breaking newsΚύπρος

Η Μαρίνα μιλά στον «Π» για τα όσα βίωσε στα χέρια των Τούρκων: «Με βίασαν μπροστά στον αρραβωνιαστικό μου». Από το #meΤoo του Αττίλα και της εισβολής! H ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ σε 1 αφήγηση.

Η Μαρίνα μιλά στον «Π» για τα όσα βίωσε στα χέρια των Τούρκων: «Με βίασαν μπροστά στον αρραβωνιαστικό μου»

Από το #meΤoo του Αττίλα και της εισβολής!

H ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ σε 1 αφήγηση.

ΑΝΤΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥΔημοσιεύθηκε 27.8.2023

«Κλειδώσαμε τις πόρτες και βάλαμε κουβέρτες γύρω από τα παράθυρα για να μην μπορούν να μας δουν, ούτε εμάς ούτε το φως που ανάβαμε το βράδυ. Ήμασταν κλεισμένες μέσα στο σπίτι. Εγώ η μητέρα μου, η γιαγιά μου και οι οκτώ αδερφές μου και το μικρό μας που τότε ήταν μόνο δύο μηνών».

Είναι μέσα Ιουλίου και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του «Π» σκάει ένα μήνυμα από μια γυναίκα. Τη Μαρίνα Κ. Η ίδια ζήτησε απλώς να ακουστεί. Είναι ένα από εκείνα τα κορίτσια που έγιναν με τη βία γυναίκες, το καλοκαίρι του 1974. Ήταν 17 ετών και το καλοκαίρι εκείνο ετοιμαζόταν να παντρευτεί την πρώτη της αγάπη, τον Αντρέα. 31 Ιουλίου θα ήταν ο γάμος και ήταν όλα έτοιμα. Το νυφικό της, τα στέφανα, όλα έτοιμα… με την τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου, να τα ανατρέπει όλα. «Θέλω να μιλήσω τώρα να τα βγάλω από μέσα μου γιατί νιώθω ότι μόνο έτσι θα μπορέσω κάποτε να το ξεπεράσω» είπε χαρακτηριστικά.

Η ιστορία της Μαρίνας, η οποία μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε μόνο το δικό της πραγματικό όνομα, αρχίζει στις 21 Ιουλίου 1974. Η Μαρίνα είναι η δεύτερη κόρη μιας οικογένειας με δώδεκα παιδιά, η οποία τότε διέμενε σε ένα χωριό έξω από την Κερύνεια. Η πολυμελής οικογένεια, όπως εξηγεί η Μαρίνα, δεν είχε αυτοκίνητο και έτσι δεν μπόρεσαν να φύγουν άμεσα από το χωριό. Ο πατέρας της, ο μεγαλύτερος αδερφός της, όπως και ο αρραβωνιαστικός της είχαν καταταγεί στον στρατό, και δεν υπήρχε κάποιος γείτονας με αυτοκίνητο που να μπορούσε να μεταφέρει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, σε κάποιο άλλο μέρος. «Αναγκαστικά έπρεπε να περιμένουμε τον θείο μου να πάρει την οικογένειά του, στο σπίτι της αδερφής τους στη Λευκωσία και μετά να επιστρέψει για να μας πάρει και εμάς. Νομίζαμε ότι οι Τούρκοι είναι μακριά και ότι είχαμε χρόνο. Δεν ξέραμε ότι είχαν περικυκλώσει το χωριό και ότι μόνος τρόπος για να διαφύγουμε ήταν από τα βουνά», θυμάται η Μαρίνα, υπογραμμίζοντας ότι ήταν τέτοιες οι συνθήκες που δεν μπορούσες να έχεις καθαρό μυαλό και να σκεφτείς τι να κάνεις. Να σημειωθεί επίσης ότι ένα από τα αδέρφια της Μαρίνας, ο 16χρονος Βασίλης είχε να δώσει σημεία ζωής από πριν την εισβολή, γεγονός που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την κατάσταση.

