Διεθνή
Το μετέωρο βήμα της Τουρκίας

Δυσαρέσκεια σε Ουάσιγκτον και Ευρώπη από τις «εξυπηρετήσεις» στους τζιχαντιστές και την Ισλαμική ατζέντα
Γράφει ο Νίκος Μελέτης
Γυρίζει την πλάτη στους συμμάχους και εταίρους της για μία ακόμη φορά η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς έντεκα χρόνια μετά το πλήγμα που επέφερε στις ΗΠΑ με την άρνηση να παραχωρηθεί τουρκικό έδαφος για τις επιθέσεις εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν, η Άγκυρα απέχει και από το στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης των τζιχαντιστών. Μία ακόμη τουρκική κίνηση που προκαλεί τη Δύση, θέτοντας παράλληλα σε κίνδυνο τη μεγάλη και κρίσιμη επιχείρηση εναντίον του ISIS.
Η στάση της Τουρκίας –πρόκειται για τη μοναδική χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ που συνορεύει με τη Συρία και το Ιράκ, διαθέτει δε τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο πλαίσιο της Συμμαχίας-, να δηλώσει ότι συμμετέχει πολιτικά, αλλά όχι στρατιωτικά στην εκστρατεία της Συμμαχίας των Προθύμων εναντίον των τζιχαντιστών, έχει προκαλέσει όχι απλώς οργή στη Δύση, αλλά και εντονότατο προβληματισμό αναφορικά με την κατεύθυνση που έχει πάρει η χώρα έπειτα από δώδεκα χρόνια διακυβέρνησης του Ερντογάν.
Η Τουρκία διεκδικεί ισχυρό περιφερειακό ρόλο, η επιλογή της, ωστόσο, σε κομβικές για την παγκόσμια ασφάλεια και σταθερότητα κρίσεις να αφήνει τους άλλους «να βγάζουν το φίδι από την τρύπα» δεν μπορεί παρά να υπονομεύει τελικά αυτή της την προσπάθεια. Οι απόπειρες των αμερικανών να πείσουν τη γείτονα να συμπράξει ενεργά στην επιχείρηση εναντίον των τζιχαντιστών αποκρούστηκαν, και μάλιστα με προσβλητικό τρόπο, αφού υποχρεώθηκαν να ταξιδέψουν στην τουρκική πρωτεύουσα ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τσακ Χέϊγκελ και ο υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, ενώ και ο ίδιος ο Πρόεδρος Ομπάμα αποφάσισε να συναντήσει τον Ταγίπ Ερντογάν στο Κάρντιφ –είχαν μεσολαβήσει δεκαέξι μήνες χωρίς καμία επικοινωνία- ζητώντας από την Άγκυρα να αλλάξει στάση.
Η Τουρκία όχι μόνο απέρριψε κάθε ιδέα να συμμετάσχει με δικές της δυνάμεις στις επιθέσεις στο Ιράκ, πιθανόν και στη Συρία αργότερα, αλλά δεν πρόσφερε καν κάποιο από τα δικά της αεροδρόμια, που θα αποτελούσε ασφαλές ορμητήριο για τα συμμαχικά αεροσκάφη, ενώ έβαλε και όρους για τη χρήση του αεροδρομίου στην αμερικανική αεροπορική βάση Ιντσιρλίκ.
«Ανοιχτά» σύνορα
Ο ρόλος όμως της γείτονος σε μία συμμαχική επιχείρηση εναντίον των τζιχαντιστών μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμος και σε άλλους τομείς: στην διακοπή του κύματος ξένων μαχητών που φτάνουν στα σύνορα με τη Συρία και εντάσσονται στο ISIS, στην αποκατάσταση του αυστηρού ελέγχου των συνόρων από τις τουρκικές δυνάμεις και στη διακοπή πηγών χρηματοδότησης του ISIS, κυρίως μέσω του λαθρεμπορίου πετρελαίου, το οποίο αποφέρει στους τζιχαντιστές από 1 έως 3 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα.
