Τι λέει η Άνγκελα Μερκελ στην πολυδιαφημισμένη αυτοβιογραφία της «Ελευθερία» για την κρίση στην Ελλάδα και τα Μνημόνια
Υπήρξε η ισχυρότερη πολιτικός της Ευρώπης, αλλά ποτέ της δεν έγινε τολμηρή. Στις τέσσερις θητείες της ως ηγέτιδα της Γερμανίας και της Ε.Ε. η Μέρκελ μένει στην Ιστορία για την τάση της να αναβάλει τις μεγάλες αποφάσεις, κάνοντας έτσι τα πράγματα χειρότερα.
Στην πράξη πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της διακυβέρνησής της παζαρεύοντας με τους κυβερνητικούς της εταίρους και φροντίζοντας να διαχειρίζεται κάθε κρίση λογικά και ήπια κατά την ίδια, αλλά κατ’ ουσίαν φοβικά. Πίσω της άφησε μια οπισθοδρομική Ευρώπη, έναν μαινόμενο Πούτιν και μια υφεσιακή Γερμανία με καθοδικές εξαγωγές και αδύναμη κυβέρνηση.
Σε μια μόνο περίπτωση η Μέρκελ επέδειξε ορμή και σιδερένια αποφασιστικότητα, σε αυτήν της Ελλάδας. Μαζί με τον Σόιμπλε έβγαλαν όλη τη μισαλλοδοξία τους θυμίζοντας άλλες εποχές.
Τώρα, στις 26 Νοεμβρίου, κυκλοφορεί το πολυδιαφημισμένο βιβλίο «Ελευθερία» με τα απομνημονεύματα της πρώην καγκελαρίου. Ιδανικά θα περίμενε κανείς μια καταγραφή για το πώς η Μέρκελ κατάφερε να «τρέχει» τη Γερμανία σαν καλολαδωμένη μηχανή.
Σήμερα, όμως, που σχεδόν κάθε απόφαση της Γερμανίδας αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος, είτε ότι έκανε τα πράγματα χειρότερα είτε ότι ξεπεράστηκε ως εσφαλμένη, το βιβλίο της μοιάζει περισσότερο με μια ενοχική απολογία διαχείρισης κρίσεων. Όσα λέει διακρίνονται από μια σταθερή ατολμία απέναντι στην αλήθεια. Όπως ήταν και η διακυβέρνησή της.
Για την Ελλάδα η Μέρκελ στο βιβλίο της αναφέρεται ελαφρώς σε Παπανδρέου και Σαμαρά, ενώ περισσότερα γράφει για τον Αλέξη Τσίπρα. Είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός για τον οποίο δείχνει μια μεγαλύτερη συμπάθεια, άγνωστο αν αυτό είναι ειλικρινές ή προσπάθεια να φανεί ανθρώπινη παρά τους συνολικά μοιραίους χειρισμούς της στην ελληνική κρίση.
Μέχρι και τα… αγγλικά του Αλέξη Τσίπρα τα βρήκε προφανώς χαριτωμένα, ενώ αναφέρεται και στην αμήχανη στιγμή που ο τότε πρωθυπουργός προτίμησε να χαιρετήσει πρώτα το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke).
Η Μέρκελ «ανυπομονούσε» να τον συναντήσει στην πρώτη του επίσκεψη στο Βερολίνο το 2015 και αποκαλύπτει ότι τον Τσίπρα, που τότε ήταν εν πολλοίς το «εξωτικό πουλί» των ευρωπαϊκών ΜΜΕ, αφού εκλέχθηκε ως αντιμνημονιακός πρωθυπουργός, «οι φωτογράφοι τον περίμεναν ως σταρ».
Γράφει ότι υπήρξε γι’ αυτήν «έκπληξη η στάση του Τσίπρα το 2015», όταν της αποκάλυψε ότι στο δημοψήφισμα θα στήριζε το «όχι».
Θυμάται ότι ο Τσίπρας ήταν ιδιαιτέρως «σιωπηλός στη Σύνοδο Κορυφής» και πως όλοι τότε περίμεναν ότι Μέρκελ – Τσίπρας «θα συγκρουστούν σαν δύο κόσμοι». Αναφέρεται ακόμη και στην τελευταία φορά που συναντήθηκε μαζί του το 2019, σε μια ψαροταβέρνα στην Καστέλα.
