breaking newsΆποψη

Σημίτης, Ντόρα, Ντόκος, Βαλντέν και Μητσοτάκης, θέλουν πάση θυσία επίλυση των ελληνοτουρκικών

Να προετοιμάσει την ελληνική κοινή γνώμη για μια διαδικασία επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, φαίνεται ότι αποσκοπεί ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, με την συνέντευξή του στην εφημερίδα “το Βήμα”.

 

Μια διαδικασία, στην οποία εμφανώς η Τουρκία “σπρώχνει” την Ελλάδα, μέσω της πεπατημένης τακτικής των πιέσεών της, και της δημιουργίας τετελεσμένων, με τελευταίο “κερασάκι” τη συμφωνία Άγκυρας – “κυβέρνησης” μαριονέτας στην Τρίπολη (Λιβύη). Κοντολογίς, εάν καταφέρει να σύρει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δικούς της όρους και από θέση ισχύος, θα έχει επιτύχει τον στόχο της να θέσει τη χώρα μας σε τροχιά “φινλανδοποίησης”.

Τα λεχθέντα στη συνέντευξη Μητσοτάκη δεν έπεσαν ως κεραυνός εν αιθρία. Είχε προετοιμαστεί το έδαφος με τα περί “συνεκμετάλλευσης” από τον αναπληρωτή σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του πρωθυπουργού, πρώην στέλεχος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Θάνο Ντόκο, την πρώην υπουργό Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία πρώτη μίλησε για προσφυγή στη Χάγη, τον πρώην πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη, ο οποίος επί δυο εβδομάδες αρθρογραφούσε στα “Νέα” και στο Βήμα” υπερασπιζόμενος την εδώ και τώρα επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, καθώς και τον Σωτήρη Βαλντέν, από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υποστήριζε ουσιαστικά όλα όσα ανέφεραν οι προηγούμενοι.\

 

Προαποφασισμένο

Το νέο που πρόσθεσε ο Κ.Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στο “Βήμα” ήταν η βεβαιότητά του (!) ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν με την προσφυγή στη Χάγη, αφού, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά “δεν βλέπω να υπάρχει κάποια ουσιαστική αντίρρηση”, καθώς και η πεποίθησή του ότι “διαμορφώνεται μια πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία που αναγνωρίζει ότι πρέπει, με κάποιον τρόπο, να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία. Αυτή η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει στην ελληνική κοινωνία, που πιστεύω ότι αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι και η σωστή επιλογή”.

Εμμέσως πλην σαφέστατα, δηλαδή, ο πρωθυπουργός δήλωσε πως έχει ουσιαστικά προαποφασιστεί ως “σωστή επιλογή” η “με κάποιον τρόπο” (!) επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι αυτό το θέλει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

Παρ’ ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι ο ελληνικός λαός συμμερίζεται την – “με κάποιον τρόπο”, “σωστή επιλογή” – οι δηλώσεις του πρωθυπουργού δείχνουν ότι η κυβέρνηση θα εντείνει την προπαγανδιστική προσπάθειά της για να “πείσει” την ελληνική κοινή γνώμη περί της “αναγκαιότητας” για επίλυση των ελληνοτουρκικών.

Φινλανδοποίηση

Προφανώς, ο ελληνικός λαός θέλει ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονές του. Δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό. Και, εννοείται, επιθυμεί την ειρηνική διευθέτηση των όποιων διαφορών υπάρχουν με την Τουρκία. Αλλά από αυτού του σημείου, μέχρι οι δυο πλευρές να καθίσουν με καλή προαίρεση και προπάντων ισότιμα στο τραπέζι διαλόγου, όταν ειδικά η Τουρκία κλιμακώνει τις πειρατικές ενέργειές της, όχι μόνο στα λόγια, αλλά στην πράξη, η απόσταση είναι τεράστια.

Διάλογος σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης, απλά είναι αδιανόητος.

Ναι, να μείνουν ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας, συνεννόησης και συνεργασίας με την Τουρκία, αλλά όχι άνοιγμα συζήτησης πάνω σε μια ατζέντα που θα έχει διαμορφώσει αυθαίρετα η Τουρκία με εκβιασμούς, τη δύναμη των όπλων της και της εισβολής των ερευνητικών σκαφών και των πλωτών γεωτρύπανών εντός της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ.

