Αναφερόμαστε πάντοτε στο χρέος της κεντρικής διοίκησης – στα χρήματα δηλαδή που πραγματικά χρωστάει το ελληνικό κράτος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Το χρέος αυτό, από 356,014 δις € στα τέλη του 2019 έφτασε στα 406,532 δις € στα τέλη του 2023 – οπότε αυξήθηκε κατά 50,508 δις € σε τέσσερα χρόνια.
Το 2019 το ΑΕΠ μας (σε σταθερές τιμές 2015, δηλαδή χωρίς τον πληθωρισμό), ήταν 183,777 δις € στα τέλη του 2019 και έφτασε στα 194,494 δις € στα τέλη του 2023 – άρα αυξήθηκε κατά 10,717 δις € (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Δηλαδή μπήκαν 50,508 δις € δανεικά στην οικονομία μας και αύξησαν το ΑΕΠ κατά 10,717 δις € – επομένως, για κάθε 1 € δανεικά πετύχαμε 0,21 € περίπου πραγματική ανάπτυξη.
Το ωρομίσθιο της ντροπής
Η μελέτη του ΚΕΠΕ έχει σχέση με το ωρομίσθιο των Ελλήνων σε όρους αγοραστικής δύναμης – τεκμηριώνοντας πως είμαστε πια τελευταίοι στην ΕΕ (κόκκινη καμπύλη), πίσω ακόμη και από τη Βουλγαρία. Ακόμη χειρότερα, αποδεικνύει πως συμβαίνει ήδη από το 2021 – οπότε ότι, η κατάσταση αυτή έχει δυστυχώς παγιωθεί, αποτελεί δομικό πρόβλημα και η τάση είναι προς τα κάτω.
Με απλά λόγια, αποδεικνύει πως οι Έλληνες πρέπει να εργάζονται πολύ περισσότερο από τους άλλους Ευρωπαίους για να επιβιώσουν – για παράδειγμα, 25 ημέρες περισσότερο ετήσια από τους Πορτογάλους. Ο κάθε εργαζόμενος πάντως στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να το επιβεβαιώσει εμπειρικά – ενώ εάν εδώ προσθέσουμε τις υπόλοιπες συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα, η εικόνα θα σκοτεινιάσει ακόμη πιο πολύ.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Προφανώς λόγω της πολύ χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας – σημειώνοντας ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του 2021, ο κάθε απασχολούμενος στην Ελλάδα παρήγαγε αξία 23.000 € ετησίως, έναντι 60.200 € στην ΕΕ, οπότε ευρισκόταν στο 38,3% του μέσου όρου! Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν, για να καλυφθεί η απόσταση θα έπρεπε να εργάζεται 2,6 φορές περισσότερο, από το μέσο Ευρωπαίο – η ο μισθός του να είναι 2,6 φορές χαμηλότερος!
Το πρόβλημα λοιπόν των χαμηλών ωρομισθίων έχει άμεση σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας που με τη σειρά της εξαρτάται από τις επενδύσεις – οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα, οπότε την ανταγωνιστικότητα.
Σοβαρές επενδύσεις όμως στην εγχώρια παραγωγή δεν γίνονται στην Ελλάδα – επειδή οι Πολίτες δεν εμπιστεύονται την Πολιτεία, η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί σωστά, ούτε βέβαια το δημόσιο, η υπερφορολόγηση είναι τρομακτική, βιώσιμες πιστώσεις από τις τράπεζες δεν παρέχονται, το κράτος επιδοτεί μόνο τον τουρισμό και τις ανεμογεννήτριες/φωτοβολταϊκά (οι φορολογούμενοι επίσης μέσω των λογαριασμών ρεύματος) κοκ.
Απέναντι σε αυτήν τη μελέτη του ΚΕΠΕ τώρα, ο Κ. Χατζηδάκης πρόβαλλε χωρίς ίχνος ντροπής το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων – έναν πίνακα που στην ουσία εμπεριέχει όλα τα εισοδήματα των εργαζομένων από όλες τις πηγές και όχι μόνο τους μισθούς (επιδόματα κλπ.). Γιατί το έκανε; Προφανώς για να παραπλανήσει τους Έλληνες – κάτι που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού όταν μία κυβέρνηση ωραιοποιεί τα γεγονότα για λόγους χειραγώγησης των ψηφοφόρων, δεν πρόκειται ποτέ να τα λύσει.
Σε κάθε περίπτωση, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά περισσότερες ώρες εργασίας – έως ότου οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν πια να ανταπεξέλθουν με τους συνεχώς χαμηλότερους πραγματικούς μισθούς (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού), καθώς επίσης με τις όλο και πιο πολλές ώρες εργασίας (ήδη οι Έλληνες εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα), οπότε η οικονομία μας θα καταρρεύσει.
Η μάστιγα της «ακρίβειας Χατζηδάκη»
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ελλήνων σήμερα είναι η ακρίβεια – όχι όμως της Ελλάδας, όσον αφορά τουλάχιστον την κυβέρνηση της. Γιατί αυτή η διαφοροποίηση; Απλούστατα, επειδή η άνοδος των τιμών (α) αυξάνει τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου, μειώνοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού και (β) μειώνει το δείκτη χρέους, ως προς το πληθωριστικό ΑΕΠ.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως μόνο για αυτούς τους δύο δείκτες υπερηφανεύεται ο Κ. Χατζηδάκης, ο εκκαθαριστής της Ελλάδας, ο οποίος ασφαλώς δεν ενδιαφέρεται για τους Πολίτες – αφού όλοι οι άλλοι οικονομικοί δείκτες είναι στο βαθύ κόκκινο.karditsastakra