Η μακραίωνη ιστορική διαδρομή ολόκληρου του ελληνισμού, από τότε που αυτός διαμορφώθηκε στη γωνιά αυτή της γης, την Ελλάδα, δεν είναι τίποτε άλλο από μια σειρά αγώνων και θυσιών για την επιβίωσή του και την ελευθερία του. Ξεχωριστή και διακεκριμένη θέση στην πορεία αυτή κατέχουν οι αγώνες του κρητικού ελληνισμού
Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 1204, από τους Σταυροφόρους της Δύσης (Δ’ Σταυροφορία), η νήσος το 1217 περιήλθε πλήρως στην κυριαρχία των Βενετών, στην οποία και παρέμεινε μέχρι το 1669, οπότε και την κατέλαβαν οι Τούρκοι.
Ο κρητικός λαός ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τα δεσμά της σκλαβιάς και συνεχώς αγωνίζονταν για την ανάκτηση της ελευθερίας του. Δεκάδες είναι οι μικρής και μεγάλης έκτασης επαναστάσεις, οι εξεγέρσεις και τα κινήματα των Κρητών κατά των κατακτητών. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε αυτούς τους αγώνες που μπορούν να θεωρηθούν οι σημαντικότεροι.
Στην περίοδο της Βενετοκρατίας
Στη διάρκεια της Βενετοκρατίας η Κρήτη αποτελούσε δουκάτο της Βενετίας διοικούμενο από δούκα, ο οποίος διέθετε δικό του Στρατό, αποτελούμενο κυρίως από ομοεθνείς του εποίκους που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Οι επαναστάσεις των Ελλήνων κατοίκων της νήσου κυρίως οργανώνονταν από τους εκεί Έλληνες άρχοντες-πρόκριτους, οι οποίοι, εκτός από προνόμια, επιδίωκαν και εθνική ανεξαρτησία.
Η πρώτη επανάσταση ξέσπασε το 1211, πριν την πλήρη επικράτηση των Βενετών στη νήσο, και οργανώθηκε από τους Αγιοστεφανίτες πρόκριτους της περιοχής Λασιθίου. Οι επαναστάτες κατέλαβαν τα φρούρια της Σητείας και του Μαραμπέλου και επικράτησαν στο δυτικό τμήμα της νήσου. Ο δούκας της Κρήτης Ιάκωβος Τιέπολο, υποστηριζόμενος και από τον Βενετό δούκα του Αιγαίου Μάρκο Σαδούνο, κατέστειλε την επανάσταση και ανάγκασε τους αρχηγούς της να δηλώσουν υποταγή ή να εγκαταλείψουν την Κρήτη.
Το 1217, επαναστάτησαν οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί στις ορεινές περιοχές του Ρεθύμνου, άνω και κάτω Σύβριτο (σημερινά Αμάρι και Άγιο Βασίλειο), οι οποίοι νίκησαν τους Βενετούς και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τη δυτική Κρήτη. Ο δούκας Δομένικος Δελφίνος, το 1219, αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη με τους επαναστάτες, στους οποίους παραχώρησε φέουδα, διάφορα προνόμια και γενική αμνηστία.
Το 1222, με αφορμή την εγκατάσταση στην περιοχή τους Βενετών εποίκων, οι Θεόδωρος και Μιχαήλ Μελισσηνός εξηγέρθησαν και πάλι. Ο νέος δούκας της Κρήτης, Παύλος Κουρίνος, αδυνατώντας να επιβάλλει την εξουσία του και κατόπιν οδηγιών από τη Βενετία, το 1223, αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραχωρήσει στους επαναστάτες και άλλα φέουδα.
Το 1228, εκδηλώθηκε η μεγαλύτερη επανάσταση των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών με τους οποίους συνεργάζονταν οι Δρακοντόπουλοι, οι Αρκολέωντες και άλλοι προύχοντες. Οι επαναστάτες, με τη βοήθεια και του βυζαντινού αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατατζή ο οποίος έστειλε στην Κρήτη 33 πλοία με Στρατό, στην αρχή είχαν σημαντικές επιτυχίες.
Ο δούκας της Κρήτης Ιωάννης Σταρλάτος με τη βοήθεια του δούκα του Αιγαίου Άγγελου Σανούδου μέχρι το 1236 έφεραν τους επαναστάτες σε λίαν δυσχερή θέση. Όλοι οι επαναστάτες, εκτός από τους Δρακοντόπουλους, συνθηκολόγησαν, αφού απέσπασαν ορισμένα φέουδα και άλλα προνόμια. Οι Δρακοντόπουλοι συνέχισαν τον πόλεμο μέχρι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη μαζί με το Στρατό του Βατατζή.
Το 1262 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, επιδιώκοντας την ανάκτηση της Κρήτης, υποκίνησε εκεί επανάσταση με αρχηγούς τους Χορτάτζηδες, τους Σκορδίληδες και τους Μελισσηνούς και τη συμπαράσταση του Ορθόδοξου Κλήρου. Οι διαφορές μεταξύ των αρχηγών της επανάστασης και η περιορισμένη βοήθεια του Βυζαντίου δεν επέτρεψαν την εκδίωξη των Βενετών.
Το 1265, οι επαναστάτες συνθηκολόγησαν αφού πέτυχαν την επικύρωση των προνομίων που είχαν αποσπάσει μέχρι τότε, καθώς και γενική αμνηστία. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ αναγνώρισε την κυριαρχία της Βενετίας στην Κρήτη.
Το 1272, οι Ρεθυμνιώτες αδελφοί Γεώργιος και Θεόδωρος Χορτάτζης οργάνωσαν επαναστατικό κίνημα με σκοπό την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Βενετούς. Οι επαναστάτες επικράτησαν στην ανατολική Κρήτη, και το 1276 πολιόρκησαν το Χάνδακα (Ηράκλειο). Οι Βενετοί με τη σύμπραξη του ισχυρού Κρητικού άρχοντα Αλέξιου Καλλέργη, το 1278, πέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση και να αναγκάσουν τους επαναστάτες σε εκπατρισμό. Αυτοί έλαβαν άγρια μέτρα αντεκδίκησης για την τιμωρία και τον εκφοβισμό του κρητικού λαού.
Το 1282, επαναστάτησε κατά των Βενετών ο μέχρι τότε ευνοούμενός τους Αλέξιος Καλλέργης, ο οποίος με τα προνόμια που είχε αποκτήσει αναδείχτηκε στον ισχυρότερο άρχοντα της Κρήτης. Υποστηριζόμενος από πολλούς άλλους Έλληνες άρχοντες, ο Καλλέργης, εξορμώντας από το Μυλοπόταμο (ανατολικά του Ρεθύμνου), διεξήγαγε κλεφτοπόλεμο και για χρόνια είχε υπό τον έλεγχό του μεγάλο τμήμα της νήσου.
Το 1299, οι αντίπαλες πλευρές υπέγραψαν συνθήκη ειρήνευσης με την οποία οι Βενετοί παραχώρησαν στον Καλλέργη και άλλους άρχοντες πολλά προνόμια και για πρώτη φορά αναγνώρισαν Ορθόδοξη Επισκοπή στη νήσο.
Το 1333, η από τη βενετική Αρχή επιβολή πρόσθετων φόρων για τη ναυπήγηση στόλου οδήγησε σε επανάσταση τον κρητικό λαό. Η επανάσταση, που άρχισε από το χωριό Μαγαρίτες Μυλοποτάμου με αρχηγούς τους Βάρδα Καλλέργη, Νικόλαο Πρικοσιρίδη και τους αδελφούς Συρόπουλους, γρήγορα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη.
