breaking newsΕλλάδαΥΓΕΙΑ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Η εκδίκηση του λιγνίτη: Κάποιοι βιάστηκαν πολύ…

 

Ενεργειακοί πόροι χαμηλής αποδοτικότητας, όπως οι σημερινές ανανεώσιμες πηγές, δεν συνάγουν με μεγάλους ή αυξάνοντες πληθυσμούς. Πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, χώρες με υψηλή βιομηχανική δραστηριότητα, όπως η Γερμανία, εκτός από τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, συνέχιζαν να καταναλώνουν και να επενδύουν στην καύση του γαιάνθρακα, αφού εξασφάλισαν το δικαίωμα να το κάνουν χωρίς κόστος μέχρι το 2038. Ο πόλεμος, όμως, άλλαξε τα πάντα, φέροντας πάλι στο προσκήνιο τα ορυκτά καύσιμα, όπως τον λιγνίτη.

Στη Γερμανία εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών χιλιάδες ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά (Energiewende program). Το πρόγραμμα, όμως, δεν απέδωσε παρά μια μικρή μείωση των κατά κεφαλήν εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Στη Γαλλία ο Διαχειριστής Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (RTE) είχε ανακοινώσει τον Ιανουάριο 2021 ότι αναμένει απότομη αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω της αναμενόμενης ψυχρής περιόδου.

Συμβούλευε δε –για να αποφευχθεί κίνδυνος διακοπής– να μειωθεί η κατανάλωση. Σε ψυχρές αντικυκλονικές περιόδους, οι ανεμογεννήτριες δεν παράγουν ηλεκτρική ενέργεια. Στις 7 Ιανουαρίου 2021, για εγκατεστημένη ισχύ από ανεμογεννήτριες περίπου 14.000 MW, οι ανεμογεννήτριες παρείχαν στην πράξη μόνο 946 MW που αντιστοιχεί στο 1% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της Γαλλίας.

Το ελληνικό πείραμα επείγουσας απομάκρυνσης από τους λιγνίτες που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια (σταμάτησε προσωρινά λόγω της ενεργειακής κρίσης) λαμβάνει πιθανότατα υπόψη την τάση μείωσης του πληθυσμού τα τελευταία χρόνια και την απουσία υψηλής βιομηχανικής δραστηριότητας, αποτελέσματα της μνημονιακής και μεταμνημονιακής περιόδου. Είναι αξιοσημείωτο ότι με 5 δισ. κυβικά μέτρα εισαγόμενο φυσικό αέριο, που θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, η χώρα θα υπερβεί το 65% της ενεργειακής εξάρτησης από το εξωτερικό που είχε μέχρι τώρα.

Για να αποφύγουμε αυτή την εξάρτηση, ο λιγνίτης πρέπει να παραμείνει βασική πηγή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και για την παραγωγή προϊόντων άνθρακα υψηλής τεχνολογίας και υδρογόνου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παραμείνει διαθέσιμος προς εκμετάλλευση στην Ελλάδα και μετά την λήξη του πολέμου στην Ουκρανία και την άμβλυνση της ενεργειακής κρίσης. Με την ίδια λογική, η έρευνα για εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα κοιτασμάτων φυσικού αερίου θα μπορούσε να συμβάλει, ακόμα και να απαλείψει, το τεράστιο εγχώριο ενεργειακό έλλειμμα που δημιουργείται από το σχέδιο απολιγνιτοποίησης.

Εκτός από το λιγνίτη

Σύμφωνα με τις μελέτες της ΕΔΕΥ (κρατική εταιρεία διαχείρισης υδρογονανθράκων) του 2018 και 2019, οι πιθανοί όγκοι φυσικού αερίου από 30 υποψήφιους στόχους στη δυτική Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Κρήτη κυμαίνονται μεταξύ 70 και 90 τρισ. κυβικά πόδια. Αυτή η ποσότητα αντιστοιχεί σε 12-15 δισ. βαρέλια πετρελαίου. Οι στόχοι μόνο δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης, διάσπαρτοι σε 73.000 km2, θα μπορούσαν να αποδώσουν δυνητικά μεταξύ 62-84 τρισ. κυβικά πόδια, ενώ η δυτική Ελλάδα και οι βόρειες περιοχές του Ιονίου παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες εύρεσης πετρελαίου και όχι φυσικού αέριου.

Τέτοιες ανακαλύψεις, ακόμα και με 25% δυνατότητα εκμεταλλευσιμότητας, θα μπορούσαν να αυξήσουν σημαντικά τα αποθέματα φυσικού αερίου της Aνατολικής Μεσογείου, ωθώντας τα όρια του βιομηχανικού ενδιαφέροντος δυτικότερα, δηλαδή στην Ελλάδα με θετικό οικονομικό αντίκτυπο. Ας σημειωθεί ότι το 2018 ο τζίρος από τον τουρισμό ανήλθε σε 17 δισ. ευρώ, ενώ το κόστος εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου ανήλθε σε 11 δισ. ευρώ.

Κάτι που δεν λέγεται είναι ότι το φυσικό αέριο κάτω από εκατοντάδες ή χιλιάδες μέτρα του βυθού της Aνατολικής Μεσογείου δεν είναι η μόνη έκφραση της παρουσίας φυσικού αερίου στην περιοχή. Τα ηφαίστεια λάσπης και οι υδρίτες παρουσιάζονται στην επιφάνεια του βυθού, είτε λόγω της απελευθέρωσης μεθανίου στην επιφάνεια του βυθού, ή λόγω της κατακράτησης μεθανίου μέσα σε πάγο στα ρηχότερα (επιφανειακά) στρώματα του βυθού. Οι ανωτέρω τρεις εκφράσεις παρουσίας μεθανίου ενδιαφέρουν πολύ τη διεθνή βιομηχανία, δεδομένου ότι το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να γεφυρώνει και να συντηρεί τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας για τουλάχιστον δύο δεκαετίες.

