breaking newsΕλλάδα

Ο Τσίπρας, το Σκοπιανό, η θηλιά και η «Βόρειος Κύπρος»

Το Σκοπιανό δεν ήταν ποτέ εύκολο θέμα.

Ο κυριότερος λόγος ήταν το γεγονός ότι η διεθνής κοινωνία αποδεχόταν ως κυριαρχικό δικαίωμα του κάθε λαού τον αυτοπροσδιορισμό.

Από την στιγμή που οι Σκοπιανοί αυτοπροσδιόριζαν την Μακεδονία ως ονομασία του ανεξάρτητου κράτους τους, η ελληνική διπλωματία προσέκρουε εξαρχής σε γρανιτένιο βράχο.Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο επιβαλλόταν η εξεύρεση λύσεως μέσα από συμβιβασμό.

Οι συνομιλητές σε τέτοιες περιπτώσεις αναζητούν στη διπλωματική γλώσσα «έντιμες συμφωνίες». Πρόκειται για μια λάιτ ορολογία, που υποκρύπτει οδυνηρές και επικίνδυνες πολλές φορές υποχωρήσεις.

Εκεί όπου οφείλουν οι ηγέτες να επικεντρώνονται είναι στη βεβαιότητα ότι οι όποιες οδυνηρές υποχωρήσεις δεν θα ρεζιλεύουν την χώρα τους. Δεν θα υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κρατική κυριαρχία και την ασφάλεια των πολιτών της χώρας. Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να εξετάσουμε την συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, τα θετικά και τα αρνητικά της.

Έχουμε μια συμφωνία βάσει της οποίας οι Σκοπιανοί υποχρεούνται να αυτοπροσδιορισθούν ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας».

Ταυτόχρονα, υποχρεούνται να αφαιρέσουν κάθε αλυτρωτική αναφορά στο Σύνταγμά τους. Ο δεύτερος όρος της συμφωνίας είναι σαφώς θετικός και ήταν το μεγάλο ζητούμενο.

Ωστόσο, όσον αφορά την ιθαγένεια, η αποδοχή του όρου «Μακεδόνες» σε συνάρτηση με την αποδοχή να συνεχίσουν να αποκαλούν τη γλώσσα τους «μακεδονική», κάθε άλλο παρά ακυρώνει τον αλυτρωτισμό. Αντιθέτως, μάλλον τον επικυρώνει.

Οι δυο αυτοί όροι, ιθαγένεια και γλώσσα, αποτελούν τον πυρήνα του περιβόητου ιδεολογήματος των Σκοπιανών περί Μακεδονισμού και «διαμελισμένης πατρίδας των Μακεδόνων».

Για να γίνει πιο σαφές, αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι ο πολίτης της Ισπανίας είναι Ισπανός και έχει ιθαγένεια ισπανική, ανεξαρτήτως αν εθνοτικά είναι Καταλανός ή Βάσκος. Κατ’ επέκταση, στην προκειμένη περίπτωση, οι πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, όπως είναι η συμφωνία, θα έπρεπε να αποκαλούνται Βορειομακεδόνες. Όχι Μακεδόνες, όπως προβλέπει η συμφωνία. Αυτή η διαφορά είναι που ουσιαστικά επιβεβαιώνει τον αλυτρωτισμό των Σλαβομακεδόνων.

Αν δεν αποτελεί εθνικό έγκλημα, είναι τουλάχιστον, τραγικό εθνικό ολίσθημα. Κι αυτό επειδή είναι ιλαροτραγικό να πανηγυρίζει ο Τσίπρας ότι θα απαλειφθούν τα στοιχεία αλυτρωτισμού από το Σύνταγμα των Σκοπιανών και την ίδια στιγμή, να αποδέχεται τον πυρήνα του αλυτρωτισμού τους.

Μεγαλύτερο έγκλημα, όμως, είναι το ότι ο ελληνικός λαός επιτρέπει την απόφαση για ένα τέτοιο θέμα να την λάβει μια κυβέρνηση και 300 βουλευτές. Στα εθνικά θέματα οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τον λαό. Αδελφοί Έλληνες, μας παίρνουν τον ήλιο της Βεργίνας, μην μας πάρουν και την Δημοκρατία!