Ένα χαλλούμι και λίγο γάλα

Την επόμενη της τουρκικής εισβολής Τούρκοι στρατιώτες παρέλασαν ανενόχλητοι και στο χωριό της Μαρίνας. «Είχαμε μπει μέσα στο σπίτι. Κλειδώσαμε τις πόρτες και βάλαμε κουβέρτες γύρω από τα παράθυρα για να μην μπορούν να μας δουν, ούτε εμάς ούτε το φως που ανάβαμε το βράδυ. Ήμασταν κλεισμένες μέσα στο σπίτι. Εγώ η μητέρα μου, η γιαγιά μου και οι οκτώ αδερφές μου και το μικρό μας που τότε ήταν μόνο δύο μηνών. Ακούγαμε τους στρατιώτες που περνούσαν από έξω, έμπαιναν στα διπλανά τα σπίτια και κρατούσαμε το στόμα των μωρών να μην φωνάξουν και να μας ακούσουν», αναφέρει η ίδια. Θυμάται επίσης τη γιαγιά της να παρακαλεί τη μάνα της να φύγουν το βράδυ, να πάρουν μερικά φαγητά και να κινηθούν προς το βουνό για να μπορέσουν περπατητές να φτάσουν στη Λευκωσία, ή έστω να βρουν κάποιον που θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Δεν ήταν εύκολο δεδομένου ότι, πρώτον η μάνα της πίστευε ότι ο 16χρονος γιος της θα επέστρεφε και εκτός αυτού πώς θα έπαιρναν τα βουνά μαζί με εννέα παιδιά κάτω των 15 ετών, τα περισσότερα κάτω των 10 ακόμα, και με ένα βρέφος; Οι δύο γυναίκες ωστόσο αποφάσισαν να φύγουν από το σπίτι και να κινηθούν μέσα από το βουνό για να πάνε στη Λευκωσία, και πιο συγκεκριμένα στη δεύτερη κόρη της γιαγιάς, διότι όπως λέει η Μαρίνα «ήταν θέμα χρόνου να μας βρουν οι Τούρκοι και ήξεραν ότι αν μας έβρισκαν δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσουμε». Ξημέρωνε η 23η Ιουλίου και η Μαρίνα με όσα μέλη της οικογένειά της είχαν απομείνει στο σπίτι μάζεψαν όσα φαγητά και είδη πρώτης ανάγκης μπορούσαν και επιχείρησαν να φύγουν. «Θυμούμαι τη γιαγιά μου να παίρνει ένα ψωμί, ένα χαλλούμι, λίγο γάλα, μπρίκι και ένα γκαζάκι. Η μάνα μου τις έβαλε τις φωνές για τα δύο τελευταία και τότε η γιαγιά της είπε ‘κόρη μου αν πεινάσει το μωρό να έχουμε να του βράσουμε λίγο γάλα. Τα άλλα ούλλα γιατί να τα κουβαλώ μαζί μας, αφού εννά στραφούμε’. Είχε δίκιο εστραφήκαμεν πίσω».

«Δεν θα μου γλυτώσεις»