Πολύ περισσότερο, είναι απαράδεκτο ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός να θέτει τους Έλληνες προ του ψευτοδιλήμματος: “Ποια άλλη επιλογή έχουμε; Να μην κάνουμε τίποτα και να παραμένουμε σε μια ισορροπία τρόμου με την Τουρκία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε ένα σενάριο, όπου θα είμαστε και οι δύο χαμένοι; ” Η “λογική” αυτή οδηγεί καθαρά στην τροχιά της “φινλανδοποίησης” της Ελλάδας.

Κάνε κράτει

Μπορεί να φανεί ότι η κριτική του Antinews σε αυτό το θέμα είναι περισσότερο σκληρή από όσο πρέπει. Ωστόσο, ακόμα και αρθρογράφοι πολύ φίλα προσκείμενων στην κυβέρνηση ΜΜΕ, την καλούν τουλάχιστον σε … “αυτοσυγκράτηση” και σε επεξεργασία καλής τακτικής και στρατηγικής πάνω σε αυτό το μείζον ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής. Κάτι που δεν φαίνεται να διαθέτει, με αποτέλεσμα να επιδεικνύει αντανακλαστικά σπασμωδικών αντιδράσεων.

Χαρακτηριστικά είναι, εξάλλου, όσα επισήμανε στην “Καθημερινή” ο – διόλου αρνητικά διακείμενος στην κυβέρνηση – διευθυντής της εφημερίδας, Αλέξης Παπαχελάς.

Ο ίδιος, με αφορμή τις κυβερνητικές δηλώσεις περί Χάγης, αφού σημειώνει ότι “τις επόμενες εβδομάδες θα διαπιστώσουμε εάν ο Ερντογάν θέλει όντως τη Χάγη ή αν θα επιλέξει τη λύση του τσαμπουκά”, καταλήγει ότι, “έως τότε, καλό είναι να κρατάμε εμείς τα χαρτιά μας κλειστά”. Βέβαια, την επισήμανση αυτή έκανε στο άρθρο του, την ίδια ημέρα που εμφανίστηκε στο “Βήμα” η αναφορά του πρωθυπουργού περί Χάγης (και όχι μόνο).

Ο αρθρογράφος, επίσης, αφού αναφέρει ότι “η διαπραγμάτευση με την Τουρκία θα ήταν ίσως ευκολότερη πριν από 20 ή 30 χρόνια” και γράφει ότι “τώρα τα διλήμματα είναι πολλά και δύσκολα”, παρατηρεί:“Η πολιτική μας ηγεσία εμφανίζεται να θέλει την προσφυγή στη Χάγη. Θα χρειαστούν δύο για να φτάσουμε εκεί και το κυριότερο θα πρέπει να συμφωνήσουμε ποιο είναι το διακύβευμα.

Η Τουρκία επιμένει στην αποσύνδεση της διαπραγμάτευσης για το Αιγαίο από την Ανατολική Μεσόγειο. Προφανώς θα θέσει θέμα γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο ζητώντας από το Δικαστήριο να κρίνει την κυριαρχία κάποιων νησίδων και βραχονησίδων. Άγνωστο είναι αν θα θελήσει να βάλει και το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης κάποιων νησιών. Άγνωστο και το αν θα δεχθούν φόρμουλες που είχαν κατ’ αρχήν συμφωνήσει στο παρελθόν .

Θα χρειαστεί χρόνος και μια μακρά διαπραγμάτευση για να φτάσουμε σε κάποιο αποτέλεσμα ξεπερνώντας τα πολλά αγκάθια. Τις επόμενες εβδομάδες θα διαπιστώσουμε, άλλωστε, εάν ο Ερντογάν θέλει όντως τη Χάγη ή αν θα επιλέξει τη λύση του τσαμπουκά. Έως τότε καλό είναι να κρατάμε εμείς τα χαρτιά μας κλειστά”.

Καραμανλής – Παπανδρέου

Προφανώς, πολλά έχουν αλλάξει στη γεωπολιτική σκακιέρα στην περιοχή μας, αλλά και παγκοσμίως τις τελευταίες δεκαετίες. Ουδείς μπορεί να το αγνοήσει. Ωστόσο, ο βασικός πυρήνας των ερωτημάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένει.

Και, εν πολλοίς, συνοψίζεται στην ομιλία που είχε κάνει στο τέλος του Μαρτίου του 1987, ο τότε πρωθυπουργός, Αντρέας Παπανδρέου, με αφορμή την κρίση με το “Σισμίκ”. Μια κρίση που αντιμετωπίστηκε από την ελληνική πλευρά σε πλήρη συνεννόηση του Α.Παπανδρέου με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και απέδωσε μεγάλα κέρδη για την Ελλάδα.

