Όταν το 1956 οι Βρετανοί κάλεσαν την Τουρκία, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης, να συνδράμει στην αντιμετώπιση της κρίσης στην επαναστατημένη Κύπρο, ζήτησαν την άποψη τους για το πλάνο που θα έπρεπε να ακολουθήσουν.
Η απάντηση των Τούρκων άφησε τους Βρετανούς άφωνους: «Ομοσπονδία δύο πολιτικά ισότιμων κοινοτήτων».
Ούτε οι πρωταθλητές στην πανουργία Βρετανοί, δεν είχαν σκεφτεί κάτι τόσο ακραίο.
Η μουσουλμανική μειονότητα της Κύπρου, μετονομασθέντες στη συνέχεια σε Τουρκοκύπριοι, ήταν μία «σκόρπια διαδήλωση» διαμένοντες διάσπαρτα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του νησιού, χωρίς διακριτά ξεχωριστή εθνική καταγωγή από τους Έλληνες της Κύπρου (κατά κύριο λόγο προερχόμενοι από εξισλαμισθέντες Έλληνες) και το πιο σημαντικό, χωρίς ενιαία εδαφική επικράτεια!
Οι Βρετανοί, ως λάτρεις του «διαίρει και βασίλευε», είχαν ήδη στο μυαλό τους τον διαχωρισμό του Κυπριακού λαού σε δύο «εθνικές κοινότητες με πολιτική ισότητα», αλλά η ιδέα της «ομοσπονδίας» ήταν ακόμη και για αυτούς, ασύλληπτης δολιότητας. Η υλοποίηση της απαιτούσε αναπροσαρμογές εδαφών, μετακινήσεις πληθυσμών και δημιουργία κρατιδίων για την κάθε κοινότητα. Και όλα αυτά, μετά την εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος!
Οι Τούρκοι τους καθησύχασαν πως όλα μπορούν να γίνουν, φτάνει να έχουν και τη στήριξη (συγκάλυψη) του ΟΗΕ. Πρώτα θα δινόταν το Σύνταγμα με τα ξεχωριστά πολιτικά δικαιώματα (διαχωρισμός του λαού), μετά η κατάρρευση του και συνάθροιση σε θύλακες (Τουρκανταρσία), στη συνέχεια η απόκτηση ενιαίας εδαφικής επικράτειας (εισβολή και ανταλλαγή πληθυσμών) και στο τέλος συνομιλίες μέχρι να λυγίσουν οι Έλληνες και να δώσουν τη συγκατάθεση τους.
Ο ρόλος του ΟΗΕ εξίσου σημαντικός, αφού θα αποδεχόταν αρχικά το ρατσιστικό και ανισοβαρές Σύνταγμα του ’60 (χωρίς να ζητήσει λαϊκή επικύρωση με Δημοψήφισμα), ενώ στη συνέχεια και όποτε χρειαστεί θα έπρεπε να καλεί τις «δύο πλευρές» σε διάλογο και θα ενσωμάτωνε σταδιακά τις Τουρκικές απαιτήσεις μέσα στα ψηφίσματα του. Βήμα-βήμα, θα καθοδηγούσε και αυτός με τη στάση του την Ελληνική πλευρά προς τη συμφωνημένη κατεύθυνση.
Η μεθοδολογία αυτή ακολουθείται πιστά και κατ’ επανάληψη από την Τουρκία. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι οι «Μαξιμαλιστικές απαιτήσεις», η «Πακετοποίηση» και η «Σαλαμοποίηση». Για να πετύχει τους στόχους της, Εξαγγέλλει, Απειλεί, Προκαλεί και στο τέλος Νομιμοποιεί μέσα από διάλογο. Είναι τόσο ξεκάθαρη η τακτική αυτή, που μόνο ανεπίδεκτοι μαθήσεως δεν μπορούν να το αντιληφθούν.
Η φωτογράφιση του Ερντογάν, πριν από αρκετούς μήνες, μπροστά από το χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας» ήταν η επίσημη Εξαγγελία του πρώτου σταδίου, των νέων «Μαξιμαλιστικών απαιτήσεων». Στη συνέχεια, Απείλησε και Προκάλεσε για να φτάσει στο δεύτερο στάδιο, αυτό της «Πακετοποίησης». Στο διάλογο που θα ακολουθήσει θα Νομιμοποιεί διάφορα μικρά-μικρά και σε δόσεις, όπως ορίζει το τρίτο στάδιο της «Σαλαμοποίησης».
Οι δικοί μας «συμβουλάτορες» σε Αθήνα και Λευκωσία, αρχικά χλευάζουν όσους λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της Τουρκίας, καθησυχάζουν τους πάντες όταν οι εξαγγελίες πάρουν τη μορφή της απειλής, εξαφανίζονται από το προσκήνιο όταν η απειλή αναβαθμιστεί σε πρόκληση και επανέρχονται φορώντας την περίλαμπρη ενδυμασία του «ειδήμονα επί της ρεαλπολιτίκ», μόλις ξεκινήσει ο διάλογος. Η δε (κατά συρροή) υποχώρηση στα διάφορα «μικρά», δικαιολογείται ως «ο έντιμος συμβιβασμός προς εκτόνωση της κρίσης».
Όσον και αν στο μυαλό των περισσοτέρων ισχύει το αντίθετο, στην πραγματικότητα η περίοδος μεγάλου ρίσκου για την Τουρκία είναι το στάδιο της Πρόκλησης, ενώ για τον Ελληνισμό το στάδιο του διαλόγου.
Μια ματιά στη δυναμική που είχε αποκτήσει το αντι-Τουρκικό μέτωπο τον περασμένο ενάμιση μήνα και άλλη μια ματιά στο βάρος των πιέσεων που δεχόμαστε εμείς τώρα που ξεκινά ο διάλογος, είναι αρκετό για να αντιληφθεί ο καθένας το αληθές της πιο πάνω διαπίστωσης.
Τον τελευταίο ενάμιση μήνα, χάθηκε η ευκαιρία της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., της οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου και της επίτευξης μιας συμφωνίας για μόνιμη παρουσία αεροπορικών δυνάμεων της Γαλλίας στην Κύπρο.
Μ’αυτά και μ’αυτά, η Κύπρος βρίσκεται τώρα ένα βήμα πριν την υπογραφή μιας «ενδιάμεσης στρατηγικής συμφωνίας» που θα επισημοποιεί την τελική μορφή του «Διζωνικού Δικοινοτικού Απαρτχάιντ» και η Ελλάδα εισέρχεται σε ένα μακροχρόνιο διάλογο που ως κατάληξη θα έχει την εγκαθίδρυση ενός «Διζωνικού Δικοινοτικού Αιγαίου».
Κατά τα άλλα, τα στελέχη της πολιτικής ελίτ σε Ελλάδα και Κύπρο εξακολουθούν να δείχνουν εμπιστοσύνη «στις καλές υπηρεσίες του γ.γ. του ΟΗΕ και στους θεσμούς της Ε.Ε.» και ταυτόχρονα αναζητούν το όφελος που θα προκύψει για το μικρόκοσμο τους, ο οποίος θα ανακαινιστεί λίαν συντόμως επί των ερειπίων της πατρίδας μας.