breaking newsΙστορικά

Το μήνυμα του ήρωα για το σπουδαίο «ου» που διέγραψαν…

του   Γιώργου Καλλινίκου

 

Να την πάλι αυτή την ιερή μέρα. Επιμένει κάθε χρόνο. Βασανιστικά να ξυπνά τους χειρότερους εφιάλτες μας. Να μας υποχρεώνει να βγάζουμε την συνείδησή μας από τα ντουλάπια στα οποία την κρύβουμε ολόχρονα.

Από φόβο.

Αφού δεν διαθέτουμε τέτοια δύναμη ψυχής ώστε να την αντικρίσουμε κατάματα. Τρέμουμε το άγριο βλέμμα της.

Εκείνο που θα μας παγώσει. Εκείνο που θα μας υποχρεώσει να μετρήσουμε την κατηφορική πορεία την οποία ακολουθούμε. Από την κορυφή του κόσμου την οποία μας έδειξε ένας νέος άνθρωπος στα 32 του χρόνια. Μέχρι τον βούρκο στον οποίο έχουμε κατρακυλήσει 60 χρόνια μετά. Πρώτοι οι ταγοί. Και μετά οι υπόλοιποι. Που τους ακολουθούμε τόσες δεκαετίες. Απροβλημάτιστα. Αδιαμαρτύρητα. Άβουλα. Χωρίς φρένο.

Ήρθε ξανά σήμερα εκείνος ο αετός στο παράθυρο. Επιμένει κάθε χρόνο τέτοια μέρα να μου κτυπά με το ράμφος το παράθυρο. Πριν καν το λυκαυγές. Τα πρώτα χρόνια απορούσα. Πώς ένας αετός κατεβαίνει σε μια πόλη. Τι θέλει; Γιατί μου κτυπά το παράθυρο;

Στην πορεία κατάλαβα. Όταν τυχαία στράφηκε το βλέμμα μου στο μαρτυρικό παλληκαρόβουνο. Την ώρα που χαράζει, η εικόνα του είναι πιο καθαρή από κάθε άλλη στιγμή. Λες και μετακινείται και έρχεται πολύ κοντά μας. Εκείνη την στιγμή διακρίνεις τις χαραγές στη ράχη του. Και το αίμα λες και είναι φρέσκο ακόμη.

Εκείνη την στιγμή μπορείς να διακρίνεις και μια ανδρική φιγούρα. Σεργιανάει με αργά βήματα. Αγέρωχος. Τι και αν τα άσπρα του μαλλιά προδίδουν την μεγάλη του ηλικία. Δείχνει μεγαλειώδης. Δεν θα τον δείτε άλλη μέρα. Μόνο την 19η Νοεμβρίου ή μια μέρα προηγουμένως, αν συμπέσει –όπως σήμερα- ειδική επέτειος.

Τον παρακολουθώ χρόνια τώρα. Ακολουθεί την ίδια ακριβώς πορεία. Από την κορυφή του παλληκαρόβουνου κατηφορίζει στο Δίκωμο. Κατευθύνεται στο χώρο όπου οι αετοί κατεβαίνουν και προσκυνάνε χρόνια τώρα. Σε εκείνο το κρησφύγετο, απ’ όπου ξεκινά ένα μονοπάτι. Δεν μπόρεσα ποτέ να το ακολουθήσω. Λένε, όμως, ότι είναι εκείνο το μονοπάτι που μετέφερε στους στίχους της ανδρείας το αμούστακο παλληκάρι, ο Βαγορής (θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια, που παν’ στη λευτεριά…).

Τον παρακολουθώ χρόνια τώρα. Κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Κάθεται στο πρώτο σκαλί του συγκεκριμένου μονοπατιού. Κοιτάζει το λαγούμι από το οποίο αναβλύζει η αθανασία. Ναι, όποιος επισκεφτεί τον χώρο παραμένει αποσβολωμένος και εκστασιασμένος να την αντικρίζει. Χωρίς να μπορεί να την αγγίξει.

Το πρόσωπό του φωτίζεται. Τα σημάδια του χρόνου λες και χάνονται. Το χαρακτηριστικό μουστάκι μιας άλλης εποχής λες και από άσπρο γίνεται ξανά μαύρο. Για λίγο, όμως. Μετά στρέφει το βλέμμα στο νησί, όσο φαίνεται από εκεί πάνω που βρίσκεται. Η λάμψη από το πρόσωπό του χάνεται.

Αμέσως μετά, στρέφει το βλέμμα στη σημαία της ντροπής. Γύρω της αρχίζει να ρέει αίμα. Το πρόσωπό του συνοφρυώνεται. Τα δάκρυα κυλάνε βροχή από τα μάτιά του. Χαράζουν το ρυτιδιασμένο από τον χρόνο πρόσωπο. Οι χαραγές των δακρύων είναι βαθύτερες από αυτές του χρόνου. Ένδειξη ότι προκαλούν πόνο.

Τότε, αυτός ο λεβεντάνθρωπος, βγάζει ένα σημειωματάριο. Γράφει κάτι σε μια κόλλα χαρτί και το αφήνει πάνω από το μπαρουτοκαπνισμένο (ακόμη) λαγούμι. Στρέφεται στα σκαλοπάτια του μονοπατιού. Τα ανεβαίνει με βήμα βαρύ. Και χάνεται…

Κάθε χρόνο την ίδια μέρα το ίδιο απαράλλακτο σκηνικό. Πριν μερικά χρόνια δεν άντεξα άλλο την περιέργεια. Στήθηκα εκεί και περίμενα. Μόλις έφυγε έπιασα το χαρτί και διάβασα τι έγραφε: «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής. Μην με προσβάλλετε!». Έκτοτε, τα επόμενα χρόνια πήγαινα και έπαιρνα το χαρτί και διάβαζα. Το ίδιο ακριβώς μήνυμα. Κάθε Νιόβρη. Κάθε χρόνο.

