Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Γερμανία, η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο και η πρώτη στην Ευρώπη, θα είναι η μόνη ανεπτυγμένη χώρα της οποίας το ΑΕΠ δεν θα αυξηθεί κατά το τρέχον έτος.
Πριν από 20 χρόνια, η Γερμανία αντιμετώπιζε συνεχή μείωση του ΑΕΠ της, υψηλή ανεργία και χαμηλή ζήτηση των προϊόντων της στο εξωτερικό.
Οι μεταρρυθμίσεις όμως του τότε καγκελάριου Schroeder, μπορεί να κόστισαν στον ίδιο την εξουσία, αλλά οδήγησαν στην εκρηκτική αύξηση της απασχόλησης και στην επιστροφή της γερμανικής οικονομίας στην ανάπτυξη.
Με μια λεπτομέρεια: δομικά στοιχεία της ανάκαμψης υπήρξαν η φθηνή (ρωσική) ενέργεια και τα (φθηνά) εργατικά χέρια από την ανατολική Ευρώπη.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 τα άλλαξε όλα: η Γερμανία έχασε τη Ρωσία ως ενεργειακό προμηθευτή και αξιόπιστο εμπορικό εταίρο.
Η σχεδόν καθολική εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια οδήγησε σε ανατροπές που δεν είχαν προβλεφθεί και οι οποίες επιπλέον έθεταν υπό αμφισβήτηση υπαρξιακά ζητήματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Οι ανατροπές αυτές, όπως συμβαίνει συνήθως, αποδείχθηκαν εξαιρετικά κοστοβόρες.
Η εξασφάλιση εναλλακτικών αγορών ενέργειας, η οικονομική στήριξη των νοικοκυριών, η εγκατάλειψη σημαντικών στοιχείων της «πράσινης» μετάβασης προκειμένου να μην καταρρεύσει η βιομηχανία, κόστισαν και κοστίζουν στη Γερμανία χρήματα που σε μεγάλο βαθμό δανείζεται.
Οριακή ύφεση εδώ κι ένα χρόνο
Το αποτέλεσμα; Κατά το β’ τρίμηνο του 2023 η ανάπτυξη παρέμεινε στο 0,1%, ενώ εδώ και έναν χρόνο η οικονομία βρίσκεται σε οριακή ύφεση και ο πληθωρισμός αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανθεκτικός, στο 6,2%.
Ο συνδυασμός των δύο έχει οδηγήσει σε στασιμοπληθωρισμό (Stagflation), ενώ το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών DIW διόρθωσε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη κατά το τρέχον έτος, από -0,2% σε -0,4%. «Τα νοικοκυριά ξοδεύουν κάπως, λόγω και της μείωσης του πληθωρισμού, αλλά η προσανατολισμένη στις εξαγωγές γερμανική οικονομία επιταχύνει τους ρυθμούς της υπερβολικά αργά, παρά τη βελτιωμένη κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας», ανακοίνωσε το DIW, εξηγώντας ότι μεγάλο πρόβλημα παραμένει η περιορισμένη ζήτηση από την Κίνα.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, τον Ιούλιο οι εξαγωγές προς την Κίνα, οι οποίες φθάνουν το 3% του γερμανικού ΑΕΠ, συρρικνώθηκαν κατά περισσότερο από 6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Στο μεταξύ, οι Γερμανοί παραμένουν …Γερμανοί. Παρά τις αυξήσεις στους μισθούς που σημείωσαν ρυθμό ρεκόρ κατά το β’ τρίμηνο με 6,6%, πυροδοτώντας φόβους για αύξηση του πληθωρισμού, επιμένουν να μην ξοδεύουν όσο θα ήθελε η κυβέρνηση.
Οι δείκτες κατανάλωσης και καταναλωτικής πίστης κατρακυλούν, υπό τον φόβο μιας νέας ενεργειακής κρίσης και των συνεπειών της παράτασης του πολέμου. Ο «στασιμοπληθωρισμός» προκαλεί απαισιοδοξία, εξηγεί στο CNN ο Τόμας Ομπστ από το Ινστιτούτο της Κολωνίας.
Προς χρεοκοπία οδεύει το γερμανικό οικονομικό μοντέλο
Ο πόλεμος αποκάλυψε μεταξύ άλλων και τις αδυναμίες του οικονομικού μοντέλου της χώρας, το οποίο αποτελεί ένα μίγμα ανταγωνιστικού κόστους, τεχνολογικής υπεροχής και γεωπολιτικής σταθερότητας. Αυτήν τη στιγμή θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι κανένα από τα τρία στοιχεία δεν υφίσταται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο βιομηχανικοί τομείς στους οποίους η Γερμανία είχε συνηθίσει να ηγείται παγκοσμίως, η χημική/φαρμακευτική βιομηχανία και η αυτοκινητοβιομηχανία, χάνουν σταδιακά τον ρόλο τους.
