Το φάντασμα της χρεοκοπίας επιστρέφει στην Ευρωζώνη, μετά την ελληνική κρίση, με την Ιταλία να αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο.
Τα υψηλά επιτόκια δυσχεραίνουν την αναχρηματοδότηση του χρέους, ιδιαίτερα στις πιο ευπαθείς οικονομίες της ευρωζώνης, όπως η Ιταλία.
Εν τω μεταξύ, ακόμη και στη Γερμανία ο υπουργός Οικονομικών Kristian Lindner, εκτιμά ότι το 2023 θα πρέπει να δαπανήσει μόνο για τοκοχρεολύσια ποσό 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεκαπλάσιο από το αντίστοιχο του 2022, που δεν ξεπερνούν σε τα 4 δις ευρώ, όπως τονίζει η Deutsche Welle.
Την ίδια στιγμή η Ιταλία, σύμφωνα με υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών στη Ρώμη, θα αναγκαστεί να πληρώσει πάνω από 100 δις. ευρώ για την αναχρηματοδότηση του χρέους της το 2024.
Ο Δανός οικονομολόγος Nils Tigesen προτείνει να συμφωνήσουν όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης σε ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο για τη μείωση χρέους, προτού ξεφύγει η κατάσταση από κάθε έλεγχο και επανεμφανισθεί το «φάντασμα» της χρεοκοπίας, όπως είχε συμβεί προ ετών στην Ελλάδα. Τα μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετωπίζει η κυβέρνηση της Giorgia Meloni στην Ιταλία, αλλά δεν είναι η μόνη.
Σημαντικές προσπάθειες για την εξυγίανση του προϋπολογισμού θα πρέπει επίσης να καταβάλουν η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Κύπρος, αναφέρουν οι ειδικοί του European Fiscal Board.
Παρά τις πολύμηνες διαβουλεύσεις επί του ζητήματος, μεταξύ των υπουργών Οικονομικών δεν υπάρχει ενιαία γραμμή για το πώς θα επιτευχθεί η σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών χωρίς να «στραγγαλίζεται» η ανάπτυξη, αλλά και χωρίς να επιβάλλονται οδυνηρά μέτρα λιτότητας.
Με το υψηλότερο discount των τελευταίων 35 ετών οι μετοχές στον FTSE MIB
Την ίδια ώρα, οι ιταλικές μετοχές διαπραγματεύονται με το υψηλότερο discount των τελευταίων 35 ετών σε σύγκριση με τις παγκόσμιες μετοχές, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν για τις δημοσιονομικές προοπτικές σε μια από τις πιο υπερχρεωμένες οικονομίες της Ευρώπης, αν και ορισμένοι εκτιμούν ότι οι μετοχές είναι πολύ φθηνές για να τις αγνοήσουν.
Ενώ οι ιταλικές μετοχές ήταν ιστορικά φθηνότερες από τις αντίστοιχες παγκόσμιες, το discount τους έχει πλέον διευρυνθεί στο 50%, το μεγαλύτερο χάσμα από το 1988, και διατηρείται σε αυτό το επίπεδο εδώ και δύο μήνες. Αυτό είναι διπλάσιο από το μέσο χάσμα που παρατηρήθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Οι αδύναμοι κρίκοι
Ναι, ο δείκτης blue chip του Μιλάνου έχει κάνει ράλι φέτος, καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένος σε τραπεζικές μετοχές που έχουν επωφεληθεί από την πιο απότομη αύξηση των επιτοκίων της ευρωζώνης που έχει καταγραφεί ποτέ.
Αλλά οι εταιρείες με εγχώρια εστίαση σε τομείς όπως οι καταναλωτές και οι βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν πληγεί από τη γήρανση του πληθυσμού, το χρέος που ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ και δύο δεκαετίες σχεδόν μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης, η οποία διακόπηκε μόνο για λίγο από την ανάκαμψη μετά την covid. Αυτό έχει αφήσει τις ιταλικές μετοχές συνολικά πιο φτηνά αποτιμημένες ακόμη και από τις ταλαιπωρημένες μετοχές του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες διαπραγματεύονται με έκπτωση 33% σε σχέση με τις παγκόσμιες ομοειδείς τους.
Η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά της Ιταλίας “δεν είναι ιδιαίτερα ένας τομέας στον οποίο θα ήθελα να εκτεθώ”, δήλωσε ο Chris Hiorns, επικεφαλής του τμήματος πολλαπλών περιουσιακών στοιχείων και ευρωπαϊκών μετοχών της EdenTree στο Reuters, επικαλούμενος την ανησυχία για τις δημοσιονομικές προοπτικές της Ιταλίας.
Ανησυχία για το δημοσιονομικό έλλειμμα
Οι πρόσφατες περικοπές στην οικονομική ανάπτυξη και οι αυξήσεις στις προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα αναζωπύρωσαν την ανησυχία, ωθώντας το premium που ζητούν οι επενδυτές για τη διακράτηση 10ετών ιταλικών ομολόγων έναντι της ασφαλέστερης Γερμανίας πάνω από 200 μονάδες βάσης (μ.β.) τον περασμένο μήνα. Η διαφορά αυτή έχει μειωθεί, αλλά παραμένει ευάλωτη.
Με το βλέμμα στη Fitch
Tην Παρασκευή, η Fitch θα επανεξετάσει την πιστοληπτική αξιολόγηση BBB της Ιταλίας και τις σταθερές προοπτικές της. “Δεν μπορεί να αποκλειστεί μια αλλαγή στις προοπτικές, δεδομένης της χαμηλότερης ανάπτυξης, των υψηλότερων δαπανών για τα επιτόκια και της επιδείνωσης της δημοσιονομικής θέσης της Ιταλίας”, αναφέρει η Barclays σε σημείωμά της.
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι κάθε αύξηση των κρατικών spreads κατά 10 μονάδες βάσης, αφαιρεί περίπου 2% από τις ιταλικές τραπεζικές μετοχές και 1,5% από τον δείκτη FTSE MIB. Συμβουλεύει να αποφεύγεται ο δείκτης των blue chip μετά την υπεραπόδοσή του.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ιταλίας περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από τις δυσκολίες της να εκπληρώσει τους όρους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αντάλλαγμα για τα δισεκατομμύρια ευρώ των κεφαλαίων ανάκαμψης μετά την πανδημία.Οι συγκρούσεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή απειλούν εν τω μεταξύ να προκαλέσουν νέα αύξηση των τιμών της ενέργειας και να αποδυναμώσουν την ανάπτυξη.