Πέρσι τον πρόλαβα πριν αρχίσει να βαδίζει στο μονοπάτι που οδηγεί στο χρυσοποίκιλτο παλάτι της ελευθερίας. Του φώναξα: «Κύριε, σας παρακαλώ, σας βλέπω κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Γιατί το κάνετε αυτό; Ποιος είστε; Πώς σας λένε;». Κοντοστάθηκε μερικά δευτερόλεπτα. Γύρισε και μου απάντησε: «Κυριάκο, γιε μου». Και συνέχισε το ταξίδι της επιστροφής στο Πάνθεον των Αθανάτων. Δεν μου είπε πού πήγαινε. Είχα, όμως, πλέον καταλάβει…

Έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. Με δυσκολία περπατούσα. Η απέραντη ντροπή, που είχα νιώσει, δεν μου άφηνε δύναμη. Ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναπάω σ’ εκείνο τον ιερό χώρο. Ποτέ. Μόνο αν έρθει η στιγμή, που στη ράχη του παλληκαρόβουνου θα σβηστούν τα σημάδια της ντροπής.

Θα ήταν ιεροσυλία και ασυγχώρητη προσβολή να μολύνω με την παρουσία μου εκείνον τον χώρο, όπου η αδαμάντινη και αλύγιστη ψύχη του Κυριάκου είχε κουβαλήσει την δόξα από τα βάθη της Ιστορίας. Την επανέφερε εκείνο τον Νιόβρη στην σύγχρονη εποχή, φωνάζοντας εκείνο το ανυπέρβλητο: «Όχι, δεν παραδίδομαι. Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας».

Η βροντερή φωνή σκέπασε το νησί. Ο αντίλαλος διέσχισε τα σύνορα του. Εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη. Υποχρέωσε την ανθρωπότητα να υποκλιθεί. Συνειδητά εκείνο το παλληκάρι στα 32 του χρόνια είχε προεπιλέξει την οδό της αξιοπρέπειας. Το περιέγραφε ο ίδιος στα συγγράμματά του:

«Έκλεξε όσον ημπορής τον τρόπο του θανάτου σου, ένας ωραίος θάνατος είναι συνήθως η ευγενεστέρα πράξις της ζωής σου». Τον περιέγραφε και στις επιστολές προς τους γονείς του 11 μήνες νωρίτερα: «Πιστεύομεν ότι κάθε θυσία μας δεν πηγαίνει άδικα και εσείς να είστε περήφανοι για μας. Αν ο καλός Θεός μας επιφυλάσσει την λαμπράν τύχη να δώσουμεν την ζωήν μας για την πατρίδα, τότε η χαρά σας πρέπει να είναι απέραντη».

Ήταν έτοιμος. Συνειδητοποιημένος. Ήξερε τι σήμαινε ελευθερία και αξιοπρέπεια. Ένα πράγμα δεν ήξερε. Ότι λίγα χρόνια μετά, η θυσία η δική του και των υπόλοιπων παλικαριών, θα πήγαινε χαμένη με τόση ευκολία. Πού να φανταζόταν ο ήρωας ότι οι εγωισμοί, ο ατομικισμός, η εξουσιομανία, η διχόνοια θα άνοιγαν την κερκόπορτα.

Και το μισό νησί θα βρισκόταν στα χέρια ενός άλλου κατακτητή. Πιο ωμού, πιο αιμοβόρου, πιο βάρβαρου. Πού να φανταζόταν ότι η απληστία, το κυνήγι του εύκολου κέρδους, οι μίζες, οι λαμογιές, η ασυδοσία θα ξανάνοιγαν την κερκόπορτα του εναπομείναντος μισού ελεύθερου νησιού. Σκλάβοι ξανά. Όχι με αλυσίδες και κελιά. Αλλά στη δυστυχία όσων προσκυνούν το βωμό του χρήματος.

Σήμερα, για μια ακόμη φορά οι τιποτένιοι ταγοί θα έρθουν στη γενέτειρά σου για να σε τιμήσουν. Γνωρίζεις όμως πια, ότι να αντλήσουν λίγη από τη δόξα σου έρχονται. Το μήνυμά σου, που κάθε χρόνο γράφεις, δεν το διάβασαν ποτέ. Το «ου» το διέγραψαν για πάντα. και απέμεινε το «περί χρημάτων…» να πνίγει την ατμόσφαιρα… Γνωρίζεις πως ότι και αν σου πούνε σήμερα θα είναι προϊόν υποκρισίας.

Σήμερα θα αποκαλύψουν και μια προτομή σου… Μην δακρύσεις, περήφανε Κυριάκο. Μπορείς από σήμερα το μήνυμα που αφήνεις στο ηρωικό κρησφύγετο, να το αφήνεις στη νέα προτομή. Ίσως συγκινηθεί κάποιος εξ αυτών και το διαβάσει κάποια μέρα…

ΠΗΓΗ:http://www.philenews.com/f-me-apopsi/arthra-apo-f/article/611763/to-minyma-toy-iroa-ga-to-spoydaio-oy-poy-diegapsan#.W_EpYxWgrRM.twitter

Back to top button