breaking newsΆποψηΥΓΕΙΑ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Τα μοντέλα μέτρησης του COVID 19 δεν αποτελούν καν επιστήμη

Όλα τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η επιστήμη γύρω από τον COVID 19 ήταν απίστευτα ελλιπής ή εσφαλμένη, διαθέτοντας σταθερότητα ανάλογη της κινούμενης άμμου.

 

Του Gary Galles

 

Από την έναρξη της κρίσης του COVID 19, οι Αμερικανοί άκουσαν αμέτρητες φορές ότι η δημόσια πολιτική βασίστηκε στην Επιστήμη (με κεφαλαίο Ε) και ότι ο κόσμος πρέπει απλώς να συμμορφώνεται στις υποδείξεις των επιστημόνων.

Όμως, η ακρίβεια των επιστημονικών προβλέψεών και η επακόλουθη ορθότητα των ακολουθούμενων πολιτικών, φαίνεται να ήταν ανάλογη αστρολογικών προβλέψεων.

 

Στην πραγματικότητα, τα τεράστια σφάλματα στις μετρήσεις που αποτέλεσαν καθημερινότητα στις επιστημονικές προσεγγίσεις του COVID 19, θα πρέπει να μας υπενθυμίσουν τα λόγια του Λόρδου Kelvin σχετικά με την επιστήμη και τη μέτρηση: «Εάν δεν μπορείς να το μετρήσεις, τότε δεν είναι επιστήμη» και «η θεωρία σου ίσως βασίζεται περισσότερο στη φαντασία παρά στη γνώση».

Για να έχετε μια ιδέα σχετικά με τη σοβαρότητα των προβλημάτων μέτρησης του COVID 19, αρκεί απλά να δείτε τους δύο υγειονομικούς ειδικούς που εμφανίζονται πιο συχνά στις τηλεοπτικές οθόνες των ΗΠΑ. 

Ο Δρ Anthony Fauci πρόσφατα εξέφρασε την πεποίθησή ότι ο αριθμός των θανάτων είναι «σχεδόν σίγουρα υψηλότερος» από ό, τι αναφέρεται, επειδή «κάποιοι άνθρωποι που πέθαναν στο σπίτι και που μπορεί να είχαν μολυνθεί από COVID 19, δεν καταμετρήθηκαν επειδή δεν έφτασαν ποτέ στην νοσοκομείο». Αντίθετα, η Washington Post πρόσφατα ανέφερε ότι η Deborah Birx πιστεύει ότι το σύστημα καταμέτρησης του  Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) καταγράφει διπλά ορισμένες περιπτώσεις, αυξάνοντας τεχνητά τα θύματα και το ποσοστό θνησιμότητας «έως και κατά 25%». Τα προβλήματα μέτρησης αποτυπώνονται ανάγλυφα στην ξεκάθαρη δήλωση της Deborah Birx: «δεν μπορώ να εμπιστευτώ σε κανένα σημείο το CDC».

Οι συγκεχυμένες μετρήσεις αποτέλεσαν χαρακτηριστικό φαινόμενο από την αρχή της κρίσης του COVID 19.

Ήπιες και ασυμπτωματικές περιπτώσεις κρουσμάτων δεν εντοπίστηκαν (και εξακολουθούν να μην εντοπίζονται). Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μετρήσει λιγότερους από όσους μολύνθηκαν (ή είναι ακόμα μολυσμένοι) από τον COVID 19. Σημαίνει επίσης ότι έχουμε υπερεκτιμήσει τον κίνδυνο μετάδοσης, ο οποίος είναι ίσως ο πιο κρίσιμος καθοριστικός παράγοντας του κινδύνου του COVID 19.

Στην αρχή της κρίσης, υπήρξε ένας πολύ περιορισμένος αριθμός τεστ και πολλά από τα πρώτα τεστ ήταν ελαττωματικά. Έτσι, καθώς αυξάνονται τα τεστ, ειδικά συστηματικά, αντί να στοχεύονται όσοι ήδη πιθανόν να νοσούν από COVID 19, πρέπει να αποδεσμεύεται το τμήμα της ανοδικής τάσης των αναφερόμενων περιπτώσεων και η υπονοούμενη προς τα κάτω προσαρμογή των πιθανοτήτων θανάτου και του κινδύνου εξάπλωσης, που προκύπτουν από τα τεστ σε περισσότερο πληθυσμό για να προσδιοριστεί εάν υπάρχει μια αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης της νόσου.