Οι Βενετοί με τη βοήθεια και των γιων του Αλέξιου Καλλέργη τον επόμενο χρόνο κατέστειλαν την επανάσταση, συνέλαβαν και εκτέλεσαν τους αρχηγούς της, πυρπόλησαν τις Μαγαρίτες και έλαβαν πολλά άλλα σκληρά μέτρα.
Το 1341, με την υποκίνηση του άρχοντα Λέοντα Καλλέργη, πολλοί Κρήτες αρχηγοί επαναστάτησαν και πάλι.
Οι Βενετοί, με τη βοήθεια του Αλέξιου Καλλέργη –εγγονού του μεγάλου άρχοντα– το 1347 κατέστειλαν την επανάσταση και έλαβαν βάρβαρα μέτρα κατά των επαναστατών, πολλούς από τους οποίους βασάνισαν και θανάτωσαν με φρικτό τρόπο, ενώ εξόρισαν τις οικογένειές τους στη Βενετία.
Το 1363, οι Βενετοί φεουδάρχες της Κρήτης, με αφορμή την επιβολή σε αυτούς υψηλών φόρων από το κράτος της Βενετίας, εξηγέρθησαν εναντίον αυτού (Εξέγερση του Αγίου Τίτου) και ανακήρυξαν την Κρήτη ανεξάρτητη Δημοκρατία υπό την προστασία του Αγίου Τίτου. Πολλοί Κρήτες προύχοντες με πρώτους τους Καλλέργηδες συνεργάστηκαν με τους εξεγερθέντες Βενετούς, ορισμένοι από τους οποίους αποκήρυξαν τον Παπισμό και ασπάστηκαν την Ορθοδοξία. Το 1364 η Βενετία έστειλε ισχυρό στόλο και στρατό, κατέστειλε την ανταρσία και αποκατέστησε την κυριαρχία της. Οι βενετικές Αρχές επικήρυξαν έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών τους εξεγερθέντες Βενετούς φεουδάρχες και τους Κρητικούς που συνεργάστηκαν μαζί τους.
Τον ίδιο χρόνο, το 1364, οι επικηρυγμένοι Κρητικοί άρχοντες Ιωάννης, Αλέξιος και Γεώργιος Καλλέργης, σε συνεργασία με τους επικηρυγμένους Βενετούς οργάνωσαν επαναστατικό κίνημα κατά της βενετικής Αρχής.
Η επανάσταση άρχισε από την επαρχία Μυλοποτάμου, έλαβε χαρακτήρα εθνικοαπελευθερωτικό με σκοπό την ένωση της Κρήτης με το Βυζάντιο και επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη νήσο. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος έστειλε στην Κρήτη τον μητροπολίτη Αθηνών Άνθιμο, τον οποίο διόρισε εκκλησιαστικό αρχηγό (πρόεδρο) αυτής. Η επανάσταση με τη μορφή κλεφτοπολέμου διήρκησε μέχρι το 1367.
Η Βενετία έστειλε ισχυρές μισθοφορικές δυνάμεις, κυρίως Τούρκους από τη Μικρά Ασία, και πέτυχε να καταπνίξει την επανάσταση στο αίμα. Εξόντωσε όλους τους αρχηγούς, μαζί και τον μητροπολίτη Άνθιμο, και ερήμωσε από τους κατοίκους τους τις περιοχές Λασιθίου, Ελεύθερνας Μυλοποτάμου και Ανώπολης Σφακίων, οι οποίες έμειναν ακατοίκητες για τα επόμενα 100 χρόνια.
Οι βίαιες τακτικές που ακολούθησε η Βενετία για την κατάπνιξη της επανάστασης των Καλλέργηδων δεν άφησαν καμία δυνατότητα για ένοπλη αντίσταση του κρητικού λαού κατά της Βενετοκρατίας στα χρόνια που ακολούθησαν. Περιορισμένης έκτασης και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν τα έτη 1453-54 (συνωμοσία του Σήφη Βλαστού) και το 1460 από τον Ιωάννη Γαβαλά στο Ρέθυμνο. Μια αγροτική βασικά εξέγερση το 1527 στις περιοχές των Χανίων, του Σελίνου, της Κυδωνίας και των Σφακίων κατεστάλη γρήγορα από τους Βενετούς, οι οποίοι κατέσφαξαν τους επαναστάτες και ερήμωσαν τους τόπους όπου δρούσαν με εκτοπίσεις και εξορίες.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κρήτη, παρά την βενετική κατοχή, παρέμεινε ο μόνος χώρος με δυναμικό το ελληνικό στοιχείο και ζωντανή την ελληνοβυζαντινή ιδέα. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο πολλοί από τους καταδιωκόμενους από τους Τούρκους Έλληνες των τουρκοκρατούμενων περιοχών.
Η Βενετία για να αντιμετωπίσει την απειλή από τον τουρκικό επεκτατισμό χαλάρωσε την καταπίεση στον κρητικό ελληνορθόδοξο λαό. Έτσι, στη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) μεταξύ των Τούρκων και των Βενετών, οι Ελληνοκρήτες συνεργάστηκαν και βοήθησαν σημαντικά τους Βενετούς στον κατά των Τούρκων αγώνα τους. Μετά τη νίκη των Τούρκων και την από αυτούς κατάληψη της Κρήτης, το 1669, πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν τη νήσο και κατέφυγαν σε άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές.
Οι εναντίον των Τούρκων αγώνες μέχρι το 1821
Οι Τούρκοι, με καταπιέσεις, βασανιστήρια, σφαγές, εκπατρισμούς και εξισλαμισμούς σε συνδυασμό με τον εποικισμό της νήσου με ομοφύλους τους, επιδίωξαν την αφελληνισμό της Κρήτης. Οι Κρήτες αντέστησαν στην εξολοθρευτική τακτική των βάρβαρων κατακτητών και αναδύθηκαν σε συνεχή αγώνα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Κρήτης.
Η πρώτη μεγάλη εξέγερση των Κρητών έγινε το 1692. Η Βενετία, η οποία από το 1685 βρίσκονταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις 17 Ιουλίου 1692 έστειλε στόλο και στρατό και πολιόρκησε τα Χανιά. Οι Ελληνοκρήτες του Αποκόρωνα, των Σφακίων και άλλων περιοχών υπό την αρχηγία του Ιωάννη Μαχαιριώτη εξηγέρθησαν και πολέμησαν κατά των Τούρκων μαζί με τους Βενετούς. Οι Βενετοί απέτυχαν να καταλάβουν τα Χανιά, και στις 7 Σεπτεμβρίου αποχώρησαν αφήνοντας τους Έλληνες στο έλεος της τουρκικής εξολοθρευτικής μανίας. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν τα χωριά του Αποκόρωνα, με συνέπεια 2.000 Κρήτες να εκπατριστούν.
Το 1770, στη διάρκεια των Ορλοφικών, ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης, αναγνωρισμένη ηγετική προσωπικότητα των Σφακίων, επαναστάτησε κατά της τουρκικής τυραννίας. Ηγούμενος 2.000 ανδρών περίπου επιτέθηκε και νίκησε τους Τούρκους, τους οποίους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τις περιοχές Κυδωνίας, Αποκόρωνα και Αγίου Βασιλείου και να καταφύγουν στα Χανιά. Η βοήθεια που είχε υποσχεθεί η Ρωσία δεν έφθασε ποτέ, ενώ οι Τούρκοι έστειλαν στην Κρήτη στρατό 15.000 ανδρών. Ο Δασκαλογιάννης συνέπτυξε τις δυνάμεις τους στην επαρχία των Σφακίων, την οποία και υπεράσπισε ηρωικά για μήνες. Τελικά αναγκάστηκε να διαλύσει το τμήμα του και ο ίδιος να παραδοθεί. Οι Τούρκοι τον έγδαραν ζωντανό (στο Ηράκλειο στις 17 Ιουνίου 1771) και επέβαλαν στα Σφακιά οδυνηρούς κατοχικούς όρους.
