Πώς είναι να περπατά κανείς πάνω στην τουαλέτα του; Όχι πάνω στην κρύα της υποδομή. Αλλά στη διαλυμένη πραγματικότητα που άφησε πίσω της η κακοκαιρία.
Τις φτέρνες μου, από τις φτέρνες των παιδιών που ξεδιπλώνονταν σαν βεντάλια στον κεντρικό δρόμο του οικισμού, χώριζε η ασφάλεια του παπουτσιού. Λίγα χιλιοστά. Ένας κόσμος όμως ολότελα διαφορετικός, μεταξύ του ανθρώπου που έχει πρόσβαση στα βασικά κι εκείνου που δεν έχει.
Παιδιά λοιπόν, ξυπόλυτα, πάνω στα ανακατεμένα χώματα, που είχαν μολυνθεί από τους βόθρους που άνοιξαν και το αποχετευτικό σύστημα που παρέσυρε το ποτάμι.
Τα σύνορα του οικισμού βρίσκονται κοντά στην κοίτη του Καράμπαλη. Τα πιο ακριανά σπίτια ήταν εκείνα που τον είδαν πρώτα να φουσκώνει, πριν καταπνίξει την περιοχή ευρύτερα. Η συνέχεια ανήκε στους χείμαρρους που σχηματίστηκαν και διαχύθηκαν σε ολόκληρη την κοινότητα.
Την αλήθεια του την πήρε το ποτάμι
Κάποιοι από τους κατοίκους τεντώνουν τα χέρια και μου δείχνουν το σπίτι τους. Σωροί από ξύλα αγκυροβολημένοι σ’ ένα κορμό, σαν να έκαναν τα ίδια τα αντικείμενα μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθούν στη ζωή πριν την πλημμύρα. Ανάμεσα σ’ εκείνα που φαίνονται από μακριά ξεχωρίζουν παλέτες και κομμάτια από έπιπλα.
Ετσι δίνουν στέγη στην καθημερινότητά τους οι Ρομά. Ή τουλάχιστον εκείνοι που δεν μπόρεσαν ακόμη να βάλουν ένα τούβλο κανονικό. Σε αρκετούς έμεινε μόνο η τσιμεντένια πλατφόρμα. Κάποια ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα, όχι περισσότερα από 10, από τα οποία ένα μέρος τους το αφαιρούσαν οι αυτοσχέδιοι τοίχοι. Ένα παζλ με ορθογώνιες πλάκες από ξύλο. Που όμως δεν έπαυε να βάζει έναν διαχωρισμό μεταξύ της δημόσιας και της προσωπικής ζωής.
Καμιά φορά, η ασφάλεια ενός ανθρώπου χωρούσε και σε μικρότερο περιβάλλον. Μέσα σε μια νάιλον σακούλα. Εκεί ο κ. Γιώργος είχε το δίπλωμα της οδήγησής του και τα υπόλοιπα χαρτιά που πιστοποιούσαν ποιος είναι και τι δικαιούται. «Θα με πιστέψει τώρα εμένα η εφορία ότι τα έχασα στη βροχή;». Την αλήθεια του την πήρε το ποτάμι.
Οι άστεγοι του οικισμού γυρνούν στα σημεία που έμεναν όπως τα πουλιά πάνω από τα δέντρα μετά τη φωτιά. Ψάχνουν το μέρος τους, αλλά θα πρέπει να πετάξουν χαμηλά. Να περπατήσουν μέχρι τις καρέκλες που έχουν βάλει μαζί, για να φτιαχτεί μια επιφάνεια που θα χωράει επάνω το φαγητό τους κι όσα πράγματα απέμειναν.
Μέσα σε αυτή τη στοιχειωμένη πραγματικότητα από το βουητό του νερού, κυλάνε ανάμεσα οι άνθρωποι του οικισμού. Δυο γυναίκες με μωρά με υποδέχονται στο όρθιο σπιτικό τους. Πόδια γυμνά, χέρια γεμάτα για την αγκαλιά των μικρών μελών της οικογένειας. Η μία είναι η Σπυριδούλα. Έχει τυλιγμένο σ’ ένα κατάλευκο καθαρό κουβερτάκι το μωράκι της, μόλις ενός μήνα. «Δεν είναι και τυχερό. Τον συμπλήρωσε την ημέρα που ήρθε η πλημμύρα».
Ποιος είναι όμως τυχερός. Τα γενέθλιά των Ρομά είναι επέτειοι με πληγές. Δεν είναι μόνο το δύσκολο περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν. Είναι οι διακρίσεις που υφίστανται, οποιαδήποτε κι αν είναι η περίσταση. Τα λεωφορεία που τους πήραν από τα βυθισμένα σπίτια, τους άφησαν σ’ ένα κλειστό Γυμναστήριο. Εκεί δεν υπήρχε ούτε ένα κρεβάτι. Άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, μ’ ένα σώμα ταλαιπωρημένο περισσότερο απ’ τον μέσο κανόνα, έπρεπε να βρουν τον τρόπο να λυγίσουν γόνατα που δεν λυγίζουν για να ξαπλώσουν στο δάπεδο.
Η επιστροφή στον οικισμό ήταν αναγκαία. Όμως η καθημερινότητα δεν μπορούσε να επιστρέψει στο σημείο που βρισκόταν πριν την πλημμύρα. Τα βήματα κόλλαγαν πάνω στη λάσπη και δεν μπορούσαν να γίνουν τα επόμενα. Ένας απέραντος βάλτος, με βαρύ αποτύπωμα πάνω σε όλα τα αντικείμενα, καθώς δεν αρκούσε για να φύγει το χώμα, μια κίνηση του χεριού. Τίποτα δεν θα μπορούσε να καθαρίσει εύκολα.
Κι από βοήθεια δεν υπήρχε ούτε μια εξάδα με νερό. «Δώστε μας έστω τα ξύλα για το σπίτι», ήταν το μήνυμα που ήθελε ο κ. Γιώργος να μεταφέρω. Μια τόσο ταπεινή διεκδίκηση από έναν άνθρωπο που είχε πάνω του την τελευταία του φορεσιά κι ήθελε απλά να βάλει πάλι κάπου τη σακούλα με τα πολύτιμά του…
karditsastakra