Τότε, λοιπόν, ο Α.Παπανδρέου είχε δηλώσει για το πλαίσιο μιας ενδεχόμενης διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία: “Εμείς έχουμε καλέσει την Τουρκία σε αποδοχή της πρότασής μας να πάμε στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα . Πολιτικό διάλογο με την Τουρκία για άλλα θέματα δεν είναι δυνατόν να κάνουμε γιατί αφορούν αποκλειστικά το ποια κυριαρχικά δικαιώματα θα παραχωρήσει η Ελλάδα στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται διάλογος, αυτό είναι μήνυμα προς ηττημένο. Ούτε είναι ηττημένη n Ελλάδα ούτε πρόκειται να είναι ηττημένη” .

Ανοικτή η πόρτα του Κ.Μητσοτάκη

Βεβαίως, και ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του σημείωσε ότι οι διαφορές πρέπει να επιλυθούν “όχι, όμως, υπό καθεστώς πίεσης και εκβιασμών”, καθώς και τη μόνιμη θέση της Ελλάδας ότι η προσφυγή στη Χάγη θα πρέπει να αφορά “στον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο”.

Είναι οι συνήθεις θέσεις της Αθήνας, που, εάν μεν ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει απλά για να έχει ένα “διπλωματικό πλεονέκτημα” χρόνου απέναντι στην Τουρκία, έχει καλώς. Εάν, όμως, όπως πολλοί πιστεύουν, το κάνει για να προετοιμάσει την ελληνική κοινή γνώμη για την – “με κάποιον τρόπο” (!) – επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει τις σοβαρότατες ευθύνες που της αναλογούν.

Καλώς πράττει ο πρωθυπουργός και προβαίνει σε διπλωματικά ευχολόγια ότι “η πόρτα του διαλόγου με τους γείτονες θα είναι από εμένα πάντα ανοιχτή”, αν και τα προηγούμενα χρόνια η Νέα Δημοκρατία, ως αντιπολίτευση, είχε βγει στα κάγκελα καταγγέλλοντας τους Συριζαίους για αντίστοιχες δηλώσεις. Ωστόσο, υπό τις σημερινές συνθήκες υποτροπής της τουρκικής προκλητικότητας, σκόπιμο είναι να ξανασκεφτεί πόσο πολύ ανοικτή – ή πόσο πολύ κλειστή – μπορεί να αφήνει την πόρτα του.

Όπως και να’ χει, ο πρωθυπουργός δήλωσε διατεθειμένος να συζητήσει με την Τουρκία σε τρία επίπεδα: “Ο δρόμος του διαλόγου είναι ανοιχτός και για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), και για τις διερευνητικές επαφές, και για πολιτικό διάλογο”.

Να σημειωθεί, πάντως, ότι οι παλινωδίες της κυβέρνησης προ εβδομάδων, με αρχικές διαρροές περί ακύρωσης των συζητήσεων με την Τουρκία για τα ΜΟΕ, και στη συνέχεια, νέες διαρροές που διέψευδαν τις προηγούμενες, δεν δείχνουν – ήπια να το πούμε – κάποια συντεταγμένη πολιτική στα ελληνοτουρκικά. Ούτε, βέβαια, να εμφανίζεται αρμόδιος υπουργός στο twitter να δείχνει τα σκυλάκια του, την ώρα που ο Τ.Ερντογάν όργωνε τη Μεσόγειο και ανακοίνωνε ότι θα στείλει μισθοφόρους στη Λιβύη.

Διακομματική συνεννόηση

Εφόσον, λοιπόν, η Ελλάδα και η Τουρκία δεν τα βρουν σε έναν διάλογο που, αυτή τη στιγμή θέλει να ανοίξει η κυβέρνηση, δυστυχώς κάτω από τις συνθήκες πίεσης που διαμορφώνει η Τουρκία, ο Κ.Μητσοτάκης λέγει: “Πιστεύω πως, ναι, θα πρέπει να πούμε καθαρά ότι αν δεν μπορούμε να τα βρούμε, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε η μία διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα να εκδικαστεί από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης”.

