατμόσφαιρα στις ΗΠΑ, αλλά την επιστροφή σε ένα από τα πιο θεμελιώδη αλλά και δυσεπίλυτα ζητήματα της αμερικανικής πολιτικής: πώς αντιμετωπίζει το κράτος τη δική του αποτυχία στην προστασία των πολιτών του όταν το ίδιο το κράτος μοιάζει να έχει εγκαταλείψει το βασικό του καθήκον; Ο Donald Trump απαντά με μια ακραία αλλά σαφή πρόταση: η στρατιωτική επέμβαση στο εσωτερικό μπορεί να είναι αναγκαία, και το Σικάγο, η πόλη-σύμβολο της παρακμής, είναι το πρώτο πεδίο εφαρμογής.
Το Σικάγο δεν είναι μια τυχαία επιλογή. Είναι η ζωντανή απόδειξη της αποτυχίας δεκαετιών πολιτικών που υπόσχονταν πρόοδο και κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά κατέληξαν σε παρακμή και βία. Μετά από δεκαετίες διακυβέρνησης από Δημοκρατικούς, η πόλη έχει μετατραπεί σε μια μητρόπολη όπου το κράτος δικαίου έχει υποχωρήσει κάτω από το βάρος της εγκληματικότητας και της παρακμής.
Τα νούμερα είναι αμείλικτα: πάνω από 630 δολοφονίες το 2024, χιλιάδες τραυματίες από πυροβόλα, περιοχές που έχουν γίνει de facto «γκέτο του νόμου», όπου οι συμμορίες και οι παράνομες ομάδες ασκούν ανεξέλεγκτη εξουσία. Το ποσοστό εξιχνίασης των εγκλημάτων πέφτει κάτω από το 50%, γεγονός που σημαίνει ότι η αστυνομία αδυνατεί να φέρει στη δικαιοσύνη τους δράστες. Ο υπερφορτωμένος μηχανισμός της αστυνομίας, η δικαιοσύνη που αδυνατεί να λειτουργήσει και η έλλειψη πολιτικής βούλησης δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο ανομίας.
Οι «δημοκρατικές» πολιτικές που επαγγέλλονται την προστασία των μειονοτήτων και την κοινωνική δικαιοσύνη έχουν εξελιχθεί σε ένα σύνθετο πλέγμα γραφειοκρατίας, πελατειακών σχέσεων και πολιτικής υποκρισίας. Έχουν οδηγήσει στην υποβάθμιση της ασφάλειας με πρόσχημα την αποφυγή «κρατικής βίας», αποδυναμώνοντας τις αρχές που θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τη νομιμότητα.
Ο πολυπολιτισμισμός, ενώ σε θεωρητικό επίπεδο προωθεί τη διαφορετικότητα και την ανεκτικότητα, έχει καταντήσει να λειτουργεί ως απολογία για τη βία και την παραβατικότητα, ιδίως όταν αυτή προέρχεται από συγκεκριμένες μειονοτικές ομάδες που έχουν υποστεί ιστορικές αδικίες. Στην πράξη όμως, ο πολυπολιτισμισμός έχει δημιουργήσει πολιτισμικά και κοινωνικά χάσματα, που η πολιτική αδυνατεί να γεφυρώσει.
Ο Trump και η στρατιωτικοποίηση της εσωτερικής ασφάλειας
Η πρόθεση του Trump να στείλει την Εθνοφρουρά στο Σικάγο αποτελεί ρήξη με τις παραδοσιακές πρακτικές διαχείρισης της εσωτερικής τάξης. Η χρήση στρατιωτικών δυνάμεων για την επιβολή της νομιμότητας στο εσωτερικό είναι όχι μόνο νομικά περίπλοκη (λόγω Posse Comitatus Act), αλλά και κοινωνικά εκρηκτική.
Από τη μια πλευρά, πρόκειται για μια πολιτική επίδειξη δύναμης, μια κίνηση που θέλει να διατρανώσει ότι «το κράτος δεν έχει εγκαταλείψει τους πολίτες του» και πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να επιβληθεί η τάξη. Από την άλλη, η στρατιωτικοποίηση δεν αποτελεί λύση στη ρίζα του προβλήματος – τη διάλυση των θεσμών, την αποδυνάμωση της αστυνομίας και τη δικαιοσύνη που αδυνατεί να αποδώσει δικαιοσύνη.
Η αποτυχία της αστικής διακυβέρνησης υπό τους Δημοκρατικούς δεν περιορίζεται μόνο στο Σικάγο. Οι πόλεις που παραπέμπουν σε «αστικά γκέτο» αυξάνονται, και η εικόνα είναι παρόμοια: σχολεία που κλείνουν, δημόσιες υπηρεσίες σε αποσύνθεση, υποδομές που καταρρέουν, πολιτική αβελτηρία. Παράλληλα, το σύστημα δικαιοσύνης μοιάζει να «προστατεύει» τους δράστες και όχι τα θύματα, υποθάλποντας έτσι την ατιμωρησία και τη βία.
Η πολιτική κουλτούρα των αστικών κέντρων έχει εξελιχθεί σε ένα παγιδευμένο παιχνίδι όπου η «αριστερή ευαισθησία» συχνά υπερτερεί της ανάγκης για ασφάλεια, με αποτέλεσμα η δημόσια τάξη να λειτουργεί μόνο υπό την απειλή κατάρρευσης.
Η πολυπλοκότητα της βίας και της ασφάλειας
Ένα βασικό ζήτημα είναι η συχνή παραπλάνηση γύρω από τα αίτια της βίας. Αν και οι δημοκρατικοί πολιτικοί μιλούν για «ρατσισμό» ως αιτία της αστυνομικής βίας, το πραγματικό θύμα των εγκλημάτων είναι κυρίως η ίδια η μειονότητα που υποτίθεται ότι προστατεύουν.
Η βία έχει γίνει καθημερινότητα και έχει απορροφήσει την κοινωνία στο αίσθημα της ανασφάλειας και της απελπισίας. Η συζήτηση δεν είναι απλά πολιτική· είναι θέμα ζωής και θανάτου για τους κατοίκους των περιοχών αυτών.
Στο τέλος, η πραγματική λύση δεν μπορεί να προέλθει από στρατιωτικές επεμβάσεις. Χρειάζεται μια σοβαρή πολιτική βούληση που θα ανακτήσει τον έλεγχο μέσω ενίσχυσης της αστυνομίας, αναδιάρθρωσης της δικαιοσύνης, επένδυσης στην εκπαίδευση, καταπολέμησης των εγκληματικών δομών και αυστηρής μεταναστευτικής πολιτικής. Όσο αυτή η βούληση δεν υπάρχει, η χώρα κινδυνεύει να συνεχίσει σε κύκλο παρακμής και αναταραχής.
Η πρόταση του Trump είναι μια κραυγή αγωνίας μπροστά στην κατάρρευση ενός βασικού πυλώνα του αμερικανικού κράτους: η ασφάλεια των πολιτών. Αν αυτή η κρίση δεν αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα, ο κίνδυνος δεν είναι απλώς η πολιτική πόλωση, αλλά η διάλυση του κοινωνικού συμβολαίου που συγκρατεί μια χώρα.