Δεν πρόλαβαν να βγουν έξω από το σπίτι και βρέθηκαν μπροστά τους τρεις Τούρκοι στρατιώτες. «Η μάνα μου τους παρακαλούσε να μας αφήσουν να φύγουμε και ο ένας έστρεψε το όπλο πάνω στο βρέφος και της είπε σε άπταιστα ελληνικά ‘ότι θα κάνετε ό,τι σας πω αν θέλετε να μείνετε ζωντανοί’». Η Μαρίνα θυμάται ακόμη τα ακριβή λόγια των στρατιωτών λες και ήταν χθες και ας έχουν περάσει από τότε 49 ολόκληρα χρόνια. «Ο ένας ο στρατιώτης πήγε να κτυπήσει με το όπλο του τη γιαγιά, η οποία πήγε να πάρει αγκαλιά τη 2χρονη αδερφή μου για να την ηρεμήσει. Μπήκα μπροστά και ο στρατιώτης έκανε πίσω το όπλο του, με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αφτί «Είσαι πολύ όμορφη. Δεν είναι κρίμα να χαλάσω αυτό το προσωπάκι. Πήγε να με φιλήσει και εγώ του έφτυσα στα μούτρα. Τότε με άρπαξε από τα μαλλιά και με έσυρε σε ένα δέντρο λίγο πιο κάτω. Οι άλλοι δύο σημάδευαν με τα όπλα τους τα μωρά και η μάνα μου με τη γιαγιά μου δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να με γλυτώσουν. Με κόλλησε πάνω στο δέντρο και με το χέρι με κρατούσε σφικτά από το πρόσωπο. Είπε κάτι στα τουρκικά και με φίλησε στο στόμα. Εγώ προσπαθούσα να αντισταθώ αλλά εκείνος είχε αγριέψει. Με πέταξε κάτω και ήταν έτοιμος να με βιάσει. Τότε του φώναξε ένας άλλος στρατιώτης που είδε από μακριά τον διοικητή τους να φτάνει. Σταμάτησε, με κοίταξε κατάματα και μου είπε ‘δεν θα μου γλυτώσεις εσύ εμένα’». Η Μαρίνα σηκώθηκε πάνω και επέστρεψε τρέχοντας στην αγκαλιά της μάνας της.

Το χαρτί με τα ονόματα

Οι Τούρκοι επειδή δεν είχαν πού να τους πάνε, τους κράτησαν αιχμάλωτους μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Τους μέτρησαν, πήραν ένα χαρτί και έγραψαν πάνω τα ονόματα και τις ηλικίες τους και το κρέμασαν έξω από την πόρτα. Δύο με τρεις φορές την ημέρα περνούσαν και τους έλεγχαν. Τέσσερις ημέρες μετά , ο αρραβωνιαστικός της Μαρίνας μαζί με άλλους δύο στρατιώτες, οι οποίοι έψαχναν καταφύγιο, προσέγγισαν το σπίτι. «Στο σπίτι μας υπήρχε κρυφό δωμάτιο. Κάτω από το κρεβάτι της γιαγιάς, άνοιγε η πόρτα, η οποία δεν φαινόταν εύκολα, και μπορούσε κάποιος να κρυφτεί εκεί. Ήταν κάτι σαν μεσοπάτωμα, το οποίο ο πατέρας χρησιμοποιούσε για να φυλάει κρασιά και διάφορα άλλα. Ο Αντρέας το ήξερε αυτό. Δεν είχε όμως ιδέα για εμάς», ανέφερε η Μαρίνα. «Χάρηκα τόσο πολύ που ήταν ζωντανός αλλά ήξερα ότι αν τους ανακάλυπταν οι Τούρκοι θα τους σκότωναν. Και εκείνους και εμάς» σημείωσε προσθέτοντας ότι αφού τους έδωσαν καθαρά ρούχα για να κάνουν μπάνιο και φαγητό, τους έκρυψαν στο κελάρι, από όπου έβγαιναν μόνο το βράδυ.

«Τώρα θα δεις μάγκα»

Τρεις ημέρες μετά τους ανακάλυψαν οι Τούρκοι. Όπως εξηγεί η Μαρίνα, εκείνο το βράδυ οι στρατιώτες μπήκαν δύο φορές στο σπίτι και τη δεύτερη φορά τους έπιασαν να τρώνε όλοι μαζί στην κουζίνα. Ο Τούρκος πήγε να κτυπήσει τον Αντρέα με το όπλο του, και η Μαρίνα μπήκε μπροστά, για να γλυτώσει τον αρραβωνιαστικό της. Εκεί ο στρατιώτης, ο οποίος ήταν ο ίδιος που είχε βάλει από πριν στο μάτι τη νεαρή κοπέλα, κατάλαβε ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους, άρπαξε τη Μαρίνα από τα μαλλιά, και την έριξε πάνω στον τοίχο. Την ανάγκασε να του πει την αλήθεια, όση ώρα οι υπόλοιποι στρατιώτες απειλούσαν με τα όπλα τους τον Αντρέα. Όταν ο ίδιος αντέδρασε, ο Τούρκος που κρατούσε προηγουμένως τη Μαρίνα γύρισε και του είπε «Τώρα θα δεις μάγκα τι θα πάθει το κορίτσι σου».

