Αιγαίο: Τα ελληνοτουρκικά, δεν είναι παρά μία «εκκρεμότητα», στο σίριαλ των ευρύτερων περιφερειακών γεωπολιτικών εξελίξεων. Και η πρόοδος ή μη, στις συνομιλίες Αθηνών και Άγκυρας, ήταν και θα είναι στον «αστερισμό» των στρατηγικών συμφερόντων της ηγέτιδας δύναμης της Δύσης, των Η.Π.Α. Από την νέα χρονιά, ο επανεκλεγείς προέδρος Ντοναλντ Τράμπ θα χαράξει τις δικές του προτεραιότητες σε περιφερειακά ζητήματα διπλωματίας, γεωοικονομίας και πολεμικής βιομηχανίας.
Στο επίδικο θέμα των ελληνοτουρκικών, το Αιγαίο, ίσως δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε, αν η νέα αμερικανική διπλωματία, προωθήσει μια συμφωνία Αθήνας και Άγκυρας, με όρους αμοιβαίου οικονομικού συμφέροντος , υποσκελίζοντας εθνικές ευαισθησίες ή εθνικιστικές ιδιαιτερότητες, εκατέρωθεν των ακτών του Αιγαίου Πελάγους. Ας κρατήσουμε μία λέξη, συνεκμετάλλευση …
Έχει πολλαπλό ενδιαφέρον, η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας την Παρασκευή στην Αθήνα, για συνομιλίες με τον Έλληνα ομόλογο του Γιώργο Γεραπετρίτη.
Και μάλιστα, ενόψει αυτής της επίσκεψης, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, έστειλε το δικό του μήνυμα, προς την ελληνική πλευρά, μέσω συνέντευξης του, που παραχώρησε στην εφημερίδα Aksam: «Έχουμε την αρχή της αναζήτησης λύσεων στα υφιστάμενα ζητήματά μας με την Ελλάδα σύμφωνα με την αρχή του αμοιβαίου οφέλους (σ.σ. καζάν- καζάν), όπως ορίζει το όραμα που διατύπωσε ο πρόεδρός μας. Συζητάμε ποιοτικά τα υφιστάμενα προβλήματα και στοχεύουμε στον τερματισμό τους με τρόπο που θα μπορεί να επιλυθούν οριστικά και θα είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών. Λέμε να μετατρέψουμε το Αιγαίο σε θάλασσα ειρήνης».
Ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, αναφέρεται ρητά, σε οριστική λύση των διμερών προβλημάτων, ώστε ο Αιγαίο να μετατραπεί σε θάλασσα ειρήνης. Επίσης ολοκληρώθηκε, ο νέος γύρος για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη στην Κωνσταντινούπολη. Οι μετέχοντες, διπλωμάτες και στρατιωτικοί, συμφώνησαν να συνεχιστεί η συζήτηση σε θέματα που περιλαμβάνονται στην «θετική ατζέντα». Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών σε σχετική ανακοίνωσή του, αναφέρει, ότι η συνεδρίαση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης έγινε σε καλό κλίμα.
Η διαρκής αναζήτηση προστάτη
Το θέμα των αμερικανικών εκλογών και του τι σημαίνουν για την Ελλάδα αποτελεί συχνά αντικείμενο συζήτησης που, ίσως, να είναι περισσότερο βαρετό και επαναλαμβανόμενο από κάθε άλλη πολιτική συζήτηση. Κάθε φορά που οι Αμερικανοί πηγαίνουν στις κάλπες, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον αντίκτυπο που θα έχει η εκλογή κάποιου συγκεκριμένου υποψηφίου για την Ελλάδα.
Αυτό έγινε ξανά και τώρα, με τη μάχη μεταξύ της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ, αποδεικνύοντας ότι στην Ελλάδα πολλές φορές η αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις είναι απλοϊκή, με βάση τα δίπολα «καλός-κακός» ή «άσπρο-μαύρο». Όμως, το διεθνές περιβάλλον είναι εξαιρετικά σύνθετο, και για την Ελλάδα όλα καταλήγουν σχεδόν πάντα στο ίδιο ζήτημα, τα ελληνοτουρκικά.