Η πρώτη λόγω των προβλημάτων στην προμήθεια πρώτων υλών και γραφειοκρατίας και η δεύτερη λόγω, αφενός αυξημένου κόστους παραγωγής, χαμηλής ζήτησης, κακού στρατηγικού σχεδιασμού και αδυναμίας να προβλεφθεί – αν όχι να διαμορφωθεί – το μέλλον της αυτοκίνησης και αφετέρου λόγω του μεγάλου πλέον ανταγωνισμού.
Αν σκεφτεί κανείς μόνο την ηλεκτροκίνηση, οι γερμανικές εταιρίες τρέχουν σήμερα να προλάβουν την Tesla του Ίλον Μασκ και τους κινέζους κατασκευαστές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα στα δύο ηλεκτρικά αυτοκίνητα που πωλούνται παγκοσμίως βρίσκεται στην Κίνα και ότι οι Κινέζοι επιλέγουν όλο και περισσότερο εγχώρια προϊόντα. Η BYD, η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας, πούλησε κατά το α’ εξάμηνο του έτους κατά 29% περισσότερα ηλεκτρικά αυτοκίνητα από ό,τι η Tesla και κατά 20 φορές περισσότερα από την Volkswagen στην Κίνα.
Συνολικά, το 80% των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Κίνα προέρχεται πλέον από εγχώριες εταιρίες και μεταξύ των δέκα πρώτων μοντέλων σε πωλήσεις, δεν υπάρχει κανένα γερμανικό αυτοκίνητο.
Η VW πάντως, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επίθεση, προχώρησε σε σύμπραξη με την κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία Xpeng, με στόχο να φέρει στην αγορά της ασιατικής χώρας δύο νέα ηλεκτροκίνητα μοντέλα έως το 2026.
Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες χάνουν την κινέζικη αγορά
Οι Κινέζοι όμως φαίνεται ότι έχουν μεγαλύτερες φιλοδοξίες και διεκδικούν πλέον με απαιτήσεις και την αγορά των πολυτελών αυτοκινήτων, ασκώντας σοβαρή πίεση στις BMW, Mercedes και Audi, ακόμη και στην Porsche.
Ένας από τους λόγους είναι η τεχνολογική πρόοδος της Κίνας, η οποία, στην περίπτωση των αυτοκινήτων, διατίθεται σε σαφώς πιο προσιτές τιμές από αυτή των Γερμανών, που είχαν συνηθίσει να μοσχοπουλούν ως «έξτρα» τις διάφορες πολυτέλειες των αυτοκινήτων τους.
«Οι Κινέζοι εξελίσσονται σε υπερδύναμη στην αυτοκίνηση», δήλωσε στην DW ο Φαμπιάν Πιοντέκ, ειδικός αναλυτής της αυτοκίνησης για την AlixPartners και προέβλεψε ότι οι εποχές της κερδοφορίας των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών φθάνουν στο τέλος τους. Ταυτόχρονα, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους των υλικών και της ενέργειας, έχουν παραλύσει τον κατασκευαστικό κλάδο, με τις ακυρώσεις αδειών οικοδομής να αυξάνονται ραγδαία. Όπως ανακοίνωσε το Ινστιτούτο Οικονομικών Μελετών Ifo του Μονάχου, το 40% των κατασκευαστικών εταιριών ανέφερε έλλειψη παραγγελιών κατά μέσο όρο ύψους 10,8% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Τα ειδικά προβλήματα της γερμανικής οικονομίας είναι λίγο πολύ γνωστά: χαμηλή ζήτηση από την Κίνα, δημογραφικό, υψηλός εταιρικός φόρος και κόστος παραγωγής. Και αν το πρώτο μπορεί να θεωρηθεί και παροδικό – παρότι οι Κινέζοι έχουν δραστικά περιορίσει την εξάρτησή τους από γερμανικά προϊόντα – , τα άλλα δύο δε φαίνεται να αλλάζουν σύντομα – εξ ου και ο τίτλος του «ασθενή της Ευρώπης». Ναι, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία στοιχειώνουν ακόμη την ατμομηχανή της Ευρώπης, αλλά στην πραγματικότητα μάλλον έφεραν στην επιφάνεια ήδη υπάρχοντα – και λίγο έως πολύ γνωστά – προβλήματα. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι την τελευταία δεκαετία το Βερολίνο δεν έκανε την παραμικρή οικονομική μεταρρύθμιση, με αποτέλεσμα να χάσει έδαφος, ειδικά σε τομείς όπως η ψηφιοποίηση, οι υποδομές και η ανταγωνιστικότητα. Οι πιο απαισιόδοξοι μιλούν ακόμη και για υπαρκτό κίνδυνο «αποβιομηχάνισης» της γερμανικής οικονομίας.