Μπροστά στον Αντρέα

«Μας πήγαν στο δωμάτιο. Κλείδωσαν την πόρτα και μείναμε μέσα εγώ, ο Αντρέας και οι 5-6 στρατιώτες. Δεν θυμάμαι πόσοι ήταν σύνολο. Νομίζω όμως ότι δεν έμεινε κανείς τους έξω. Έβαλαν τον Αντρέα να κάτσει στην καρέκλα και τον έδεσαν με ένα σχοινί. Προηγουμένως το σχοινί το είχαν κόψει και με το άλλο κομμάτι μου έδεσαν τα χέρια πάνω στο κρεβάτι. Ο Αντρέας εφώναζε να με αφήσουν ήσυχη. Εγώ ούρλιαζα και προσπαθούσα να αντισταθώ. Ο στρατιώτης που με κτύπησε πριν, ανέβηκε πάνω μου και άρχισε να μου βγάζει τα ρούχα. Ήταν πιο δυνατός από εμένα. Όσο και αν τον κτυπούσα, όσο και αν προσπαθούσα να αντισταθώ δεν θα κατάφερνα κάτι. Με βίασε πρώτα αυτός και ύστερα όλοι οι υπόλοιποι στρατιώτες», είπε η Μαρίνα η οποία με δυσκολία μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Ο Αντρέας στην αρχή φώναζε, αντιδρούσε, μόλις όμως ο Τούρκος έστρεψε το όπλο προς τα πάνω μου δεν είχε άλλη επιλογή από το να κάτσει και να τους βλέπει να με βιάζουν. Ο ένας ο στρατιώτης κρατούσε το όπλο στραμμένο προς εμένα και ένας άλλος προς τον Αντρέα», απάντησε η Μαρίνα σε ερώτηση για το πώς αντέδρασε ο αρραβωνιαστικός της, για να συμπληρώσει ότι «ο Αντρέας προσπαθούσε να μην βλέπει, στρέφοντας το βλέμμα του αλλού. Ο Τούρκος τότε τον άρπαξε από το κεφάλι και τον ανάγκασε να δει έναν-έναν τους στρατιώτες να με βιάζουν».

Σαν φυλακισμένη

Όταν τελείωσαν το έργο τους, οι Τούρκοι αποφάσισαν να πάρουν μαζί τους τους τον Αντρέα, τους άλλους δύο Κύπριους στρατιώτες και τη Μαρίνα. «Τους άκουσα να λένε ότι ο διοικητής θα χαρεί πολύ αν του πάρουν ένα τέτοιο κορίτσι. Ο ένας μάλιστα άνοιξε το ερμάρι και έβγαλε ένα κοντό άσπρο φόρεμα που είχα. Μου το φόρεσαν, με χτένισαν και μου έδεσαν τα χέρια πίσω, σαν φυλακισμένη», θυμάται η 66χρονη σήμερα γυναίκα. Βγαίνοντας από το δωμάτιο η Μαρίνα θυμάται τη μάνα της να πέφτει στα πόδια της και να της ζητά να τη συγχωρέσει που δεν μπόρεσε να τη γλυτώσει, τη γιαγιά της να καταριέται τους στρατιώτες και τα μωρά να κλαίνε.