Η συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση-Εθνεγερσία (1821-29)
Το 1821 η Κρήτη επαναστάτησε μαζί με ολόκληρη την Ελλάδα. Την επανάσταση εκεί κήρυξε επαναστατική συνέλευση στις 15 Απριλίου 1821, στη μονή της Παναγιάς της Θυμιανής στα Σφακιά. Αυτή γρήγορα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη νήσο. Η αντίδραση των Τούρκων στην ελληνική εξέγερση ήταν περισσότερο και από άγρια. Χιλιάδες Κρήτες, με πρώτους τους κληρικούς και τους πρόκριτους, φυλακίστηκαν και σφαγιάστηκαν.
Οι επαναστάτες αρχικά είχαν σημαντικές επιτυχίες και μετά από σκληρές μάχες ανάγκασαν τους Τούρκους να κλειστούν στα κάστρα. Το καλοκαίρι του 1821 εκστρατευτικό τουρκικό σώμα 8.000 ανδρών περίπου υπό τον διαβόητο Καούνη ερήμωσε την επαρχία Αποκόρωνα, όπου 3.000 Έλληνες βρήκαν το θάνατο. Με τη μάχη της Θερίσου, στις 29 Αυγούστου 1821, οι Έλληνες ανέκοψαν την κίνηση των Τούρκων προς τα Σφακιά και σκότωσαν πολλούς από αυτούς, μεταξύ των οποίων και τον Καούνη. Στο τέλος Αυγούστου ο Οσμάν πασάς του Ρεθύμνου με ισχυρές δυνάμεις πέτυχε να εισέλθει στην επαρχία των Σφακίων, την οποία και κατέστρεψε.
Το Νοέμβριο του 1821 ο αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης Δημήτριος Υψηλάντης για τον εκεί συντονισμό του αγώνα διόρισε γενικό έπαρχο και αρχιστράτηγο της Κρήτης τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη ή Αφεντούλιεφ. Το 1822 οι Τούρκοι, ενισχυθέντες με ισχυρές δυνάμεις από την Αίγυπτο υπό τον Χασάν πασά, διεξήγαγαν ευρείας έκτασης επιχειρήσεις σε όλη τη νήσο και πέτυχαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις περισσότερες περιοχές αυτής.
Το 1823 οι Τούρκοι ενισχύθηκαν με νέες αιγυπτιακές δυνάμεις, υπό τον Χουσεΐν πασά, συνέχισαν τις επιθέσεις και πέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση στην ανατολική Κρήτη. Λόγω της αδυναμίας του να ενώσει τους οπλαρχηγούς και να συντονίσει τον αγώνα, το Μάιο του 1823, ο Αφεντούλης αντικαταστάθηκε στην αρχιστρατηγία από τον Εμμανουήλ Τοπάζη. Το 1824 ο Χουσεΐν πασάς, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα ελληνικά χωριά, εισήλθε στα Σφακιά, όπου προκάλεσε τεράστιες καταστροφές. Χιλιάδες Κρητικοί, μαζί και ο Τοπάζης, εγκατέλειψαν την Κρήτη.
Τα επόμενα χρόνια οπλαρχηγοί με τα τμήματά τους κατήλθαν από την Ελλάδα στην Κρήτη και προσπάθησαν να αναζωπυρώσουν την επανάσταση χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Στις πολλές σφοδρές συγκρούσεις που έγιναν, οι Τούρκοι υφίσταντο σημαντικές απώλειες, αλλά με τον όγκο των δυνάμεων που διέθεταν διατηρούσαν τον έλεγχο της νήσου. Παρά τις τεράστιες θυσίες του κρητικού λαού στον αγώνα της Παλιγγενεσίας, η Κρήτη, όπως και πολλά άλλα τμήματα του ελληνισμού, έμειναν εκτός του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους που δημιουργήθηκε το 1930.
Οι τότε ισχυροί του κόσμου δεν θέλησαν να απαλλάξουν τον κρητικό λαό από την τουρκική τυραννία που υφίστατο για 161 χρόνια.
Οι αγώνες μετά το 1830
Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β,’ το 1831, παραχώρησε την Κρήτη στον αντιβασιλιά της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι ή Μεχμέτ Αλή, ως αντάλλαγμα της βοήθειας που αυτός του προσέφερε στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Άλι διόρισε γενικό διοικητή της νήσου τον Τουρκαλβανό Μουσταφά Αλή πασά, επονομαζόμενο Γκιριτλή (Κρητικό στα Τουρκικά), και στρατιωτικό διοικητή, τον Οσμάν Νουρ-Ελ-Ντιν μπέη. Έτσι, άρχιζε μια νέα περίοδος δουλείας του κρητικού λαού στους Αιγυπτιομουσουλμάνους αυτή τη φορά.
(Ι) Το κίνημα των Μουρνιών
Το Σεπτέμβριο του 1833, 7.000 Ελληνοκρήτες συγκεντρώθηκαν στο χωριό Μουρνιές Κυδωνίας για να διαμαρτυρηθούν για τη δυσβάστακτη φορολογία, τις αυθαιρεσίες και τις καταπιέσεις των εξουσιαστών. Ο Αιγυπτιακός Στρατός διέλυσε τη συγκέντρωση με βιαιότητα και συνέλαβε 70 πρόκριτους-πρωταγωνιστές της διαμαρτυρίας, τους οποίους απαγχόνισε κρεμώντας τους από τις μουριές του χωριού. Οι διωγμοί και οι βιαιότητες των Αιγύπτιων επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το νησί.
(ΙΙ) Η Επανάσταση του 1841
Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Αίγυπτο, το 1839, στη Συρία οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, με τη Συνθήκη του Λονδίνου (3 Ιουλίου 1840) επανέφεραν την Κρήτη υπό την κυριαρχία των Οθωμανών. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1841 εξερράγη επανάσταση, η οποία πήρε το όνομα των αρχηγών της: των αδελφών Αριστείδη και Θεόφραστου Χαιρέτη, στο δυτικό, και του Βασιλογιώργη ή Βασιλακογιώργη στο ανατολικό τμήμα της νήσου. Έγιναν τότε σφοδρότατες και φονικότατες μάχες κυρίως στις επαρχίες του Αποκόρωνα και της Πεδιάδας, στις οποίες οι επαναστάτες αρχικά σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες. Ο Μουσταφά πασάς, ο οποίος συνέχισε να είναι διοικητής της Κρήτης, έστειλε εναντίον τους ισχυρές δυνάμεις. Οι επαναστάτες, χωρίς βοήθεια από οπουδήποτε και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα.
(ΙΙΙ) Το Κίνημα του Μαυρογένη
Το 1856 ο σουλτάνος εξέδωσε το Χάτι Χουμαγιούν (συνταγματική διακήρυξη), με το οποίο εγγυάτο τα δικαιώματα -μεταξύ άλλων- της ζωής, της τιμής, της προσωπικής ελευθερίας, της θρησκευτικής συνείδησης των χριστιανών υπηκόων του. Η τουρκική διοίκηση της Κρήτης δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του Χάτι Χουμαγιούν και ακόμη επέβαλε νέα επαχθή φορολογία. Οι Κρήτες αντέδρασαν στην πολιτική εκείνη με το ονομασθέν Κίνημα του Μαυρογένη – από το όνομα του αρχηγού.