Επιπλέον, ο πρωθυπουργός σημειώνει:

1.“Όταν προσφύγουμε στη Χάγη για να λύσει τη διαφορά μας με την Τουρκία, θα πρέπει να είμαστε αφενός απολύτως σίγουροι ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μαςΚαι αφετέρου απολύτως έτοιμοι να δεχθούμε την τελική απόφαση ενός τέτοιου διεθνούς οργάνου”.

Είναι απορίας άξιες οι συγκεκριμένες αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τι σημαίνει να “είμαστε απολύτως σίγουροι ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας”; Δηλαδή, αν δεν έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, δεν θα προσφύγει η Ελλάδα στη Χάγη; Τότε, γιατί μονίμως διακηρύττει η Αθήνα – και τώρα ο ίδιος ο πρωθυπουργός – ότι είναι υπέρ της προσφυγής; Τι αλλοπρόσαλλες αναφορές είναι αυτές; Δεν αντιλαμβάνεται, άραγε, ότι φάσκει και αντιφάσκει; Ελπίζουμε ο πρωθυπουργός να έκανε λάθος λεκτική διατύπωση και να εννοούσε ότι πρέπει να είμαστε καλά προετοιμασμένοι για να πάμε στη Χάγη. Ας είναι.

Τι σημαίνει, επίσης, ότι πρέπει “να είμαστε απολύτως έτοιμοι να δεχθούμε την τελική απόφαση ενός τέτοιου διεθνούς οργάνου”; Υπάρχει περίπτωση να προσφύγει η Ελλάδα στη Χάγη και στη συνέχεια να μην αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου; Αν είναι δυνατόν

Ο πρωθυπουργός επιβάλλεται να γνωρίζει ότι δεν απευθύνεται μόνον στο εσωτερικό της χώρας, αλλά τον ακούνε παντού, και… απέναντι.

Ας είναι σαφής στις διατυπώσεις του. Αν εννοεί, βέβαια, ότι σε περίπτωση προσφυγής στη Χάγη, ο ελληνικός λαός πρέπει να ξέρει ότι θα “κερδίσει” αλλά και θα “χάσει”, ας βγει να το πει ευθέως. Και συγκεκριμένα τι πιστεύει η κυβέρνηση ότι θα χάσει.

2.“Θεωρώ δεδομένο ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα τύγχανε της στήριξης όλων των πολιτικών δυνάμεων. Είναι απαραίτητο να γίνει. Αν κρίνω από τις δημόσιες τοποθετήσεις των υπόλοιπων κομμάτων, δεν βλέπω να υπάρχει κάποια ουσιαστική αντίρρησηΔιαμορφώνεται μια πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία που αναγνωρίζει ότι πρέπει, με κάποιον τρόπο, να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία”, είπε ο πρωθυπουργός, προσθέτοντας: “Στα εθνικά θέματα έχει διαμορφωθεί ενιαίο μέτωπο και αυτό το καταγράφω ως θετικό”.

Αν κρίνει κανείς από την ανυπαρξία αντιπολίτευσης – και στα εθνικά θέματα – εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον φαίνεται να επιβεβαιώνεται πλήρως ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι υπάρχει διακομματική συνεννόηση.

Ενδιαφέρον είναι ότι “μπηχτές” για απουσία αντιπολίτευσης κυρίως εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, άφησε πρόσφατα με twitt του ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, γράφοντας: “Μπορεί να είναι ορθή η συναίνεση σε μια λανθασμένη εξωτερική πολιτική; Μάλλον δεν διαθέτω την “πείρα και γνώση” εκείνων που προωθούν την υποταγή της εξωτερικής πολιτικής της Αριστεράς στη ΝΔ. Μήπως, όμως, στο τέλος, της υποταγής χαθούν “συναινετικά” τα συμφέροντα της πατρίδας;”

3.”Αυτή η συζήτηση (σ.σ. για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών) έχει ήδη ανοίξει στην ελληνική κοινωνία, που πιστεύω ότι αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι και η σωστή επιλογή. Γιατί ποια άλλη επιλογή έχουμε;Να μην κάνουμε τίποτα και να παραμένουμε σε μια ισορροπία τρόμου με την Τουρκία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε ένα σενάριο, όπου θα είμαστε και οι δύο χαμένοι; Διότι κερδισμένος δεν υπάρχει σε ένα σενάριο θερμού επεισοδίου”.

Το σημειώσαμε και παραπάνω, ότι τέτοιου είδους διλήμματα τρομοκράτησης του ελληνικού λαού, ουδόλως πρέπει να ακούγονται από τα χείλη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.