Η μυρωδιά του κτήνους

Το ίδιο βράδυ την πήγαν στο σπίτι του διοικητή. Εκείνος γοητευμένος από την ομορφιά της νεαρής γυναίκας, τη διαβεβαίωσε ότι αν καθόταν ήσυχη και έκανε ό,τι εκείνος της ζητούσε ο αρραβωνιαστικός της θα παρέμενε ζωντανός. Την απείλησε μάλιστα ότι αν κάνει φασαρία θα έστελνε τους στρατιώτες του να φέρουν και τις άλλες δύο «ομορφούλες αδερφές της». «Ανέχτηκά τον χωρίς να πω κουβέντα. Τι να έκανα; Δεν ήθελα να βάλω σε κίνδυνο ούτε τον Αντρέα ούτε βέβαια τη μάνα μου και τις αδερφές μου. Ήταν μωρά 12-13 χρονών», είπε η Μαρίνα, η οποία χρειάστηκε να περάσει άλλες τρεις νύχτες στα χέρια του Τούρκου. «Με κλείδωσε σε μια αποθήκη στην οποία υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι. Αυτό το κρεβάτι πολλές φορές ακόμη και σήμερα το βλέπω στον ύπνο μου. Αυτό και τα πρόσωπα των βιαστών μου. Τους θυμάμαι όλους έναν-έναν. Κάποιους πιο θολά και κάποιους άλλους μπορώ να σου περιγράψω με λεπτομέρεια κάθε σπιθαμή του προσώπου τους», πρόσθεσε. Έμεινε κλειδωμένη στην αποθήκη τέσσερις ημέρες. Ύστερα οι Τούρκοι έπρεπε να μετακινηθούν και επιχείρησαν να την πάρουν μαζί τους. «Ο διοικητής κάθε φορά που με βίαζε φώναζε ‘εγώ εσένα θα σε παντρευτώ’» θυμάται η γυναίκα. Ο στόχος του λοιπόν ήταν να την πάρει μαζί του στην Τουρκία. Δεν τα κατάφερε ωστόσο. Τη μητέρα της και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της, τους εντόπισε ο Ερυθρός Σταυρός και έτσι αναγκάστηκαν οι Τούρκοι να τους αφήσουν. Τους μετέφεραν σε ένα σπίτι στην κατεχόμενη Λευκωσία. Εκεί υπήρχαν και άλλα γυναικόπαιδα. Η μητέρα της μίλησε στους εθελοντές και τους είπε για την κόρη της, τι της είχαν κάνει οι Τούρκοι και ότι την είχαν πάρει μαζί τους. Έτσι οι Τούρκοι στρατιώτες αναγκάστηκαν να παραδώσουν και τη νεαρή Μαρίνα στον Ερυθρό Σταυρό. «Όταν ήρθαν να με πάρουν ο διοικητής τους με άρπαξε από το μπράτσο και μου είπε ‘μικρούλα θα τα πούμε σύντομα’ και με φίλησε. Θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά που είχε η ανάσα του. Βρομούσε αλκοόλ και κολόνια. Ήταν λες και είχε λουστεί με την κολόνια. Μύριζε τόσο απαίσια που δεν μπορείς να το περιγράψεις με λόγια. Ήταν αυτή η μυρωδιά του κτήνους». Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που η Μαρίνα ήρθε σε επαφή μαζί του. Τα βάσανά της ωστόσο δεν τελείωσαν εκεί.

«Λες και είχα λέπρα»

Μέσω του Ερυθρού Σταυρού κατάφερε να περάσει, κάποιες ημέρες μετά στις ελεύθερες περιοχές, καθώς χρειαζόταν άμεσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Πέραν των πολλαπλών βιασμών, οι οποίοι τις είχαν δημιουργήσει προβλήματα γυναικολογικής φύσεως, την είχαν ξυλοφορτώσει και όπως φάνηκε στη συνέχεια, της είχαν βγάλει τον δεξί ώμο, ενώ είχαν σπάσει και τρία δάκτυλα στο αριστερό χέρι. Εκτός αυτού αντιμετώπιζε και προβλήματα σίτισης, καθώς οι Τούρκοι τις έδιναν μόνο ένα μπουκάλι νερό και ένα κομμάτι ψωμί κάθε μέρα. Η ίδια θυμάται ελάχιστα από τις ημέρες που είχε περάσει στο νοσοκομείο, καθώς ήταν αρκετά σοκαρισμένη. «Το μόνο που θυμάμαι καθαρά ήταν η πρώτη συνάντηση με τη μάνα μου» ανέφερε για να προσθέσει ότι το πρώτο πράγμα που της είπε ήταν «μην μιλήσεις θα σου βγάλουν το όνομα». Η μητέρα της, όπως και η γιαγιά της προσπάθησαν να κρύψουν τι είχε συμβεί, κάτι που δεν ήταν εύκολο μιας και οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο γνώριζαν. «Σε μια τόσο μικρή κοινωνία δεν είναι εύκολο να μείνει κάτι κρυφό. Με το που πήγαμε στον συνοικισμό όλοι ήξερα τι έπαθα και όλοι με αντιμετώπιζαν λες και είχα λέπρα. Όλοι μέχρι και ο Αντρέας» τόνισε η Μαρίνα, η οποία ακόμη και σήμερα αναρωτιέται αν έφταιγε η ίδια.

