Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Είναι άλλο πράγμα, ασφαλώς, η… επίσκεψη εντός της ελληνικής επικράτειας με πλήρη εξάρτυση και άλλο πράγμα η «κατάληψη ελληνικού εδάφους». Στην πρώτη περίπτωση βάζεις τον φράχτη λίγο πιο μέσα και στη δεύτερη σε στήνουν στα 10 μέτρα. Καταλάβαμε…
Δυστυχώς, όμως, ο ενδοτισμός ελληνικών κυβερνήσεων στη νεότερη περίοδο δεν είναι μόνο φαινόμενο της εποχής. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Θεοτόκης είχε εφεύρει το δόγμα της «άψογης στάσης» που προέβλεπε ότι η Ελλάδα δεν αποδέχεται την ένωση της επαναστατημένης Κρήτης χωρίς τη σύμφωνο γνώμη της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων. Βέβαια, εκείνη η «άψογος στάση» αντανακλούσε την ισορροπία δυνάμεων της εποχής, καθώς είχε προηγηθεί ο καταστροφικός για την Ελλάδα πόλεμος του 1897. Και αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες του Κινήματος στο Γουδί… Στη σύγχρονη περίοδο, και ειδικότερα πριν από την οικονομική κρίση, δεν υπήρχαν αντικειμενικοί λόγοι που να δικαιολογούν την πολιτική του κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία. Η ψυχοσύνθεση του ενδοτισμού (κατ’ άλλους… ρεαλισμού) που κυριάρχησε στις ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου βασίζεται σε τέσσερις εγγενείς λόγους:
(α) Την αναφορά σε ξένα συμφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης, τον πατριωτικό ζαμανφουτισμό της νέας οικονομικής ολιγαρχίας και τη θρησκευτική προσήλωση της πολιτικής ελίτ σε στερεότυπα της λογικής «αν δεν περάσεις από την πρεσβεία (σ.σ.: μία είναι η πρεσβεία), δεν πας μπροστά» και «αν δεν λάβεις το… αντίδωρο από γερμανικών συμφερόντων πολυεθνική, δεν θεωρείσαι άνθρωπος του συστήματος».
(β) Τον αυτοευνουχισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη μετεξέλιξη του διπλωματικού σώματος σε μία δημοσιοϋπαλληλική κάστα ανώτερων κρατικών λειτουργών που δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη, όπου πεπατημένη είναι να χαϊδεύεις τα αυτιά των πολιτικών προϊσταμένων και κυρίως να μην τους κάνεις τη ζωή δύσκολη προτείνοντας ιδέες με πολιτικό ρίσκο.
(γ) Τη διαμόρφωση δόγματος «πολιτικής ορθότητας» στους άξονες «σεβασμός στο Διεθνές Δίκαιο με κάθε κόστος», «ευλαβική προσήλωση στο γερμανικό όραμα ευρωπαϊκής ενοποίησης» και (εσχάτως) «προτεραιότητα στα δικαιώματα των κάθε λογής μειονοτήτων, έστω κι αν η δράση τους βλάπτει τα συμφέροντα της πλειονότητας». Τυφλή υποταγή δηλαδή στα κελεύσματα της παγκοσμιοποίησης, έστω και αν θίγονται εθνικά συμφέροντα.