Τον Απρίλιο του 1858, 5.000 Έλληνες συγκεντρώθηκαν στη θέση Περιβόλια ή Μπουτσουνάρια, έξω από τα Χανιά, για να διαμαρτυρηθούν για τις τουρκικές καταπιέσεις και να υποβάλλουν υπόμνημα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Τούρκοι δεν επενέβησαν και έδειξαν διάθεση συνδιαλλαγής. Στις 17 Ιουνίου 1858 ο σουλτάνος με ειδικό φιρμάνι παραχώρησε στους Έλληνες της Κρήτης ορισμένα θρησκευτικά, διοικητικά και δικαστικά δικαιώματα, όπως και το δικαίωμα της οπλοφορίας. Την εποχή εκείνη ο πληθυσμός της Κρήτης ανέρχονταν σε 279.000 κατοίκους, εκ των οποίων 216.000 ήταν χριστιανοί, 62.000 μουσουλμάνοι-Οθωμανοί και 1.000 περίπου Ισραηλίτες και άλλοι.
(ΙV) Η Μεγάλη Επανάσταση των ετών 1866-69
Με το σουλτανικό φιρμάνι του 1858, η κατάσταση των Ελληνοκρητών ουδόλως βελτιώθηκε. Τουναντίον, αυτή, ιδιαίτερα μετά το 1863, επιδεινώθηκε. Οι τουρκικές κατοχικές Αρχές ενέτειναν τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τις δολοφονίες και άλλες βιαιότητες. Με την ενθάρρυνση και της Ρωσίας, οι Έλληνες αποφάσισαν να επαναστατήσουν. Στις 20 Ιουλίου 1866 και ενώ πολλοί οπλαρχηγοί είχαν ήδη υψώσει τη σημαία της επανάστασης, η Γενική Συνέλευση των Κρητών (Επιτροπή των πληρεξουσίων) που συνήλθε στο Μπρόσνερο του Αποκόρωνα εξέδωσε επαναστατική διακήρυξη με σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος».
Στην Ελλάδα είχε συσταθεί Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή για το συντονισμό των ενεργειών των πολλών επιτροπών που στρατολογούσαν εθελοντές και συγκέντρωναν εφόδια και χρήματα για την ενίσχυση του αγώνα. Στη Σύρο είχε δημιουργηθεί Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή για την προώθηση στην Κρήτη των εφοδίων και των εθελοντών, μεταξύ των οποίων ήταν και αρκετοί ξένοι, φιλέλληνες. Στις 21 Αυγούστου, η Γενική Συνέλευση με ψήφισμά της κήρυξε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Οι Τούρκοι ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους στην Κρήτη, οι οποίες έφθασαν τους 45.000 άνδρες (15.000 ήταν Αιγύπτιοι), υποστηριζόμενες από μεγάλο αριθμό πυροβόλων όπως και πολεμικών πλοίων. Τον τακτικό στρατό ενίσχυαν 8-10.000 άτακτοι Τουρκοκρήτες. Από τις 30 Αυγούστου, τη διοίκηση του Τουρκικού Στρατού ανέλαβε ο περιβόητος για τη σκληρότητά του Τουρκαλβανός Μουσταφά πασάς. Έναντι εκείνου του όγκου των εχθρικών δυνάμεων, οι Έλληνες διέθεταν 25.000 περίπου μαχητές. Η Γενική Συνέλευση, η οποία είχε τη γενική διεύθυνση του αγώνα, διόρισε περιφερειακούς και κατά επαρχία αρχηγούς για τη διοίκηση των τμημάτων και το συντονισμό των επιχειρήσεων.
Οι ένοπλες συγκρούσεις είχαν αρχίσει πριν τις 21 Αυγούστου στην επαρχία Σελίνου, και σταδιακά επεκτάθηκαν στις άλλες περιοχές της νήσου. Παντού διεξάγονταν σκληρές και φονικές μάχες. Στο τέλος Αυγούστου οι επαναστάτες, μετά από σφοδρές μάχες στην περιοχή του χωριού Βρύσες της επαρχίας Αποκόρωνα, νίκησαν και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες σε ισχυρή εχθρική δύναμη, συλλαμβάνοντας και 600 περίπου αιχμαλώτους.
Η μεγάλη εκείνη νίκη των Ελλήνων προξένησε εντύπωση και ενθουσίασε τον ελληνικό λαό στην Ελλάδα, ο οποίος ζητούσε από την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Δημητρίου Βούλγαρη να υποστηρίξει την Επανάσταση περισσότερο ενεργά. Η Ελλάδα, προκειμένου να μην προκαλέσει πόλεμο με την Τουρκία, η οποία είχε αρχίσει να συγκεντρώνει στρατεύματα στα ελληνοτουρκικά σύνορα (γραμμή Μαλιακού-Αμβρακικού κόλπου) επίσημα ήταν αμέτοχη των εξελίξεων στην Κρήτη.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου ο Μουσταφά πασάς με 20.000 στρατό και πολλά πυροβόλα εκστράτευσε από τα Χανιά στις επαρχίες της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα. Μετά από σκληρούς αγώνες, κυρίως στην περιοχή του χωριού Βαφέ, οι 2-3.000 Κρήτες υπερασπιστές των επαρχιών εκείνων αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν. Οι Τούρκοι ερήμωσαν τις επαρχίες με σφαγές αμάχων, λεηλασίες, καταστροφές, βανδαλισμούς και άλλες ωμότητες.
Στη συνέχεια, ο Μουσταφά πασάς κινήθηκε στο Ρέθυμνο και στις 8 Νοεμβρίου με 15.000 στρατό επιτέθηκε κατά της Μονής του Αρκαδίου, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί άμαχοι, και κυρίως γυναικόπαιδα. Οι 250 περίπου υπερασπιστές της Μονής πολέμησαν γενναία και απέκρουσαν επανειλημμένες λυσσαλέες επιθέσεις των Τούρκων. Την επόμενη ημέρα, οι Τούρκοι, με μεγάλα κανόνια που μετέφεραν εκεί, γκρέμισαν μέρος του τοίχου του περίγυρου της Μονής και εισήλθαν σε αυτόν. Στη διάρκεια της φονικότατης μάχης που διεξάγονταν εκεί, ένας από τους καπεταναίους ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη του Μοναστηρίου με συνέπεια να φονευτούν πολλοί άμαχοι, Έλληνες μαχητές και Τούρκοι. Τα τουρκικά στίφη κατέσφαξαν όσους Έλληνες είχαν απομείνει ζωντανοί.
Το ολοκαύτωμα εκείνο του Αρκαδίου έγινε γνωστό σε όλο σχεδόν τον κόσμο, συγκίνησε τους λαούς και προκάλεσε το θαυμασμό τους για την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων, όπως και τον αποτροπιασμό τους για την τουρκική θηριωδία. Εξέχουσες προσωπικότητες της Ευρώπης τάσσονταν στο πλευρό των αγωνιστών της ελευθερίας και του δίκαιου, ενώ εθελοντές αγωνιστές άρχισαν να φθάνουν στην Κρήτη για να βοηθήσουν την Επανάσταση.
Σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική συστήθηκαν επιτροπές οι οποίες έκαναν εράνους και συγκέντρωναν χρήματα και εφόδια για τη ενίσχυση του κρητικού αγώνα και την ανακούφιση των προσφύγων. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης και οι κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών και ιδιαίτερα της Γαλλίας άρχισαν να σκέπτονται και να συζητούν ευνοϊκή για τους Έλληνες λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Οι μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων διαφορές όμως και τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους δεν επέτρεψαν οι τάσεις εκείνες να μετατραπούν σε ουσιαστική άσκηση πιέσεων στον σουλτάνο για δίκαια λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Οι Τούρκοι συνέχισαν τις εξολοθρευτικές επιχειρήσεις αλλά και οι Έλληνες έδιναν σκληρές μάχες και αγωνίζονταν με ηρωισμό προκαλώντας στον εχθρό μεγάλες απώλειες. Στις αρχές του 1867, από τις μάχες και τις αρρώστιες, ο Τουρκοαιγυπτιακός Στρατός είχε χάσει τη μισή περίπου από τη δύναμή του. Ο σουλτάνος αντικατέστησε τον Μουσταφά πασά με τον Ομέρ πασά (εξωμότη Κροάτη στρατηγό Μιαήλ Λάτα) και έστειλε εκεί μεγάλες ενισχύσεις.
Ο Ομέρ πασάς ερημώνοντας τα πάντα επιχείρησε αρχικά να φθάσει στα Σφακιά, χωρίς να το επιτύχει. Τον Απρίλιο 1867 αυτός, μέσω ορεινών διαβάσεων, κινήθηκε προς το Ηράκλειο, και από εκεί στο οροπέδιο Λασιθίου και το Τυμπάκι, όπου έφθασε στα μέσα Ιουνίου 1867. Ενεργώντας από στεριά και θάλασσα, ο Ομέρ τον Ιούλιο του 1867 κατόρθωσε να φθάσει στα Σφακιά, αλλά η έλλειψη νερού και οι δυσεντερία που θέριζε το στράτευμά του τον ανάγκασαν να αποσυρθεί από εκεί.
Η Πύλη (κυβέρνηση του σουλτάνου) μπροστά στην αδυναμία να καταπνίξει την επανάσταση και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, τον Σεπτέμβριο του 1867, ανακοίνωσε προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών, χορήγησε αμνηστία στους επαναστάτες που θα κατέθεταν τα όπλα και έστειλε στην Κρήτη τον Μεγάλο Βεζίρη Ααλή πασά με προτάσεις για τη θέσπιση νέου Κανονισμού Διοίκησης της Νήσου (Οργανικού Κανονισμού ή Νόμου).
Παρά την αρνητική θέση της ηγεσίας της Επανάστασης, με την οποία ήταν σύμφωνη και η ελληνική κυβέρνηση, ο Ααλή με δολοπλοκίες, πιέσεις και δωροδοκίες, το Νοέμβριο πέτυχε να συγκεντρώσει αντιπροσώπους (30 μουσουλμάνους και 20 χριστιανούς – άσημους πολίτες) και να συγκροτήσει Γενική Συνέλευση. Η Συνέλευση εκείνη ενέκρινε τον Κανονισμό, και έτσι άρχισε η οργάνωση νέας διοικητικής δομής. Παράλληλα, ο Ααλή αντικατέστησε τον Ομέρ πασά με νέο γενικό διοικητή, τον Χουσεΐν Αυνή, απελευθέρωσε έναν αριθμό αιχμαλώτων και έλαβε κάποια ευνοϊκά για τους Έλληνες μέτρα.
Με τις δολιότητες εκείνες οι Τούρκοι πέτυχαν να μειώσουν τη μαχητική διάθεση ενός περιορισμένου ποσοστού του ελληνικού πληθυσμού, κυρίως των πεδινών περιοχών. Ο αγώνας όμως συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση. Ο Χουσεΐν πασάς, αδυνατώντας να καταστείλει την Επανάσταση, άρχισε να κατασκευάζει πύργους, όπου εγκαθιστούσε τουρκικές φρουρές, και να διανοίγει δρόμους σε όλο το νησί για την ταχεία κίνηση των στρατευμάτων του. Παράλληλα, οι Τούρκοι ενίσχυσαν το θαλάσσιο αποκλεισμό του νησιού για να εμποδίζουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών από την Ελλάδα.
Οι επαναστάτες επιτίθεντο κατά των Τούρκων ακόμη και στους πύργους τους, και γενικά κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο. Όμως οι τεράστιες ελλείψεις πολεμοφοδίων και τροφίμων και οι μεγάλες κακουχίες, σε συνδυασμό με το ότι δεν διαφαινόταν λύση του προβλήματος, οδήγησαν πολλούς να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν υπό το καθεστώς που ο Ααλή δημιουργούσε στο νησί.
Έτσι, η επανάσταση βαθμιαία ατόνησε. Η από την Ελλάδα αποστολή, το Νοέμβριο του 1868, Σώματος 1.000 περίπου ανδρών, μεταξύ των οποίων ήταν αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του Στρατού υπό την αρχηγία των Μανιατών (υιού και πατέρα) Δημητρίου και Λεωνίδα Πετροπουλάκη, δεν άλλαξε την κατάσταση. Το Σώμα εκείνο διαλύθηκε και οι αρχηγοί αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Στο τέλος Δεκεμβρίου διαλύθηκαν η προσωρινή κυβέρνηση και η γενική συνέλευση των Ελληνοκρητών. Τον Ιανουάριο 1869 παραδόθηκαν και πολλοί άλλοι αρχηγοί.
Η αποστολή του εθελοντικού Σώματος των Πετροπουλάκηδων στην Κρήτη έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένα πόλεμο που η Ελλάδα ήταν παντελώς ανέτοιμη να διεξαγάγει με επιτυχία. Ο πόλεμος αποφεύχθηκε χάρη στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, αφού η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε να απαγορεύσει στο έδαφός της κάθε ενέργεια που θα απέβλεπε στην υπόθαλψη και ενίσχυση εξεγέρσεων στα οθωμανικά εδάφη.
Η Επανάσταση εξέπνευσε χωρίς να πραγματοποιηθεί το όνειρο του κρητικού λαού, αλλά οι θυσίες του δεν πήγαν τελείως χαμένες. Οι λίγες υποχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει ο σουλτάνος με τον Οργανικό Κανονισμό και άλλες διατάξεις που περιελήφθησαν σε σουλτανικό φιρμάνι (δικαιώματα συμμετοχής των Ελλήνων στα διοικητικά και άλλα όργανα, ισοτιμία της ελληνικής με την τουρκική γλώσσα και άλλες) συνιστούσαν ένα ακόμη βήμα για την τελική δικαίωση.
Ακόμη σημαντικότερο ήταν το ότι με την Επανάσταση το Ζήτημα της Κρήτης διεθνοποιήθηκε, αναδείχθηκε σε σοβαρό και ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του όλου Ανατολικού Προβλήματος και έπαψε να αποτελεί εσωτερική υπόθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτή ήθελε να το παρουσιάζει.
(V) Επανάσταση του 1878
Το τέλος της Μεγάλης Επανάστασης βρήκε την Κρήτη ερειπωμένη και το λαό σε πλήρη δυστυχία. Η τουρκική διοίκηση της νήσου καταφανώς καταστρατηγούσε τον Οργανικό Κανονισμό, ενώ το ιδιαίτερο καθεστώς της Κρήτης δεν περιελήφθη στο νέο Σύνταγμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του 1877. Η άρνηση των Ελληνοκρητών να στείλουν εκλεγμένο αντιπρόσωπο στην τουρκική Βουλή, στην Κωνσταντινούπολη, όπως προέβλεπε το οθωμανικό Σύνταγμα, προκάλεσε ένταση στις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων, και ο διοικητής της Κρήτης Σαμίχ πασάς συνέλαβε ορισμένους Έλληνες πληρεξούσιους.