«Χαλασμένη»

Η Μαρίνα και ο Αντρέας συναντήθηκαν τυχαία για πρώτη φορά μετά τη μοιραία εκείνη νύχτα, τρεις μήνες αφού η ίδια πέρασε στις ελεύθερες περιοχές. Ο άντρας που μέχρι πριν τρεις μήνες ήταν έτοιμος να ανοίξει μαζί της σπιτικό, προσπάθησε να την αποφύγει. «Εγώ τον πλησίασα και του μίλησα. Εκείνος ήταν συγκρατημένος. Όταν τον ρώτησα πού ήταν και γιατί δεν χάρηκε που με είδε, εκείνος είπε ότι έπρεπε να φύγει γιατί είχε μια σοβαρή δουλειά και ότι θα έψαχνε τις επόμενες ημέρες να με βρει. Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Κάθε μέρα περνούσα από τον ίδιο δρόμο μήπως και τον συναντήσω τυχαία αλλά μάταια», είπε η Μαρίνα. Χρόνια αργότερα έμαθε ότι οι γονείς του Αντρέα, έμαθαν τι συνέβη εκείνο το βράδυ και επειδή δεν ήθελαν ο γιος τους να παντρευτεί μια «χαλασμένη» τον πάντρεψαν άρον-άρον με μια κοπέλα από τις ελεύθερες περιοχές. Ρώτησα τη Μαρίνα ποια είναι τα συναισθήματά της για τον Αντρέα σήμερα και η ίδια αποκρίθηκε ότι δεν του κρατάει πλέον κακία, αλλά μέσα της υπάρχει ακόμα εκείνο το «γιατί;». «Το να ακούς τους ξένους να σε αποκαλούν ‘χαλασμένη’ και να σου συμπεριφέρονται σαν να είσαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου, μπορείς να το αντέξεις. Το να το αντιμετωπίζεις αυτό από δικούς σου ανθρώπους, από ανθρώπους που ήταν εκεί και είδαν με τα μάτια τους τι τράβηξες, δεν υποφέρεται», σημείωσε η Μαρίνα, χωρίς να μπορεί να κρύψει πια τα δάκρυά της. Εκτός από τον Αντρέα, αυτό που τη στιγμάτισε ιδιαίτερα ήταν η στάση της μητέρας της, η οποία της απαγόρευε να βγει από το σπίτι και δεν την άφησε να επιστρέψει στο σχολείο, το οποίο δεν τελείωσε ποτέ. «Ποτέ της δεν με πήρε μια αγκαλιά, δεν ρώτησε να μάθει πώς νιώθω αν είμαι καλά. Η μάνα μου δεν ήταν ποτέ της τόσο σκληρός άνθρωπος και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μου συμπεριφερόταν έτσι. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να της το συγχωρέσω. Με άκουγε που έκλαιγα κάθε βράδυ στο μαξιλάρι μου και ποτέ της δεν ήρθε να με πάρει μια αγκαλιά», συμπλήρωσε. Οι σχέσεις των δύο γυναικών κλονίστηκαν, και εδώ και χρόνια δεν έχουν καμία επαφή. Το μόνο άτομο από την οικογένεια με το οποίο είχε επαφές όσο ζούσε, ήταν η γιαγιά της.politis 28/8/23

Καλημέρα…..

dimpenews.com

Back to top button