breaking newsΙστορικά

Βασίλειος Τσαβαλιάρης: Ο πρώτος νεκρός του 1940

Η σφαίρα τού Ιταλού στρατιώτη τόν βρήκε στό μέτωπο καί τόν σκότωσε, στίς 5 τό πρωί τής 28ηςΟκτωβρίου, σέ φυλάκιο στά ελληνοαλβανικά σύνορα.

Ήταν 28 Οκτωβρίου 1940. Ελληνοαλβανικά σύνορα. Ώρα 5ηπρωινή. Η ιταλική σφαίρα βρίσκει τόν στόχο της:

ο στρατιώτης Βασίλειος Τσαβαλιάρης ήταν ο πρώτος πεσών τού Ελληνικού Έπους. Η σάλπιγγα έδινε τό σύνθημα τής μάχης ως ένα προσκλητήριο στόν υπέρτατον αγώνα γιά τήν Ελευθερία. Πίσω από τά σκόπευτρα μέ τό δάκτυλο στήν σκανδάλη οι φρουροί τών προκεχωρημένων φυλακίων προσπαθούσαν νά διαπεράσουν τό σκοτάδι.

Απέναντι σέ απόστασι λίγων μέτρων, ο εχθρός μόλις είχε αρχίσει τήν επίθεσί του.Προτού ακόμη εκπνεύσει τό τελεσίγραφό τους, οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει τίς ταξιαρχίες τους καί οι πρώτες σφαίρες έσκιζαν τήν νυκτερινή σιωπή πάνω στά βουνά τής Ηπείρου. Εκεί, στήν γραμμή τών συνόρων σέ ένα απομεμακρυσμένο φυλάκιο, έπεφτε νεκρός ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Τσαβαλιάρης. Ένας φαντάρος πού έτυχε νά κάνη τήν πρωινή σκοπιά. Χωρίς ποτέ νά γίνει ήρωας, χωρίς ποτέ νά βγή από τήν ανωνυμία.

Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, οι τελευταίες λέξεις τού Έλληνος φαντάρου ήταν «τί θ’ απογίνουν τά παιδιά μου;».

Σήμερα στήν πατρίδα του Πιάλεια Τρικκάλων, κάθε χρόνο, γίνονται εκδηλώσεις μνήμης, καί βεβαίως τά παιδιά του δίδουν τό δικό τους «παρών».

«Ο πατέρας μου έκανε τήν σκοπιά στό 21ο φυλάκιο στά Ελληνοαλβανικά σύνορα, στήν θέση Γκόλφια, όπως λέγεται.

Μετά τήν 5η πρωινή, τό φυλάκιο δέχθηκε επίθεσι από τούς Ιταλούς. Μία σφαίρα βρήκε τόν πατέρα μου στό μέτωπο καί τόν σκότωσε. Οι μόνες του λέξεις πού είπε εκεί ήταν: νά φυλάτε τά παιδιά μου, καί μετά ξεψύχησε», λέγει ο κ. Νίκος Τσαβαλιάρης. «Εγώ ήμουν μόνο 5 ετών καί τά αδέλφια μου μικρότερα. Τελευταία φορά πού είχε έλθει στό σπίτι, ήταν όταν τόν είχαν καλέσει στά νέα όπλα, μετά τά γεγονότα μέ τό «Έλλη». Ήμουν μικρός αλλά τόν θυμάμαι.

Ήταν ντυμένος στρατιώτης. Απ’ ό,τι ανέφερε η συχωρεμένη η μάνα μου, τής έλεγε «Μήν ανησυχείς. Όλα θά πάνε καλά. Όλα θά πάνε καλά». Έτσι έλεγε, ενώ νομίζω ότι γνώριζε τούς κινδύνους. Τήν βραδυά εκείνη κανόνιζαν τήν βάρδια στά φυλάκια τού τάγματος πού ήταν πιό κάτω. Ένας αξιωματικός είχε πεί ότι κάτι δέν πάει καλά, ίσως είχαν πληροφορίες, ποιός ξέρει. Τούς λένε λοιπόν «ποιοί θέλετε νά πάτε απόψε στά σύνορα». Καί ο πρώτος πού σηκώθηκε καί είπε «να πάω εγώ» ήταν ο πατέρας μου, σύμφωνα μέ μαρτυρίες χωριανών πού γύρισαν πίσω αλλά καί από άλλες περιοχές τών Τρικκάλων».