Ενθαρρυμένοι και από την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (Απρίλιος 1877), το Μάιο του 1877, οι χριστιανοί πληρεξούσιοι στη Γενική Συνέλευση της Κρήτης υπέβαλαν υπόμνημα με το οποίο ζητούσαν την εξαίρεση της Νήσου, ως αυτοδιοικούμενης επαρχίας, από τις διατάξεις του οθωμανικού Συντάγματος και πρότειναν τροποποιήσεις του Οργανικού Νόμου. Ο Σαμίχ διέλυσε τη Συνέλευση. Οι Έλληνες πληρεξούσιοι συγκεντρώθηκαν στην επαρχία Αποκόρωνα, όπου άρχισαν να καταφθάνουν οπλαρχηγοί από διάφορες περιοχές της Κρήτης και την Ελλάδα. Στην Ελλάδα, με την ενθάρρυνση και της κυβέρνησης, ανασυστήθηκαν οι επιτροπές για την ενίσχυση του αγώνα του κρητικού λαού.
Μέχρι το τέλος του 1877, οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί. Στις 3 Ιανουαρίου 1788, η Συνέλευση των Κρητών στο Φρε του Αποκόρωνα απέρριψε συμβιβαστικές προτάσεις της Πύλης και ζήτησε την ανακήρυξη της Κρήτης σε αυτόνομη ηγεμονία, φόρου υποτελή στο σουλτάνο, διοικούμενη από χριστιανό διοικητή υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ενώ αναμενόταν η απάντηση της Πύλης, πολλοί οπλαρχηγοί ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης με σύνθημα την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στις 3 Φεβρουαρίου η Γενική Συνέλευση εξέδωσε διακήρυξη με την οποία ζητούσε από τις Μεγάλες Δυνάμεις την επίλυση του Κρητικού Προβλήματος, σύμφωνα με τους αγώνες και τους πόθους του κρητικού λαού.
Την εποχή εκείνη, λόγω του πολέμου που διεξήγαγε κατά της Ρωσίας, η Τουρκία δεν είχε πολλές δυνάμεις στην Κρήτη. Οι επαναστάτες επιτέθηκαν κατά των τουρκικών φρουρών, τις οποίες ανάγκασαν να αποσυρθούν στα μεγάλα κάστρα, όπου είχαν καταφύγει και οι Τούρκοι κάτοικοι της νήσου. Μέχρι τα μέσα Μαρτίου, οι Έλληνες ήλεγχαν ολόκληρη την Κρήτη εκτός από τις πόλεις της Ιεράπετρας, του Ηρακλείου, του Ρεθύμνου, των Χανίων και ορισμένα κάστρα. Τότε η Πύλη έστειλε στην Κρήτη τον Οσμάν Νουρί πασά με 7.000 άνδρες.
Ο Οσμάν Νουρί επιχείρησε να διευρύνει τις ελεγχόμενες από τους Τούρκους περιοχές με μικρές μόνο επιτυχίες. Γι’ αυτό και αντικαταστάθηκε από τον Σαλίχ πασά, ο οποίος έφθασε στην Κρήτη με στρατιωτικές ενισχύσεις. Αυτός συνέχισε τις επιθετικές επιχειρήσεις, αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι επαναστάτες διατηρούσαν τον έλεγχο των περιοχών τους, όπου η προσωρινή κυβέρνηση που είχαν συγκροτήσει άρχισε να ασκεί τη διοίκηση.
Ενώ οι συγκρούσεις στην Κρήτη συνεχίζονταν, την 1η Ιουνίου 1878 άρχιζαν οι εργασίες του Συνεδρίου του Βερολίνου. Το Συνέδριο εκείνο αποφάσισε την παραχώρηση στην Ελλάδα τμημάτων της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, ενώ για την Κρήτη περιορίστηκε σε σύσταση προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία για παραχωρήσεις προς τον ελληνικό πληθυσμό. Σε εφαρμογή της απόφασης του Συνεδρίου τον Οκτώβριο 1878 υπογράφηκε η Σύμβαση της Χαλέπας.
Με τη Σύμβαση δόθηκε η δυνατότητα διορισμού και χριστιανού γενικού διοικητή της Κρήτης, οι Έλληνες αποκτούσαν την πλειοψηφία στη Γενική Συνέλευση (49 χριστιανοί έναντι 31 μουσουλμάνων), η ελληνική έγινε επίσημη γλώσσα, συγκροτούνταν ελληνική Χωροφυλακή και επιτρεπόταν η ίδρυση συλλόγων και η έκδοση εντύπων.
(VI) Η ανταρσία του 1889
Με την εφαρμογή της Σύμβασης της Χαλέπας ιδρύθηκαν στην Κρήτη δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα: των συντηρητικών (Καραβανάδων) και των φιλελεύθερων-προοδευτικών (Ξυπόλητων). Τα δύο κόμματα βρίσκονταν σε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ τους, η οποία εντείνονταν από τις πολλές ατέλειες της εκλογικής διαδικασίας ανάδειξης αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση, που είχε ορίσει η τουρκική διοίκηση και ευνοούσε τις συναλλαγές και τη νοθεία της λαϊκής θέλησης.
Υπό τις συνθήκες εκείνες το κόμμα των φιλελεύθερων κέρδισε τις εκλογές του Απριλίου 1889 με μεγάλη πλειοψηφία. Ορισμένοι συντηρητικοί αντιπρόσωποι (συνολικά ήταν 11 συντηρητικοί) σε αντίδραση για την ήττα του κόμματός τους και κατηγορώντας τους φιλελεύθερους για βία και νοθεία στις εκλογές, την οποία απέδιδαν στην κακή λειτουργία του πολιτεύματος, τον Μάιο κατέθεσαν στη Συνέλευση δήλωση με την οποία ζητούσαν τη μονομερή ανακήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η πρόταση δεν έγινε δεκτή, και οι συντηρητικοί αντιπρόσωποι αποχώρησαν από τις εργασίες της Συνέλευσης, άρχισαν να οργανώνουν λαϊκές συγκεντρώσεις, στις οποίες πολλοί πολίτες προσέρχονταν ένοπλοι, να εξεγείρουν το λαό σε αγώνα για την Ένωση και να προβαίνουν σε προκλητικές κατά των Τούρκων ενέργειες. Οι ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του λαού, ο οποίος σε πολλές περιοχές έπαψε να πληρώνει φόρους και κατήργησε τις τουρκικές Αρχές, δημιούργησε μια ανεξέλεγκτη επαναστατική κατάσταση, την οποία αποδέχτηκαν και οι φιλελεύθεροι.
Όμως, οι εσωτερικές διαιρέσεις των Ελλήνων, η λίαν δυσχερής οικονομική κατάσταση, η ανεπάρκεια οπλισμού και πολεμοφοδίων, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε να στέλνονται στην Κρήτη, και η έλλειψη οργάνωσης δεν επέτρεπαν την όποια δυναμική αναμέτρηση με τους Τούρκους.
Η άναρχη κατάσταση που επικράτησε στην Κρήτη, σε συνδυασμό με τις πολλές φιλοτουρκικές παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της Αγγλίας και της Γερμανίας, έδωσαν στην Τουρκία την αφορμή να επέμβει δυναμικά. Τον Αύγουστο του 1989 έφθασε στην Κρήτη ο Σακίρ πασάς με ισχυρή στρατιωτική δύναμη, και κήρυξε το στρατιωτικό νόμο.
Με το στρατό (40 έως 50 χιλιάδες άνδρες), τη Χωροφυλακή, την οποία η Τουρκία ενίσχυσε κυρίως με Τουρκαλβανούς, και άτακτα ένοπλα τμήματα μουσουλμάνων που εξόπλιζε συνεχώς ο Σακίρ πασάς, έθεσε τη νήσο υπό τον έλεγχό του και επιδόθηκε σε άγριους διωγμούς κατά του ελληνικού πληθυσμού.