Στον αντίποδα, πολλοί αναλυτές θεωρούν μάλλον υπερβολική την καταστροφολογία, ακόμη και τη συζήτηση για τον «ασθενή της Ευρώπης». Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, ο οικονομολόγος που μίλησε πρώτος για αυτόν τον «ασθενή» το 1998, είναι σήμερα πιο επιφυλακτικός. Όπως έγραψε την περασμένη εβδομάδα σε έκθεσή του για την Berenberg Bank, η Γερμανία βρίσκεται σήμερα σε σαφώς ισχυρότερη θέση: ρεκόρ ποσοστών απασχόλησης, ισχυρή δημοσιονομική κατάσταση, δύο στοιχεία που την καθιστούν ανθεκτικότερη στους οικονομικούς κραδασμούς. Η κυβέρνηση, σημειώνει ο ίδιος, λαμβάνει τώρα και μέτρα διευκόλυνσης της μετανάστευσης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, προκειμένου να καλυφθούν τα κενά και νομοθετεί ταχύτερες διαδικασίες για την έγκριση επενδύσεων στις υποδομές.
Ο κ. Σμίντινγκ αναδεικνύει ακόμη την ταχύτητα με την οποία η Γερμανία προχώρησε στην κατασκευή τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ως απόδειξη ευελιξίας της οικονομίας της. Αυτή η ευελιξία, εξηγεί, οφείλεται επίσης στον μεγάλο αριθμό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. «Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από τους ανταγωνιστές της.
Η Γερμανία είναι η αδιαμφισβήτητη παγκόσμια πρωταθλήτρια των “κρυμμένων πρωταθλητών”», προσθέτει χαρακτηριστικά. Παραλείπει ωστόσο να αναγνωρίσει ότι ήταν η ισχυρή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας που της επέτρεψε τελικά να πληρώνει «όσο όσο» προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της.
Ασθενής και η κυβέρνηση;
Στα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας θα μπορούσε κανείς να συγκαταλέξει και τον αρμόδιο υπουργό. Ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας και Κλιματικής Προστασίας Robert Habeck συγκεντρώνει την αυστηρότερη κριτική εχθρών και φίλων.
Είναι που ο ίδιος έχει σπουδάσει λογοτεχνία και φιλοσοφία και έγραφε ποιήματα μέχρι να αναλάβει το υπερυπουργείο; Είναι που κάθε μεγαλόπνοο σχέδιό του αποδεικνύεται ανεφάρμοστο και αναθεωρείται μέχρις εξαντλήσεως; Είναι που μιλάει πολύ και συχνά αφήνει να φανεί ότι δεν καταλαβαίνει τα στοιχειώδη της οικονομίας;
«Από οικονομία; Δεν έχει ιδέα», σχολίαζε την περασμένη εβδομάδα το περιοδικό Focus, αναφερόμενο στη νέα έκκληση – διαταγή του κ. Χάμπεκ προς τους αυτοκινητοβιομήχανους της Γερμανίας, να επενδύσουν στην εγχώρια αγορά. Η αυτοκινητοβιομηχανία έχει «καθήκον» να διατηρήσει τη Γερμανία ανταγωνιστική ως επιχειρηματική τοποθεσία, είπε στους επικεφαλής των εταιρειών. Επί της ουσίας βέβαια «καθήκον» των αυτοκινητοβιομηχανιών είναι να παράγουν ανταγωνιστικά αυτοκίνητα. Και θα συνεχίσουν να τα παράγουν στη Γερμανία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας, μόνο εάν μπορούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό σε συμφέρουσα τιμή. Η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας ως επιχειρηματικής έδρας, αντιθέτως, είναι στην πραγματικότητα ευθύνη της πολιτείας – με τη δημιουργία υποδομών, ψηφιακών υπηρεσιών, με τους φόρους και βέβαια τις τιμές ενέργειας.