Για τον Γιώργο Παπανδρέου γράφει ότι της έκανε έκπληξη η στάση του όταν ανακοινώθηκε αναθεώρηση του ελλείμματος από 3,7% σε 10,7%. Και θυμάται ότι ο Αντώνης Σαμαράς πιθανολογούσε πως ο Τσίπρας θα αποτελέσει, μάλλον, «παρένθεση».
Για τους χειρισμούς της στο Προσφυγικό το 2015, που άνοιξε τα γερμανικά σύνορα σε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες με την ιστορική ατάκα της «Wir schaffen das» («Θα τα καταφέρουμε»), λέει ότι δεν έχει μετανιώσει. Κι ας παγίωσαν έκτοτε οι χειρισμοί της την Ελλάδα σε άτυπη «γερμανική» αποθήκη ανθρώπων.
Για την υπόθεση της Ελλάδας η Μέρκελ παγίως επιμένει ότι «το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας ήταν μονόδρομος για τη σταθεροποίηση του συνόλου της ευρωζώνης» και προτιμά να παρουσιάζεται ως αυτή που κράτησε τη χώρα μας στο ευρώ, προσπερνώντας χωρίς πολλά – πολλά την πλήρη διάλυση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας μέχρι σήμερα.
Στη Μέρκελ πάντοτε άρεσε να υπονοεί μια έστω προσωπική της συμπάθεια προς την Ελλάδα, όπως όταν παλιότερα σε συνέντευξη έλεγε: «Στην περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα, μαζί με μια ομάδα συμμαθητριών μου και τη βοήθεια της μητέρας μου, που είχε αρχαιοελληνική εκπαίδευση, έστελνα κάρτες με το σύνθημα «Λευτεριά στον Μίκη Θεοδωράκη», τον οποίο είχε φυλακίσει η χούντα. Απογοητεύτηκα, φυσικά, έπειτα, όταν ο Μίκης μετά την αποφυλάκισή του επέλεξε για την πρώτη του συναυλία στη Γερμανία τη δυτική Ομοσπονδιακή Γερμανία και όχι την κομμουνιστική DDR».
Στην πράξη, βέβαια, η Μέρκελ μαζί με τον Σόιμπλε και τα συμφέροντα που οι δυο τους εξυπηρετούσαν γονάτισαν την Ελλάδα όσο κανείς άλλος ξένος από το 1945 και μετά.
Μέσα στις 752 σελίδες του βιβλίου της η Μέρκελ περιγράφει τον Τραμπ ως «συναισθηματικό» και καθοδηγούμενο από «μνησικακίες και ανάγκη», σε αντίθεση με τη δική της «πραγματιστική» προσέγγιση.
Η Μέρκελ, η οποία μιλά άψογα ρωσικά, βρίσκει τον Πούτιν «χειριστικό και εκδικητικό», αλλά παραδέχεται ότι «είχε μερικά έγκυρα επιχειρήματα στην περιβόητη αντιδυτική διατριβή του στη διάσκεψη ασφαλείας του Μονάχου το 2007». Και γράφει για τον φόβο του Ρώσου προέδρου ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ μετά την αποχώρηση της Γερμανίδας από την εξουσία. Συγκεκριμένα, καταγράφει ότι ο Πούτιν τής είχε πει: «Δεν θα μείνεις καγκελάριος για πάντα. Μετά η Ουκρανία θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Θέλω να το αποτρέψω αυτό».
Για τη Μέρκελ η Ιστορία ήδη έχει αποφανθεί. Μόνο με την Ελλάδα άφησε κατά μέρος τις νυσταλέες της μεθόδους και προχώρησε στο πιο επιθετικό και στυγνά εκβιαστικό πρόγραμμα οικονομικού στραγγαλισμού που έχει δει δυτική χώρα μεταπολεμικά. Ύστερα από τόση λιτότητα και κηρύγματα περί γερμανικού οικονομικού παραδείγματος, σήμερα είναι η Γερμανία ο «ασθενής» της Ευρώπης.