Σαν να πιστεύουμε ότι, αν ξαφνικά η Τουρκία εξαφανιζόταν από τον χάρτη, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας – που είναι ένα σταυροδρόμι – δεν θα συνέχιζε να την καθιστά αντικείμενο γεωστρατηγικών σχεδιασμών από ισχυρότερες δυνάμεις. Σε αυτό το πλαίσιο, κάποιοι τρέφουν αυταπάτες ότι μία λύση στα ελληνοτουρκικά θα μπορούσε να απαλλάξει την Ελλάδα από τις τεράστιες αμυντικές δαπάνες, και ότι τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να στραφούν στην παιδεία ή την υγεία, ένα επιχείρημα που ακούμε ήδη από τη δεκαετία του ’80.
Θα είχε νόημα όλο αυτό, αν δεν επικρατούσε στην Ελλάδα μία νοοτροπία προτεκτοράτου, όπου η χώρα αναζητά διαρκώς «προστάτες» για να της εξασφαλίσουν την ασφάλειά της, κυρίως τις ΗΠΑ. Συχνά επιρρίπτουμε και ευθύνες στην ΕΕ, που δεν αναλαμβάνει τον ρόλο του υπερασπιστή των συνόρων μας. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα επενδύει σε εξοπλιστικά προγράμματα δισεκατομμυρίων ευρώ, θεωρώντας πως έτσι δεν αποποιείται τις ευθύνες της.
Παραβλέπεται, όμως, το κόστος κύκλου ζωής των σύγχρονων οπλικών συστημάτων που αγοράζουμε, γεγονός που οδηγεί σε χαμηλή διαθεσιμότητα του οπλισμού και συχνές ελλείψεις. Αυτά τα συστήματα αγοράζονται αποσπασματικά, χωρίς συνολική στρατηγική που να ενισχύει την αμυντική μας φιλοσοφία, ενώ παραμελείται και η εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
Εδώ έρχεται το ερώτημα για τις αμερικανικές εκλογές και τη σημασία τους για την Ελλάδα. Η συνολική εικόνα που δίνει η Ελλάδα στο διεθνές περιβάλλον επηρεάζει τις αντιλήψεις άλλων χωρών για εμάς. Αυτές οι αντιλήψεις, με τη σειρά τους, καθορίζουν την πολιτική που θα ακολουθήσουν οι ισχυροί απέναντι μας. Ένας «πιστός σύμμαχος» δεν είναι μόνο αυτός που ακολουθεί τυφλά, αλλά και εκείνος που έχει σαφή αντίληψη των δικών του εθνικών συμφερόντων και τα υπερασπίζεται εντός των συμμαχιών του. Κάθε χώρα πρέπει να διεκδικεί ό,τι τη συμφέρει, χωρίς να ταυτίζεται απαραίτητα με την επιθετική στρατηγική άλλων χωρών, όπως της Τουρκίας.
Η διατήρηση σοβαρού προφίλ απέναντι στους στρατηγικούς μας συμμάχους ενισχύει την αξιοπιστία μας, διασφαλίζοντας ότι δεν θα θεωρηθεί πως η Ελλάδα θα υποχωρήσει εύκολα. Εξάλλου, η βασική απειλή για την Ελλάδα προέρχεται εντός του ΝΑΤΟ, κάτι που συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε βοήθεια από συμμάχους πιθανότατα θα περιλαμβάνει συμβιβασμούς. Ωστόσο, ο συμβιβασμός δεν είναι κακός από μόνος του, αλλά προβληματικός όταν απαιτείται μόνο από τη μία πλευρά.
Για παράδειγμα, παρόλο που πολλοί θεωρούν τον Τραμπ «κακό», επί της θητείας του, η Τουρκία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα του μαχητικού F-35 και της επιβλήθηκαν κυρώσεις για την αγορά των ρωσικών S-400. Επομένως, και οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί μπορούν να παρέχουν επιχειρήματα θετικά ή αρνητικά για την Ελλάδα. Αυτό που μετράει είναι η βούληση της Ελλάδας να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι στην ηγεσία των ΗΠΑ.
Το πολιτικό σκηνικό στις ΗΠΑ, με τη διχαστική ατμόσφαιρα, ενδεχομένως να εγκυμονεί κινδύνους ακόμα και για έναν «εμφύλιο», πράγμα που θα άλλαζε ριζικά τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες η Ελλάδα έχει στηρίξει τη στρατηγική της.
rimenews