(δ) Τον ρόλο των συστημικών μέσων ενημέρωσης που επιτείνουν τη μοιρολατρία βαφτίζοντας τη φοβικότητα «ψυχραιμία», επίσης για να μη δημιουργούν πιέσεις σε κυβερνήσεις από τις οποίες εξαρτώνται οικονομικά.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τα ελληνικά ΜΜΕ των ημερών μας μία εξαιρετική ερμηνεία δίνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς Αθανάσιος Σαμαράς αναφέροντας τα ακόλουθα: «Η φινλανδοποίηση, ακριβώς όπως ο επεκτατικός εθνικισμός, οδηγεί σε χειραγώγηση του επικοινωνιακού συστήματος. Ουσιαστικά τα ΜΜΕ καλούνται να λειτουργήσουν με έναν τρόπο κατασκευής της ειδησεογραφίας διαφορετικό από αυτόν που αντιστοιχεί στη δομή τους. Η τακτική αυτή οδηγεί στον αποκλεισμό ορισμένων απόψεων που με τη σειρά τους οδηγεί στην έκπτωσή τους από τον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο…
Το newspeak της φινλανδοποίησης είναι πιο light από το αντίστοιχο οργουελιανό, αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνο… Τα ερμηνευτικά πλαίσια του ενδοτισμού με το ρητορικό κάλυμμα του φιλειρηνισμού έχουν παρεισφρήσει στον δημόσιο διάλογο για τον επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας… Η μόλυνση του κοινωνικού διαλόγου και, ακόμη χειρότερα, της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από αυτά τα σχήματα είναι βέβαιο ότι υποσκάπτει τη δυνατότητα των Ενόπλων Δυνάμεων να λειτουργήσουν ως διαπραγματευτικό όπλο για την ελληνική θέση. Αυτό αίρει την όποια ουσία της ελληνοτουρκικής φιλίας, μετατρέποντάς την από ισότιμη σχέση σε εθελοδουλία και συνεπώς σε φινλανδοποίηση».
Όταν η φινλανδοποίηση ως δόγμα των αστικών πολιτικών κομμάτων συνυπάρχει με τον εθνομηδενισμό της Αριστεράς, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Χωρίς να δεσμεύεται από αυτό το πλέγμα της διαχρονικής παθογένειας που περιγράψαμε προηγουμένως, με εξαίρεση ασφαλώς την υπακοή στον «αξιακό κώδικα» της παγκοσμιοποίησης και του «δικαιωματισμού», και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που βρέθηκε στην εξουσία το διάστημα 2015-2019 κατέδειξε σταθερή προσήλωση στο δόγμα του ενδοτισμού, με αποκορύφωμα τη Συμφωνία των Πρεσπών που αποτέλεσε κυνική υποβολή διαπιστευτηρίων προς τον ξένο παράγοντα εις βάρος προφανούς εθνικού συμφέροντος.
Η σημερινή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εξελέγη μεν με τη σημαία μιας κεντροδεξιάς συντηρητικής παράταξης, αλλά επίσης υπηρετεί σταθερά τις αξίες μιας φιλελεύθερης εκδοχής διεθνισμού-εθνομηδενισμού. Ξεκίνησε με τη σιωπηρή αποδοχή μιας ντε φάκτο υφαρπαγής κυριαρχικού δικαιώματος (τουρκολιβυκό μνημόνιο) και κατέληξε στην αποδοχή της μαζικής λαθροεισβολής, την οποία, κάτω από τεράστια λαϊκή πίεση, επιχειρεί πλέον να ανασχέσει με μέτρα και ημίμετρα πολλά από τα οποία έπρεπε να έχει εφαρμόσει από την πρώτη μέρα στην εξουσία.
Η ελληνική φινλανδοποίηση επιτείνεται ραγδαία διαθέτοντας το παράδοξο ότι δεν επιβλήθηκε με τα όπλα, αλλά οικειοθελώς από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις. Παραπέμπει λοιπόν περισσότερο προς ένα… σύνδρομο Στοκχόλμης, δηλαδή ασυνείδητη ή και συνειδητή για ορισμένους ταύτιση με τον ισχυρό εχθρό-γείτονα.
Κι όσο η οικονομία της χώρας παραμένει εξαρτώμενη από τρίτους και το ισοζύγιο δυνάμεων στο Αιγαίο υπονομεύεται εις βάρος της χώρας μας τόσο θα πυκνώνουν οι φωνές εκείνων που θα βαφτίζουν την παραίτηση ρεαλισμό, σπρώχνοντας στη Χάγη υπό συνθήκες πολύ δυσμενέστερες από εκείνες των περασμένων δεκαετιών…
Υπάρχει άραγε έγκαιρη θεραπεία πριν από την οριστική παράδοση, διά της πλαγίας οδού, εθνικών κεκτημένων τα οποία με ιδρώτα και αίμα μάς προσέφεραν οι προηγούμενες γενιές; Υπάρχει τρόπος ανάσχεσης της επιχειρούμενης πληθυσμιακής αλλοίωσης της χώρας; Μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή αναζητώντας συμπράξεις με κράτη που της προσφέρουν «πολλαπλασιαστή» στην αποτρεπτική της ισχύ;
newsbreak.gr