Η πανδημία και ο λανθασμένος τρόπος αντιμετώπισή της με το «πάγωμα» των οικονομιών του πλανήτη έχει προκαλέσει μια οικονομική κρίση άνευ προηγουμένου καθώς όλο και περισσότερες χώρες εξαγγέλλουν κολοσσιαία πακέτα στήριξης για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές συνέπειες του κορωνοϊού.
Εν ολίγοις δανείζονται τεράστια ποσά από το… μέλλον.
Κακά τα ψέματα ο πλανήτης έχει δανειστεί για τα επόμενα 200 χρόνια και επειγόντως χρειάζεται restart με μια παγκόσμια διαγραφή χρέους.
Τα χρήματα που παράγονται αυτή την στιγμή κυριολεκτικά από το τίποτα είναι «αερολεφτά». Γι’αυτό και η αξία τους υπάρχει μόνο για αυτούς που τα παράγουν και μόλις φτάσουν στους καταναλωτές έχουν πλέον ασήμαντη αξία.
Δηλαδή το χρησιμοποιούν για να καλύπτουν τις τρέχουσες δικές τους οικονομικές «τρύπες» και οι υπόλοιποι βρίσκουν… αέρα.
Το χρήμα χάνει την αξία του τάχιστα μετά την «παραγωγή» του. Δεν μιλούμε πια για αξία, όπως ήταν κάποτε, αλλά για διακινούμενο προϊόν.
Η ομάδα αναλυτών υπό τον Κρίστιαν Έστερς στον οίκο Standard & Poor’s δεν έχει εύκολη δουλειά. Σε συνεχή επαφή με τα αρμόδια υπουργεία προσπαθεί να ερμηνεύσει τις νεότερες ειδήσεις και αναλύσεις από το μέτωπο της οικονομίας, προκειμένου να αξιολογήσει την πιστοληπτική ικανότητα κάθε χώρας. Στη διάρκεια της ευρω-κρίσης οι προβολείς στρέφονταν κυρίως στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία. Οι αξιολογήσεις του Κρίστιαν Έστερς είχαν καθοριστική σημασία για τις συνθήκες δανεισμού των χωρών αυτών.
Στην εποχή της πανδημίας ο δανεισμός έχει προσλάβει ιλιγγιώδεις διαστάσεις. Μέχρι στιγμής εθνικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες έχουν επιστρατεύσει τουλάχιστον 15 τρισεκατομμύρια δολάρια στη μάχη κατά του κορωνοϊού και των συνεπειών του.
Αυτό σημαίνει ότι το παγκόσμιο σπιράλ χρέους αυξάνεται με φρενήρεις ρυθμούς. Σύμφωνα με το “Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF)”, που εκπροσωπεί τον τραπεζικό κλάδο, το παγκόσμιο χρέος ανέρχεται σήμερα, αν συμπεριλάβουμε το ιδιωτικό χρέος και τα χρέη των τραπεζών, στο ασύλληπτο ποσό των 250 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Μία εφιαλτική εξέλιξη;
Ο Κρίστιαν Έστερς από την S & P δεν φαίνεται να πανικοβάλλεται. Κατά την άποψή του η μεγάλη άνοδος του χρέους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υποχώρηση των επιτοκίων, στο “υποστηρικτικό περιβάλλον” όπως λένε οι αναλυτές.
“Το έχουμε παρατηρήσει αυτό και τα τελευταία χρόνια“, λέει ο Έστερς. “Μπορεί να αυξάνεται ο νέος δανεισμός, αλλά την ίδια στιγμή μειώνεται η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού από τα επιτόκια”. Κατά συνέπεια, θεωρεί ο Έστερς, δεν υπάρχει κανένας λόγος για βεβιασμένες ενέργειες.
Διαφορετική εκτίμηση εκφράζει ο οικονομολόγος Νίκλας Ποτράφκε από το Οικονομικό Ινστιτούτο ifo του Μονάχου. Κατά την άποψή του “δεν υπάρχει λόγος για την αλόγιστη αύξηση του δανεισμού. Το κρατικό χρέος είναι σαν ένα μπαλόνι που όσο το φουσκώνεις, τόσο μεγαλώνει η πιθανότητα να σκάσει”.
Ο Ποτράφκε διευκρινίζει ότι επικροτεί τα κρατικά πακέτα στήριξης για να αντιμετωπιστούν οι ιστορικές προκλήσεις της πανδημίας, αλλά επιμένει ότι κάποια στιγμή πρέπει να συγκρατηθεί το χρέος και προειδοποιεί ότι “είναι ριψοκίνδυνο στοίχημα για το μέλλον” να ποντάρει κανείς αποκλειστικά στο ευεργετικά χαμηλό ύψος των επιτοκίων όπως αναφέρει η DW.
Στους αισιόδοξους ανήκει ο Αλεξάντερ Κριβολούτσκι, επικεφαλής του τμήματος μακροοικονομίας στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW). Κατά την άποψή του “ο κόσμος δεν χρειάζεται να ανησυχεί”, καθώς στη Γερμανία τουλάχιστον, το χρέος δεν είχε ξεπεράσει το 80% του ΑΕΠ μετά την ευρω-κρίση και μάλιστα τα τελευταία χρόνια μειώθηκε στο 60%, όπως προβλέπουν τα κριτήρια του συμφώνου σταθερότητας.
Από την άλλη πλευρά η τιθάσευση του χρέους είχε και κάποιες συνέπειες, όπως οι περικοπές σε δημόσιες υπηρεσίες, η πώληση κρατικής περιουσίας σε ιδιώτες επενδυτές, η αναβολή δημοσίων επενδύσεων που μπορεί να κρίνονται απαραίτητες. Όλα αυτά δεν χρειάζεται να επαναληφθούν, λέει ο Κριβολούτσκι και εκτιμά ότι “τα χρέη που συσσωρεύονται σήμερα δεν είναι απαραίτητο να απομειωθούν με τον ίδιο ρυθμό, όπως στα προηγούμενα χρόνια”.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η αύξηση χρέους στις ΗΠΑ, στην Κίνα, αλλά και σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης. Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο προβλέπει ότι το 2020 ο παγκόσμιος δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα αυξηθεί στο 342%.
“Τα τελευταία δέκα χρόνια η διεθνής τάση είναι ότι το κρατικό χρέος αυξάνεται”, τονίζει ο Κριβολούτσκι. “Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα δεν μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους”. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Κρίστιαν Έστερς από την S & P επισημαίνει ότι “οι ανεπτυγμένες αγορές επιδεικνύουν μεγαλύτερες αντιστάσεις, ενώ αντιθέτως οι αναδυόμενες αγορές επιβαρύνονται περισσότερο από τις συνέπειες του κορωνοϊού, όσον αφορά την πιστοληπτική τους ικανότητα”.