«Στά σύνορα οι ελληνικές δυνάμεις ήσαν ήδη σέ κατάστασι ετοιμότητος. Οι αξιωματικοί έκαναν συνεχείς επιθεωρήσεις στά τμήματα καί όλοι γνώριζαν ότι από μέρα σέ μέρα, οι Ιταλοί μπορεί νά επιτεθούν αφού δέν τό έκρυβαν. Είχαν καταγράψει συχνές ανιχνεύσεις καί προσπάθειες νά δούν τίς ελληνικές θέσεις», λέγει ο στρατηγός κ. Ιωάννης Κακουδάκης, επί κεφαλής τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού. «Οι Ιταλοί είχαν ενσωματώσει τήν Αλβανία καί είχαν ήδη παρατάξει τίς δυνάμεις τους σέ δύο μέτωπα.

Η επίθεσι

Ανατολικά ένα Σώμα στρατού μέ 42.000 άνδρες καί δυτικά ένα άλλο μέ 45.000. Στήν μέση ήταν η επίλεκτη μεραρχία αλπινιστών «Τζούλια» μέ στόχο τόν ορεινό άξονα τής Πίνδου. Πίστευαν ότι θά μπορούσαν νά αποκόψουν τίς ελληνικές δυνάμεις καί νά καταφέρουν καίριο πλήγμα σέ 4-5 ημέρες. Στήν Ήπειρο υπήρχε η 8η Μεραρχία τού στρατηγού Κατσιμήτρου μέ 10.000 στρατιώτες καί δυτικά τό Γ’ Στρώμα Στρατού. Στήν Πίνδο τοποθετήθηκε τό 51ο Σύνταγμα μέ 2.000 Θεσσαλούς υπό τήν διοίκησι τού Δαβάκη, ο οποίος είχε ανακληθή στήν υπηρεσία. Ήδη είχε προχωρήσει μυστική επιστράτευσι μέ Φύλλα Ατομικής Πορείας, καί μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, άρχισε πλέον η γενική επιστράτευσι. Οι Ιταλοί αξιωματικοί είχαν ήδη πολεμική εμπειρία από τίς μάχες στήν Αιθιοπία, καί είχαν παράλληλα τήν υπεροπλία…»

Από τήν 5η Πρωινή ώρα οι Ιταλοί άρχισαν νά προσβάλλουν τίς ελληνικές θέσεις. Γύρω στίς 5.30, τά προκεχωρημένα τμήματα πήραν τήν εντολή νά συμπτυχθούν στήν γραμμήν αμύνης, όπως άλλωστε προέβλεπε τό σχέδιο. Ήδη από τίς 4.00 ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος είχε εκδώσει τήν πρώτη ανακοίνωσι γιά τήν έναρξι τού πολέμου: «Από έκτης πρωινής σήμερον περιερχόμεθα εμπόλεμον κατάστασιν πρός Ιταλίαν. Άμυνα εθνικού εδάφους διεξαχθή βάσει διαταγών ως έχητε. Στόπ. Εφαρμόσατε σχέδιον επιστρατεύσεως.»

Ένας συμπολεμιστής του μάς έφερε τό μαντάτο…

Σέ ένα κεντρικό σημείο τής Πιαλείας δεσπόζει σήμερα, η προτομή τού Βασιλείου Τσαβαλιάρη. Στήν σκιά τού ανδριάντα, γυρίζει τό ρολόϊ τού χρόνου γιά τόν ξεχασμένο στρατιώτη του μετώπου. Οι πληροφορίες είναι ελάχιστες ακόμα καί γιά τούς στενούς συγγενείς του, αφού τό μοναδικό κειμήλιο είναι μία νεανική φωτογραφία. «Εικόνες δέν έχω καθόλου αοφύ ήμουν τριών ετών. Ό,τι γνωρίζω είναι από αφηγήσεις συγγενών καί συγχωριανών. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήταν στό φυλάκιο. Αφού έπεσε νεκρός, οι συμπολεμιστές του τόν μετέφεραν πιό κάτω καί ειδοποίησαν έναν γνωστό του, «Σκοτώθηκε ο συγχωριανός σου», λέγει ο γυιός τού πεσόντα κ. Γιώργος Τσαβαλιάρης.

Σέ απόστασι αναπνοής

«Ήταν ο πρώτος νεκρός τού πολέμου», λέγει ο στρατηγός Ιωάννης Κακουδάκης, εοπί κεφαλής τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού. «Υπηρετούσε στό 21ο φυλάκιο τής Πίνδου στό 51 Σύνταγμα τό οποίο είχε σχηματισθή από Θεσσαλούς. Τά ιταλικά στρατεύματα είχαν προχωρήσει σέ απόστασι αναπνοής από τά ελληνικά τμήματα προκαλύψεως. Στίς 5 τό πρωί ο Τσαβαλιάρης είδε κάτι νά κινείται, φώναξε «άλτ, τίς εί» καί πυροβόλησε στόν αέρα».

«Έθνος τής Κυριακής», 26.10.200

Back to top button