Κορυφαία πρόβλημα η ακριβή ενέργεια
Προς έκπληξη του ποιητή κ. Habeck, κανένας διευθυντής αυτοκινητοβιομηχανίας δεν θα συνεχίσει να παράγει στη Γερμανία χωρίς κέρδος, μόνο και μόνο από αυξημένο αίσθημα πατριωτισμού. Αν όμως πραγματικά το 50% της οικονομίας είναι ψυχολογία, όπως έλεγε ο Λούντβιχ Έρχαρτ, το άλλο δεν μπορεί παρά να είναι η πραγματικότητα.
Και η πραγματικότητα σήμερα είναι ότι τα γερμανικά προϊόντα, κυρίως λόγω της ακριβής ενέργειας, έχουν πλέον κόστος παραγωγής που τα καθιστά μη ανταγωνιστικά.
Η πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικών Αυτοκινητοβιομηχανιών Χίλντεγκαρντ Μύλερ προειδοποιεί ότι ο κλάδος δεν θα είναι πλέον σε θέση να διατηρήσει τη θέση του έναντι ξένων ανταγωνιστών, λόγω του δραματικά υψηλού ενεργειακού κόστους.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στη φαρμακοβιομηχανία, με την ανάπτυξη νέων φαρμάκων στη Γερμανία να καθίσταται διαρκώς λιγότερο ελκυστική. Για πολλά χρόνια, η Γερμανία ήταν πρώτη στην Ευρώπη και δεύτερη στον κόσμο στη διεξαγωγή κλινικών ερευνών για νέα φάρμακα. Σήμερα βρίσκεται μόλις στην έβδομη θέση παγκοσμίως. Τα αίτια; Ενδεικτικά, η έγκριση μιας κλινικής έρευνας απαιτεί στη Γερμανία από 128 έως 298 ημέρες, ενώ στη Γαλλία από 24 έως 76.
Η συνταγή γράφει «λιτότητα»
Αντί όμως για περιορισμό της γραφειοκρατίας, μείωση του ενεργειακού κόστους ή αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, η συζήτηση στο Βερολίνο περιστρέφεται σήμερα κυρίως γύρω από τη λιτότητα και από το πώς θα επιστρέψει η χώρα στον μηδενικό δανεισμό και στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
«Η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να υιοθετήσει αλλαγές και να τις εφαρμόσει και όχι να προσπαθεί απλώς να εμπεδώσει την ισχύουσα κατάσταση. Αυτό απαιτεί ουσιαστικές δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές και στην παιδεία, καθώς και απλοποίηση των κανονισμών και της γραφειοκρατίας», δηλώνει ο Μαρσέλ Φράτσερ, επικεφαλής του DIW στην ισπανική El Pais.
Σύμφωνα όμως με τον Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής της ING για τη Γερμανία και την Ευρωζώνη, μια τέτοια αναστροφή της επενδυτικής αδράνειας προϋποθέτει αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες της χώρας, ακόμη και παράταση της άρσης του «φρένου χρέους» που αποφασίστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ασχέτως όμως του εάν τελικά η Γερμανία είναι πράγματι και πάλι «ο ασθενής της Ευρώπης», αν υποφέρει από ελαφρύ …κρυολόγημα ή από βαριά νόσο, το βέβαιο είναι ότι η κατάσταση – και η ψυχολογία – δεν θυμίζουν σε τίποτα την προηγούμενη δεκαετία της αδιαμφισβήτητης ευρωστίας.
Η δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση αυξάνεται, τα κόμματα του συνασπισμού (SPD, Πράσινοι, FDP) δίνουν την εντύπωση ότι δεν κάνουν μαζί και οι μεγάλες αλλαγές σπρώχνονται συνεχώς προς το απώτερο μέλλον. Μια από τις άμεσες συνέπειες της κατάστασης είναι η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) παγιώνεται στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων με ποσοστά κοντά στο 22% και δεν μπορεί πλέον να περιφρονηθεί ως συγκυριακό φαινόμενο, ειδικά όταν τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής, της μετανάστευσης και του πολέμου θα δυσκολεύουν όλο και περισσότερο τις αποφάσεις της πολιτικής.
Η Γερμανία ωστόσο παραμένει και θα παραμείνει η ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης. Και παρόλη τη συχνά δικαιολογημένη δυσαρέσκεια των εταίρων της για τη στάση της, δεν συμφέρει κανέναν η παρακμή της – ούτε σε οικονομικό ούτε σε πολιτικό επίπεδο.
Γερμανία .