Ο σουλτάνος, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση εκείνη, το Νοέμβριο του 1889 εξέδωσε φιρμάνι με το οποίοι τροποποίησε μονομερώς σε τέτοια έκταση τη Σύμβαση της Χαλέπας ώστε ουσιαστικά να την καταργήσει.
Έτσι, η απροετοίμαστη, σπασμωδική και ασυντόνιστη εκείνη ανταρσία των Ελληνοκρητών για εθνική δικαίωση, που ονομάστηκε «ατυχής επανάσταση», κατέληξε σε πλήρη οπισθοδρόμηση. Οι Ελληνοκρήτες αποστερήθηκαν και εκείνες τις λίγες ελευθερίες και τα δικαιώματα που με πολλούς αγώνες και φοβερές θυσίες είχαν επιτύχει να αποκτήσουν μέχρι τότε.
(VII) Η Επανάσταση του 1895
Η καταπίεση και οι διωγμοί (καταδίκες, φυλακίσεις, εξορίες, άγριες δολοφονίες κ.λπ.) που υφίστατο ο κρητικός ελληνισμός μετά την αποτυχημένη ανταρσία του 1889 και θύμιζαν τη στυγνή σκλαβιά των παλαιότερων εποχών, δημιούργησαν εκεί εκρηκτική κατάσταση.
Στο μεταξύ, οι εκτεταμένες άγριες σφαγές που οργάνωσε το σουλτανικό καθεστώς κατά του αρμενικού λαού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά το 1890 είχαν εξεγείρει τη διεθνή κοινή γνώμη κατά των Τούρκων και αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων για τα τεκταινόμενα εκεί. Ο σουλτάνος για να εξευμενίσει τον κρητικό λαό και να δείξει στον έξω κόσμο ότι στην Κρήτη δεν υπήρχε πρόβλημα, τον Φεβρουάριο 1895, διόρισε γενικό διοικητή της νήσου τον χριστιανό Καραθεοδωρή πασά.
Ο Καραθεοδωρής, ο οποίος έγινε δεκτός ευμενώς από τους Ελληνοκρήτες, έκανε κάποιες προσπάθειες να συμβιβάσει αυτούς με τους Τουρκοκρήτες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι Τουρκοκρήτες, εμφορούμενοι από εθνικισμό και μισαλλοδοξία, εναντιώνονταν σε κάθε χορήγηση δικαιωμάτων στους Έλληνες, και ο σουλτάνος δεν ενέκρινε τις συμβιβαστικές προτάσεις του νέου διοικητή.
Έχοντας αναθαρρήσει από τη νέα κατάσταση, οι Ελληνοκρήτες, με πρωτοστατούντα τον τότε πρωτοδίκη του χωριού Βάμου, Μανούσο Κούνδουρο, συγκρότησαν Μεταπολιτευτική Επιτροπή. Η Επιτροπή εκείνη, στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 υπέβαλε στις Μεγάλες Δυνάμεις προσεκτικά διατυπωμένο υπόμνημα, με το οποίο ζητούσε να ανακηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη επαρχία, φόρου υποτελή στο σουλτάνο.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, χωρίς να δώσουν απάντηση στο αίτημα, με τη συγκατάθεση και της Ελλάδας συνέστησαν την αποφυγή δυναμικών ενεργειών και τη διάλυση της Επιτροπής. Η Επιτροπή δεν διαλύθηκε και ο Καραθεοδωρής στις 17 Οκτωβρίου 1895 έστειλε απόσπασμα χωροφυλάκων να συλλάβει τα μέλη της. Η ένοπλη φρουρά της Επιτροπής αντιστάθηκε και πέτυχε να αφοπλίσει το απόσπασμα.
Η επιχείρηση εκείνη αποτέλεσε την απαρχή νέας επανάστασης με πολλές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων και ένοπλων κρητικών τμημάτων. Οι Ελληνοκρήτες κατατρόπωσαν τους Τούρκους. Τον Μάρτιο του 1896 ο Καραθεοδωρής αντικαταστάθηκε από τον Τουρχάν πασά. Στις 4 Μαΐου οι επαναστάτες πολιόρκησαν την τουρκική φρουρά της Βάμου. Οι Τούρκοι, σε αντίποινα, προέβησαν σε σφαγές Ελλήνων στα Χανιά, οι οποίες προκάλεσαν την εκεί αποστολή πολεμικών πλοίων των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας).
Ο σουλτάνος έστειλε στην Κρήτη τον Αβδουλάχ πασά με ισχυρό στρατό. Ο Αβδουλάχ επιτέθηκε κατά των Ελλήνων που πολιορκούσαν τη Βάμου (4.000 άνδρες περίπου) και μετά από σφοδρές μάχες που διεξήχθηκαν εκεί τους ανάγκασε να λύσουν την πολιορκία της πόλης. Τα τουρκικά στίφη εισήλθαν στη Βάμου, την οποία πυρπόλησαν αφού προηγουμένως είχαν προβεί σε λεηλασίες, βεβηλώσεις εκκλησιών και άλλες αγριότητες. Παρά την επιτυχία εκείνη των Τούρκων, η ηρωική αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες και οι βιαιότητες των Τούρκων συνέτειναν στην εξάπλωση και ενίσχυση της επανάστασης.
Στην Αθήνα ενεργοποιήθηκε η Κεντρική Επιτροπή ενίσχυσης του κρητικού αγώνα. Εθελοντές από την Ελλάδα, μεταξύ των οποίων πολλοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού, όπως και πολεμοφόδια, άρχισαν να αποστέλλονται στη νήσο. Στις 26 Ιουλίου 1896, αντιπρόσωποι και οπλαρχηγοί από όλες τις περιοχές της νήσου συγκεντρώθηκαν στο Τζιτζιφέ του Αποκόρωνα και συγκρότησαν Επαναστατική Συνέλευση.
Οι Τούρκοι συνέχισαν να επιτίθενται στους επαναστάτες, να ερημώνουν τα χωριά και να διαπράττουν ωμότητες κατά του κρητικού λαού. Με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο σουλτάνος, μετά από μακρές παρελκυστικές διαπραγματεύσεις, τον Αύγουστο του 1896, αναγκάστηκε να παραχωρήσει στην Κρήτη νέο οργανισμό πολιτειακής οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας. Με τον οργανισμό εκείνο, τον οποίο αποδέχτηκαν οι Κρήτες, γίνονταν βασικές ευνοϊκές γι’ αυτούς ρυθμίσεις όπως ήταν: ο διορισμός χριστιανού γενικού διοικητή με πενταετή θητεία, η αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής από Ευρωπαίους αξιωματικούς, ο διορισμός χριστιανών δημόσιων υπαλλήλων σε ποσοστό 2/3 του συνόλου, η αυτονόμηση της τοπικής νομοθετικής, δικαστικής και οικονομική εξουσίας. Όλα δε εκείνα θα γίνονταν υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Γενικός διοικητής της νήσου διορίστηκε ο πρώην ηγεμόνας της Σάμου Γεώργιος Βέροβιτς.
(VIII) Η Επανάσταση του 1897
Οι Τούρκοι όχι απλώς δεν εφάρμοσαν το νέο οργανισμό στην πράξη, αλλά προσπάθησαν να δημιουργήσουν αναταραχές που θα τους έδιναν το πρόσχημα να τον καταργήσουν. Τον Ιανουάριο του 1897, άγνωστος Τούρκος δολοφόνησε τον εισαγγελέα των Χανίων Κριάρη και τουρκικός όχλος προέβη σε σφαγές Ελλήνων και πυρπολήσεις των ελληνικών συνοικιών στα Χανιά.