Παράλληλα, η ορολογία «Βόρεια Μακεδονία», στο μυαλό των ξένων είναι ηλίου φαεινότερον ότι θα παραπέμπει και στην ύπαρξη Νότιας Μακεδονίας. Ένας τέτοιος πολύ φυσιολογικός συνειρμός, με έμμεσο αλλά σαφέστατο τρόπο, θα ενισχύει το προαναφερθέν ιδεολόγημα περί «διαμελισμένης πατρίδας των Μακεδόνων».

Με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται.

Και φυσικά, πέρα από συνταγματικές διατάξεις και διπλωματικούς ισχυρισμούς, είναι εύλογο ότι σταδιακά, όλοι θα αναφέρονται σε «Μακεδονία» σκέτο.

Το ζητούμενο είναι κατά πόσον ο Τσίπρας εγκλημάτισε. Αν υποχώρησε από τις διαχρονικές εθνικές γραμμές. Κατά πόσον η Ελλάδα κέρδισε ή έχασε από τη συμφωνία. Είναι δεδομένο ότι η εθνική γραμμή, που είχε καθοριστεί το 1990 υπό τον τότε Πρόεδρο Κωνσταντίνο Καραμανλή, είχε σαν κόκκινη γραμμή τη θέση «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα».

Αργότερα, όμως, υπήρξε υποχώρηση από τη θέση αυτή, υπό την πίεση των Αμερικανών, σε μια ονομασία erga omnes. Όχι, όμως, και για την αποδοχή της ιθαγένειας Μακεδόνες και τη γλώσσα μακεδονική.

Με απλά λόγια, ο Τσίπρας υποχώρησε από τις διακηρυγμένες εθνικές γραμμές

 Έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του την βούληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Και απεδέχθη μια συμφωνία την οποία ζητούσαν οι Αμερικανοί, παραγνωρίζοντας το κόστος από μια συμφωνία με επώδυνες υποχωρήσεις, που δεν μπορεί να αποφύγει το όριο της ταπείνωσης.

Το πρόβλημα το είχαν οι Σκοπιανοί.

Ήθελαν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ και το εισιτήριο τους βρισκόταν στα χέρια της Ελλάδας. Ήθελαν να αποκτήσουν κανονική κρατική ταυτότητα και κρατική αναγνώριση διεθνώς και την βούλα την κρατούσε η Ελλάδα.

Ο Τσίπρας τα παραχώρησε χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα. Απλώς και μόνο, επειδή το απαιτούσαν οι Αμερικανοί. 

Το χειρότερο είναι ότι έπεται συνέχεια.

Και στο Κυπριακό απαιτούν οι Αμερικανοί.

Απαιτούν κι εδώ επώδυνες υποχωρήσεις. Απαιτούν να σφίξει η θηλιά στο λαιμό μας. Εδώ, όμως, υπάρχει μια τεράστια διαφορά. Η Κύπρος βρίσκεται υπό κατοχή.

Στο Σκοπιανό, η όποια συμφωνία δεν επηρέαζε άμεσα το έδαφος των δύο μερών. Ούτε την κρατική λειτουργία και οντότητά τους. Στο Κυπριακό το ζητούμενο είναι η άρση της κατοχής. Η απαλλαγή από τον εφιάλτη του κατακτητή. Ιεραρχείται ως κορυφαία επιδίωξη η δημιουργία –επιτέλους- για πρώτη φορά σ’ αυτό το νησί, ενός φυσιολογικού κράτους.

Ας το έχουν όλοι αυτό κατά νου. Διότι δεν σηκώνει τον παραμικρό συμβιβασμό σ’ αυτό. Ούτε από τη δική μας ηγεσία ούτε και από την ελληνική. Τρέμω το ενδεχόμενο μιας «Βόρειας Κύπρου».

Τρέμω περισσότερο όταν θυμάμαι τον Πρόεδρο να δηλώνει προεκλογικά ανερυθρίαστα, ότι και «Βόρειος Ελλάδα» να ήταν το όνομα για τα Σκόπια θα το δεχόταν…

Εδώ δεν θα μιλάμε για εθνικό λάθος.

Θα μιλάμε για πρόβλημα ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ!

Φιλελεύθερος
Back to top button