Με μία χαοτική κατάσταση στα σύνορα, από όπου έχουν περάσει σχεδόν ένα εκατομμύριο Σύροι πρόσφυγες, με ένα εκτεταμένο και ισχυρό δίκτυο διακινητών ανθρώπων, όπλων, πετρελαίου και αγαθών, το οποίο έχει γιγαντωθεί από το 2003 στον πόλεμο του Ιράκ, η Τουρκία δεν δείχνε πρόθυμη να ανταποκριθεί αποτελεσματικά ούτε σε αυτό το στοιχειώδες καθήκον της έναντι των συμμάχων της.
Το ερώτημα που τίθεται είναι για ποιο λόγο η Άγκυρα κρατά αυτή τη στάση. Η απάντηση ότι φοβάται για τη ζωή των σαράντα έξι τούρκων πολιτών που συνελήφθησαν στο τουρκικό προξενείο της Μοσούλης και κρατούνται όμηροι από τον Ιούνιο, δεν μπορεί να είναι πειστική για μία χώρα που θέλει να λέγεται μεγάλη δύναμη. Η τουρκική εξωτερική πολιτική, χωρίς σχέδιο κα στρατηγική, εγκλωβισμένη στα οθωμανικά και παντουρκικά ιδεολογήματα του Αχμέτ Νταβούτογλου και στις προκαταλήψεις του Ταγίπ Ερντογάν, ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί.
Η «αραβική άνοιξη», που σάρωσε αυταρχικά καθεστώτα του αραβικού κόσμου και της Βόρειας Αφρικής, γέννησε στην Άγκυρα την προσδοκία ότι θα μπορούσε μέσω των σχέσεών της με σουνιτικές κινήσεις, όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, να επεκτείνει την επιρροή της και να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στους σουνίτες ως μία πιο «σύγχρονη» και δημοκρατική εκδοχή του σουνιτισμού σε σχέση με τα συντηρητικά καθεστώτα του Κόλπου.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι την περασμένη Δευτέρα ο Ερντογάν προσφέρθηκε να δώσει καταφύγιο σε ηγετικά στελέχη των Αδελφών Μουσουλμάνων που έχουν κηρυχθεί εκτός νόμου στην Αίγυπτο κα η δράση τους περιορίζεται πλέον στο Λονδίνο. Μόλις την περασμένη Δευτέρα, εξάλλου, το Κατάρ έδωσε εντολή στο εξόριστο ηγετικό στέλεχος των Αδελφών Μουσουλμάνων, Αμρ Νταράγκ, να εγκαταλείψει τα έδαφός του. Πρόκειται, φυσικά, για μία κίνηση που προκαλεί ευθέως τόσο το Κάιρο όσο και τους Αμερικανούς, ενώ δημιουργεί προβληματισμό για την αυξανόμενη επιρροή ανάλογων συντηρητικών δυνάμεων του ακραίου πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και προσωπικά στον Τ. Ερντογάν. Ωστόσο, τα γεγονότα διέψευσαν τις προσδοκίες της γείτονος, με κορυφαίο σφάλμα την εκτίμηση ότι ο Μπασάρ αλ Άσαντ θα κατέρρεε σε λίγες εβδομάδες μετά την εξέγερση.
Η Τουρκία τότε, θέλοντας γρήγορα αποτελέσματα, άφησε ανοιχτά τα σύνορά της ώστε να διακινούνται ελεύθερα όπλα και μαχητές που στελέχωναν στην αρχή τον FSA (Free Syrian Army – Ελεύθερος Συριακός Στρατός), αλλά η υποστήριξη συνεχίστηκε και όταν άλλες, πιο ακραίες οργανώσεις, πήραν το πάνω χέρι στον πόλεμο εναντίον του καθεστώτος. Οι δύο αυτές οργανώσεις ήταν το ISIS και η Αλ Νούσρα.