Λιβύη: Θα αδειάσει το Βερολίνο την Αθήνα;

 

4.“Θέλουμε να έχουμε λόγο στις εξελίξεις στη Λιβύη. Ζήτησα, και θα το ζητήσω ακόμη πιο επιτακτικά, να συμμετάσχουμε και εμείς στη διαδικασία του Βερολίνου. Γιατί συμμετέχει η Τουρκία και όχι η Ελλάδα;”

Στην προκειμένη, ο Κ.Μητσοτάκης δεν διευκρίνισε τι του απάντησε η γερμανική πλευρά. Διότι, ορθώς επισήμανε ότι είναι απαράδεκτο, και κατά το Antinews γερμανικό κτύπημα κάτω από τη ζώνη της Αθήνας, να μετέχει η Τουρκία σε μια τέτοια διάσκεψη και όχι η Ελλάδα, αλλά το Βερολίνο επιτέλους πρέπει να πιεστεί ώστε να συνειδητοποιήσει τις τεράστιες ευθύνες που έχει.

Όχι μόνον διότι προκάλεσε ανεπανόρθωτα πλήγματα στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης, αλλά και επειδή αποδεικνύεται γεωπολιτικός νάνος που κοιτάζει μόνον το συμφέρον του. Ως εκ τούτου, ένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν μπορεί να αρκείται στην διαμαρτυρία του μέσω συνεντεύξεών του, αλλά πρέπει να θέσει το Βερολίνο, ακόμα και με σκληρό τρόπο αν χρειαστεί, προ των ευθυνών του.

Να σημειωθεί ότι η Άγκελα Μέρκελ σύντομα θα βρεθεί στην Άγκυρα για επαφές με τον Τ.Ερντογάν, ενώ στη Διάσκεψη που οργανώνει η Γερμανία, ουσιαστικά θα γίνει μια προσπάθεια επίλυσης της λιβυκής κρίσης, καθιστώντας την Τουρκία έναν από τους βασικούς παράγοντες των εκεί εξελίξεων την επόμενη μέρα.

Γι’ αυτό, εκτός των άλλων, η Άγκυρα προσπαθεί τώρα να ενισχύσει ακόμα περισσότερο στρατιωτικά την “κυβέρνηση” της Τρίπολης έναντι της επίθεσης του αντίπαλου στρατοπέδου, του “στρατάρχη” Χάφταρ. Αντίστοιχα, με τους ίδιους στόχους κινούνται Αίγυπτος, Ρωσία, Γαλλία, Ιταλία, κ.ο.κ.

Αεροσκάφη F-35

5. “Θα ξεκινήσουμε τη συζήτηση ώστε να αποκτήσουμε, σε βάθος χρόνου και όταν το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες, αεροσκάφη F-35″, είπε τέλος ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του.

Είναι κάτι που έλεγε και ο Πάνος Καμμένος στο πρόσφατο παρελθόν, και σίγουρα το επιδιώκει η αμερικανική βιομηχανία, Lockheed Martin. Το εάν ένα τέτοιου είδους προηγμένο, αλλά και πανάκριβο, αεροσκάφος πέμπτης γενιάς καλύπτει τις ανάγκες της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, θα κληθεί να το διευκρινίσει η αρμόδια στρατιωτική ηγεσία.

Προς το παρόν, τα οικονομικά της χώρας είναι σχεδόν απαγορευτικά για μια τέτοια αγορά. Πάντως, η Αθήνα έχει ζητήσει από την αμερικανική κατασκευάστρια εταιρεία να δώσει μια οικονομική προσφορά. Το ενδεχόμενο να μπει η Ελλάδα ως χώρα συμπαραγωγός στο πρόγραμμα των F-35, ακόμα κι’ αν αποκλειστεί από αυτό η Τουρκία, είναι αδύνατον, σύμφωνα τουλάχιστον με την αμερικανική εταιρεία.

Οι ανάγκες της Ελλάδας για μαχητικό τύπου F-35, σύμφωνα με πληροφορίες, θα είναι επιτακτικές από το 2025 και μετά, αφού σταδιακά τα F-16 της ελληνικής ΠΑ θα πρέπει να παραχωρούν τη θέση τους σε άλλα πιο προηγμένα τεχνολογικά αεροσκάφη. Να σημειωθεί ότι τα τελευταία εκσυγχρονισμένα F-16 Viper θα παραληφθούν από την Ελλάδα το 2027.

 

 

 

antinews

Back to top button