Του Κώστα Ράπτη
Στο χάος της Μέσης Ανατολής κάποιος θα πρέπει στο τέλος να μαζέψει τον “μουτζούρη”. Η Τουρκία του Tayyip Erdoğan αποτελεί τον κύριο υποψήφιο για αυτό τον ρόλο, καθώς όχι μόνο δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει κατά τις φιλοδοξίες της τον περίγυρό της, αλλά βλέπει τη δική της εθνική συνοχή να απειλείται.
Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι ενώ η Τουρκία καταμετρούσε ακόμη τους νεκρούς από τη μεγαλύτερη τρομοκρατική επίθεση στην ιστορία της, ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin δεχόταν την Κυριακή στο Σότσι (για δεύτερη φορά εντός του έτους) τον Σαουδάραβα υπουργό Άμυνας και γιο του βασιλιά Salman, πρίγκηπα Mohammad, όπως προ δύο εβδομάδων δέχθηκε σε έκτακτη επίσκεψης εργασίας τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Binyamin Netanyahu, για να ακολουθήσει η διεξαγωγή ρωσο-ισραηλινού διαλόγου σε επίπεδο Γενικών Επιτελείων.
Ακόμη και χώρες με αποκλίνουσες ή αντιδιαμετρικά αντίθετες στάσεις στην συριακή κρίση είναι σε θέση να αναζητούν το πεδίο ενός ικανοποιητικού για αμφότερες τις πλευρές συμβιβασμού – ενώ και οι ΗΠΑ πραγματοποιούν, σταδιακά και όχι απαραιτήτως ομολογημένα, μία μεγάλη στροφή στην πολιτική τους για την περιοχή. Η Τουρκία, αντίθετα, βρίσκεται αντιμέτωπη με επιλογές που μόνο κόστος έχουν.
Ο λόγος για αυτό είναι ότι παρέβλεψε τις μεσομακροπρόθεσμες επιπτώσεις κινήσεων που ήταν αυστηρά προσηλωμένες στο βραχυπρόθεσμο όφελος: την δημιουργία προτεκτοράτου της Άγκυρας στη (βόρεια) Συρία και την πολιτική περιθωριοποίηση του κουρδικού στοιχείου εντός συνόρων, ώστε να ανακτηθεί η αυτοδυναμία που στέρησε από τους κυβερνώντες ισλαμιστές η θεαματική επίδοση του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) στις εκλογές του Ιουνίου. Για τον στόχο αυτό, η τουρκική εξουσία προχώρησε σε μια “φαουστική συμφωνία” με τους τζιχαντιστές, η οποία τώρα εξελίσσεται σε μπούμερανγκ.
Ήδη από τα τέλη του 2014, η στάση του Tayyip Erdoğan στην μάχη του Kobanî, συσπείρωσε το σύνολο των (επί το πλείστον συντηρητικών) Κούρδων ψηφοφόρων γύρω από το HDP, εκθέτοντας παράλληλα τις πραγματικές προτεραιότητες των Τούρκων ιθυνόντων, που κάθε άλλο παρά αφορούσαν την ανάσχεση του Ισλαμικού Κράτους. Ομοίως, η επίθεση αυτοκτονίας που στοίχισε τη ζωή σε 33 (φιλο)Κούρδους ακτιβιστές τον Ιούλιο στο Suruç αξιοποιήθηκε προσχηματικά για την προσχώρηση της Τουρκίας στον υπό τις ΗΠΑ συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους (με την διάθεση της αεροπορικής βάσης του Incirlik έναντι αμερικανικής συναίνεσης στο σχέδιο για τη δημιουργία “ασφαλούς ζώνης” στη βόρεια Συρία), στην πραγματικότητα δε για την επανέναρξη των εχθροπραξιών με το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ), ώστε οι νέες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου να διεξαχθούν σε κλίμα “αντιτρομοκρατικής πατριωτικής έξαρσης”.
Η μοιραία αυτή κίνηση, σήμαινε ότι οι τζιχαντιστές αποκτούσαν το ελεύθερο να διαμορφώνουν αυτοί την εσωτερική ατζέντα της Τουρκίας. Πρόκειται για το σενάριο της “πακιστανοποίησης”, όπου η ανοχή ή και στήριξη δυνάμεων αυτού του είδους με στόχο τον έλεγχο των έλεγχο των εξελίξεων σε γειτονική χώρα καταλήγει σε υπονόμευση του ίδιου του “οικοδεσπότη”.