Η Ελλάδα έστειλε στην Κρήτη Μοίρα του ελληνικού στόλου υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο και στρατιωτική δύναμη 1.500 ανδρών υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο για την επιβολή της τάξης. Παράλληλα, οι Κρήτες οπλαρχηγοί ανασυγκρότησαν τα τμήματά τους για να προστατέψουν τις περιοχές τους. Ακολούθησαν πολλές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων σε ολόκληρη τη νήσο.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες διατηρούσαν στην Κρήτη ναυτικές δυνάμεις, απαγόρευσαν στα ελληνικά ένοπλα τμήματα να προσεγγίσουν τα Χανιά σε απόσταση μικρότερη των 6 χλμ., και στις 18 Φεβρουαρίου 1897 πρότειναν την αυτονομία της νήσου. Οι Έλληνες δεν δέχτηκαν την αυτονομία και επέμειναν στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στην Κρήτη για να αποτρέψουν την εκεί αποστολή άλλων τουρκικών και ελληνικών δυνάμεων και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις μεγάλες πόλεις.
Η εμπόλεμη και ταραχώδης κατάσταση στην Κρήτη συνεχιζόταν όταν -με αφορμή την εισβολή ελληνικών εθελοντικών αντάρτικων σωμάτων (τέλος Μαρτίου 1897) στα κατεχόμενα από τους Τούρκους ελληνικά εδάφη της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας- ο Τουρκικός Στρατός εισέβαλε στην Ελλάδα, με συνέπεια να ακολουθήσει ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 (6 Απριλίου-8 Μαΐου).!
Η δυσμενής για την Ελλάδα εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στο μέτωπο της Θεσσαλίας ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση, από τις 21 Απριλίου, να αρχίσει την απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων από την Κρήτη. Κατόπιν πολλών και μακρών συζητήσεων, η Συνέλευση των Κρητών, στις 16 Οκτωβρίου 1897, δέχτηκε την αυτονόμηση της Κρήτης, που οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αποφασίσει τον προηγούμενο Φεβρουάριο, με τον όρο της απομάκρυνσης των τουρκικών στρατευμάτων από την Κρήτη.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεσαν σε εφαρμογή τη διαδικασία αυτονόμησης της Κρήτης και επέλεξαν ως πρώτο ύπατο αρμοστή τους στη νήσο τον πρίγκιπα της Ελλάδας Γεώργιο.
Στις 25 Αυγούστου 1898, στο τελευταίο στάδιο ανάληψης της διοίκησης του Ηρακλείου από ελληνικές Αρχές, που γινόταν υπό την επίβλεψη αγγλικού ναυτικού αποσπάσματος, εξαγριωμένος τουρκικός όχλος επιτέθηκε και με αγριότητα κατέσφαξε εκατοντάδες Ελλήνων, ενώ λεηλάτησε και πυρπόλησε τις περιουσίες τους. Εκτός από Έλληνες, οι Τούρκοι έσφαξαν και 17 Άγγλους στρατιώτες και τον εκεί Άγγλο πρόξενο.
Η αγγλική διοίκηση συνέλαβε και εκτέλεσε δι’ απαγχονισμού 17 Τουρκοκρήτες πρόκριτους και πρωταίτιους των σφαγών, ενώ πολλούς άλλους φυλάκισε και απέλασε. Στις αρχές Νοεμβρίου του 1898 και ο τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν την Κρήτη.
Η Κρητική Πολιτεία – Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα
Ο πρίγκιπας Γεώργιος ανέλαβε τα καθήκοντά του ύπατου αρμοστή στην Κρήτη στις 9 Δεκεμβρίου του 1898. Στις 16 Απριλίου 1899 τέθηκε σε εφαρμογή το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, το οποίο είχε εγκριθεί από συμβούλιο πρέσβεων των προστάτιδων Μεγάλων Δυνάμεων στη Ρώμη. Με το Σύνταγμα η Κρήτη γίνονταν αυτόνομη υπό την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου και την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες διατηρούσαν εκεί ναυτικές δυνάμεις και στρατιωτικά τμήματα.
Από τις αρχές του 1901 είχαν προκύψει σημαντικές διαφωνίες μεταξύ του ύπατου αρμοστή και του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος κατείχε τη θέση του Συμβούλου (υπουργού) της Αρμοστείας για θέματα δικαιοσύνης και μέσα από τους απελευθερωτικούς αγώνες είχε αναδειχθεί στην κορυφαία ηγετική προσωπικότητα της Κρήτης.
Οι διαφωνίες, που βασικά αφορούσαν στη μεθόδευση των προσπαθειών για την ένωση της Κρήτης με τη Ελλάδα, οδήγησαν τον αρμοστή στην αποπομπή του Βενιζέλου από τη θέση του συμβούλου (τον Μάρτιο 1901).
Η αποπομπή εκείνη, σε συνδυασμό με το λίαν συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης του αρμοστή και με εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις, έφεραν τον Βενιζέλο, ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης, σε μακρά έντονη αντιπαλότητα με την Αρμοστεία.
Στις 10 Μαρτίου 1905, ο Βενιζέλος, με έδρα το χωριό Θέρισος της Κυδωνίας οργάνωσε ένοπλο επαναστατικό κίνημα με σκοπό την κατάργηση της Αρμοστείας και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Το κίνημα βρήκε υποστηρικτές σε πολλές περιοχές της νήσου, όπου δημιουργήθηκαν επαναστατικές εστίες και συγκροτήθηκαν ένοπλα σώματα.
Με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες με τα στρατεύματά τους ήλεγχαν τις μεγάλες πόλεις, αποφεύχθηκαν οι εμφύλιες ένοπλες συγκρούσεις, και το Νοέμβριο του 1905 επήλθε συμβιβασμός μεταξύ των αντίπαλων παρατάξεων.
Με τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες δέχτηκαν να αποσύρουν σταδιακά τα στρατεύματά τους από την Κρήτη, αποφασίστηκε η σύνταξη νέου δημοκρατικού Συντάγματος και η ανασυγκρότηση της Κρητικής Πολιτείας (αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής, δημιουργία Πολιτοφυλακής και άλλα), ώστε αυτή να αποκτά διευρυμένη και ουσιαστικότερη αυτονομία.
Παράλληλα, δόθηκε στο βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο το δικαίωμα να διορίζει αυτός τον ύπατο αρμοστή.
Το Σεπτέμβριο του 1906, ο πρίγκιπας Γεώργιος παραιτήθηκε από τα καθήκοντα του ύπατου αρμοστή, και στη θέση του διορίστηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Με τη σώφρονα διοίκηση του Ζαΐμη και την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων, στην Κρήτη επικράτησε τάξη, ασφάλεια και ηρεμία, ενώ ενισχύονταν όλο και περισσότερο οι δεσμοί αυτής με την Ελλάδα. Το 1908 αποχώρησε από τη νήσο το μεγάλο μέρος των ξένων στρατευμάτων.
Οι Κρήτες (Αρχές και λαός) στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που τους παρείχαν οι διεθνείς συγκυρίες, συνέχισαν τις προσπάθειες για την ένωση της νήσου με την Ελλάδα, η οποία και έγινε το 1913. Μετά το νικηφόρο πόλεμο της Ελλάδας και των άλλων βαλκανικών χωρών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1912-13), ο σουλτάνος με τη Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) αναγκάστηκε να παραιτηθεί από κάθε δικαίωμά του επί της Κρήτης.
Την 1η Δεκεμβρίου 1913 έγινε η επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
pronews.