 Όταν άρχισαν να γίνονται τεστ αντισωμάτων για τον COVID 19, είχαν ήδη εκτεθεί περισσότεροι, αλλάζοντας ξανά τους κρίσιμους αριθμούς. Και έπειτα υπάρχουν ερωτηματικά σχετικά με την ανοσία της αγέλης, συμπεριλαμβανομένου του εάν η παραμονή στο σπίτι υπονομεύει στην πραγματικότητα την ανάπτυξή αυτής της ανοσίας.

 Ομοίως, οι συνεχώς αναθεωρημένοι αριθμοί κρουσμάτων COVID 19 σε συγκεκριμένες περιοχές, υπερεκτιμούσαν τον κίνδυνο για τους άλλους, καθώς αυτοί των οποίων η κατάσταση βελτιωνόταν και δεν αποτελούσαν πιθανή πηγή μετάδοσης, περιλαμβάνονταν ακόμη σε αυτές τις μετρήσεις.

Αυτή η συνεχής εξέλιξη των λεχθέντων της Επιστήμης, αποκαλύπτει ότι αυτό που μας ειπώθηκε σε μια δεδομένη στιγμή, είναι πολύ πιθανό να αναθεωρηθεί, αν όχι να αντιστραφεί, σύντομα και ίσως επανειλημμένα. Αυτό θα πρέπει να μας κάνει δύσπιστους έναντι όλων των ισχυρισμών, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων, που βασίζονται στην αλήθεια της τρέχουσας Επιστήμης.

Σε ορισμένα μέρη, οι αναφερόμενοι θάνατοι από COVID 19 περιελάμβαναν όλους όσους είχαν μολυνθεί όταν πέθαναν, υπερεκτιμώντας τον κίνδυνο του ιού (σε βαθμό που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε χωρίς πιο λεπτομερείς πληροφορίες και τις οποίες μπορεί να μην έχουμε ποτέ, για πολλές περιπτώσεις). Η διευθύντρια του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Ιλλινόις, Δρ. Ngozi Ezike, αποτύπωσε αυτό το πρόβλημα λέγοντας, «εάν κάποιος βρισκόταν σε νοσοκομείο και του είχαν ήδη δοθεί μερικές εβδομάδες ζωής και βρισκόταν επίσης θετικός σε COVID 19, τότε θα καταμετρούταν ως θύμα του COVID 19…

Εάν κάποιος πέθαινε από σαφή άλλη αιτία, αλλά είχε ταυτόχρονα και COVID 19, εξακολουθούσε να μετράται ως θάνατος από COVID 19». Επιπλέον, η εσφαλμένη καταμέτρηση συχνά δεν οφειλόταν σε διαλογή μεταξύ αποχρώσεων του γκρι. Για παράδειγμα, στο Κολοράντο μετρήθηκε ένας άντρας που πέθανε από οξεία δηλητηρίαση από αλκοόλ (η περιεκτικότητα αλκοόλ στο αίμα του (BAC) ήταν 0,55, όταν το 0,30 θεωρείται θανατηφόρο) ως θάνατος από COVID 19. Και όταν πολιτεία μέτρησε ξανά τους νεκρούς περιλαμβάνοντας μόνο θανάτους που προκλήθηκαν από COVID 19, το σύνολο μειώθηκε από 1.150 σε μόνο 878.

Η Νέα Υόρκη επίσης καταμέτρησε ως περιπτώσεις θανάτων από COVID 19 όσους περιελάμβαναν συμπτώματα όμοια με της γρίπης, ακόμη και όταν οι μεταθανάτιες εξετάσεις για COVID 19 ήταν αρνητικές.