Ηλεκτρική ενέργεια και ρύποι

Αρκετοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα βρίσκονται εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, αλλά παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια στην ΕΕ, χωρίς να υφίστανται το κόστος ρύπου διοξειδίου του άνθρακα που ισχύει για τις χώρες-μέλη. Σχεδιάζονται, μάλιστα, πολλές νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις. Οι χώρες της ΕΕ εισάγουν όλο και περισσότερο ηλεκτρική ενέργεια προερχόμενη από την καύση του άνθρακα. Οι καθαρές εισαγωγές αυξήθηκαν από 3 TWh το 2017 σε 21 TWh το 2019.

Αυτή η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια εξέπεμψε περίπου 26 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, περισσότερο από τις ετήσιες εκπομπές μιας βιομηχανικής χώρας όπως η Ιταλία. Η παραγωγή του ίδιου όγκου ηλεκτρικής ενέργειας από κράτη μέλη της ΕΕ θα είχε εκπέμψει 11 εκατομμύρια τόνους λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα. Η αύξηση της ικανότητας διασύνδεσης μεταξύ χωρών της ΕΕ και τρίτων χωρών θα εκθέσει περαιτέρω τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ, φτάνοντας τα 57 GW.

Ο Global Energy Monitor για την ανάπτυξη ενέργειας από άνθρακα (Ιούλιος 2019), διαπιστώνει ότι στις προαναφερθείσες χώρες-εξαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνονται η Τουρκία (34 GW), η Αίγυπτος (11 GW), η Βοσνία-Ερζεγοβίνη (4 GW) και η Σερβία (2 GW). Έως το 2025, πέντε επιπλέον χώρες εκτός ΕΕ (Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη, Ισραήλ και Μολδαβία) θα συνδεθούν με τα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Κανένα από αυτά τα κράτη δεν εφαρμόζει κόστος ρύπου, όπως ισχύει στις χώρες-μέλη. Η Ελλάδα, η οποία θα καταργήσει σταδιακά τον άνθρακα έως το 2028, προμηθεύεται μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας από την Τουρκία και τα Σκόπια και σχεδιάζει να συνδεθεί με το δίκτυο ορυκτών καυσίμων της Αιγύπτου στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης που θα ισχύσει στο εσωτερικό!

Βιώσιμη ανάπτυξη και βιωσιμότητα της ανάπτυξης

Οι ενεργειακοί πόροι ήταν και είναι ένα πολύτιμο αγαθό, ιδιαίτερα τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία παρέχουν ακόμα το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας στην υδρόγειο. Η ηλιακή και αιολική ενέργεια παράγουν ηλεκτρισμό μόνο, αλλά τα υπάρχοντα συστήματα μεταφορών, τα συστήματα τροφίμων, τα συστήματα θέρμανσης κτιρίων, τα συστήματα εξόρυξης πόρων και οι διαδικασίες δημιουργίας παραγώγων εξαρτώνται ακόμη από το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και τον άνθρακα.

Από οικονομική άποψη, η μείωση της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου στο μέλλον, θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι άνθρωποι θα μπορούν να συνεχίζουν να αγοράζουν προϊόντα διύλισης και παράγωγα υδρογονανθράκων στις τιμές που χρειάζονται οι παραγωγοί για να συνεχίσουν να τα παράγουν. Οι χώρες που ανησυχούν περισσότερο, στοχοποιώντας την κλιματική αλλαγή, είναι οι ανεπτυγμένες χώρες που αντιπροσωπεύουν ίσως ένα όγδοο του παγκόσμιου πληθυσμού.

Είναι σημαντικό για την εξίσωση ότι η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε πάνω από 5 εκατ. βαρέλια την ημέρα από το 2015 έως το 2019 και ότι η δραστηριότητα των ασιατικών διυλιστηρίων αυξήθηκε την ίδια περίοδο. Τα αποστάγματα πετρελαίου προσφέρουν τη δυνατότητα να αποφευχθεί η χειρωνακτική φυσική προσπάθεια. Ωστόσο, υπάρχει ένας αυξανόμενος παγκόσμιος πληθυσμός που θα πρέπει να αντέξει οικονομικά να αγοράσει αποστάγματα πετρελαίου, ή τις συσκευές που τα χρησιμοποιούν.

Το πετρέλαιο θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται στο βαθμό που οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν αποστάγματα πετρελαίου με την προϋπόθεση ότι και η πετρελαϊκή βιομηχανία ανταπεξέρχεται στην δημιουργούμενη έλλειψη οικονομιών κλίμακας. Πηγές ενέργειας χαμηλής απόδοσης, όπως οι ΑΠΕ, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο συμπληρωματικά, μέχρι στιγμής τουλάχιστον.

Γι’ αυτό και χώρες με υψηλή βιομηχανική δραστηριότητα, όπως η Γερμανία, συνεχίζουν να καταναλώνουν και να επενδύουν στην καύση γαιάνθρακα. Ειδικά τώρα, που η ανεπάρκεια ενέργειας την απειλεί και οικονομικά και κοινωνικά…

/primenews

Back to top button