 Η οδηγία του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) ενημερώνει ρητά ότι τα «ύποπτα» περιστατικά, ακόμη και ελλείψει δοκιμαστικών στοιχείων, μπορούν να αναφερθούν ως θάνατοι από COVID 19. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι New York Times ανέφεραν ότι στις 21 Απριλίου ο αριθμός των θανάτων στην πόλη αυξήθηκε κατά «3.700 επιπλέον άτομα που είχε υποτεθεί ότι πέθαναν από κοροναϊό, ενώ δεν είχαν βγει θετικές οι εξετάσεις τους.»

Στη συνέχεια, υπάρχουν επίσης πολλά στοιχεία που αφορούν τις κατάλληλες πολιτικές όσον αφορά τον COVID 19. Για παράδειγμα, ο Charles Murray κατέδειξε ότι «Η σχέση της πυκνότητας του πληθυσμού με την εξάπλωση του κοροναϊού δημιουργεί σύνολα επιλογών πολιτικής που είναι ριζικά διαφορετικές ανάμεσα σε περιοχές υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας και χαμηλής πληθυσμιακής πυκνότητας. Όμως, πάρα πολλοί άνθρωποι σε καίριες θέσεις, στην κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης, ενήργησαν σαν να υπάρχει μια σωστή και ηθική πολιτική απέναντι στην πανδημία, η οποία ισχύει συνολικά σε ολόκληρη την Αμερική. Αυτό είναι λάθος.»

Ο Randal O’Toole επίσης αναφέρει μελέτες που διαπιστώνουν ότι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ) επιταχύνουν την εξάπλωση των λοιμωδών νοσημάτων, ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τα ΜΜΜ έχουν σχεδόν έξι φορές περισσότερες πιθανότητες να προσβληθούν από οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού σε σύγκριση με όσους δεν χρησιμοποιούν τα ΜΜΜ, ότι οι υπόγειοι σιδηρόδρομοι της Νέας Υόρκης ήταν ένας σημαντικός τρόπος – αν όχι ο κύριος τρόπος – μετάδοσης της λοίμωξης από τον κοροναϊό και ότι υπάρχει μια ισχυρή συσχέτιση από πολιτεία σε πολιτεία μεταξύ των ΜΜΜ και του κοροναϊού.

Τίθεται συνεπώς το ερώτημα γιατί Τα ΜΜΜ δεν έκλεισαν ώστε να περιοριστεί η ζημιά. Σε άλλο σημείο, τονίζει ότι «ο επικεφαλής της Μητροπολιτικής Αρχής Μαζικών Μεταφορών της Νέας Υόρκης μολύνθηκε από τον ιό και ο επικεφαλής της ίδιας αρχής του New Jersey πέθανε από τον ιό».

Όλα αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η επιστήμη γύρω από τον COVID 19 και τα συμπεράσματα της – τα οποία υποτίθεται πως έπρεπε να ακολουθήσουν χωρίς καμία αμφισβήτηση οι Αμερικανοί – ήταν απίστευτα ελλιπή ή εσφαλμένα, διαθέτοντας σταθερότητα ανάλογη της κινούμενης άμμου. Τέτοιου είδους επιστήμη, είναι εξαιρετικά εύθραυστη για να εξαρτάται από αυτήν η χάραξη πολιτικών με κόστη τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Σύμφωνα με τον Λόρδο Kelvin: «Όταν μπορείτε να μετρήσετε αυτό στο οποίο αναφέρεστε και να το εκφράσετε σε αριθμούς, τότε γνωρίζετε κάτι γι’ αυτό. Αλλά, όταν δεν μπορείτε να το μετρήσετε, όταν δεν μπορείτε να το εκφράσετε σε αριθμούς, οι γνώσεις σας είναι ανεπαρκείς και σε μη ικανοποιητικό επίπεδο. Μπορεί να βρίσκεστε στην αρχή της γνώσης, αλλά έχετε προχωρήσει ελάχιστα προς το στάδιο της επιστήμης.»

***

Ο Gary M. Galles είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Pepperdine. 

Άρθρο δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ludwig von Mises

eleytheriagora

Back to top button