Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν να υιοθετούν μια μονομερή προσέγγιση σε μια σειρά θεμάτων που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις.
Αυτή η στροφή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους κανόνες που οι ίδιες είχαν συμβάλει στη διαμόρφωση, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου επιδιώχθηκε η δημιουργία ενός πολυμερούς συστήματος συνεργασίας και διακυβέρνησης. Ένα πλήθος παραδειγμάτων αναδεικνύει την άνοδο του αμερικανικού εθνικισμού πολύ πριν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ενώ η στροφή προς τη μονομέρεια παραμένει έντονη και συνεχής.
Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της πολιτικής είναι τα εξής: το 2001, οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από την Αντιβαλλιστική Πυραυλική Συνθήκη, το 2002 επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις και δασμούς παραβιάζοντας τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (πράξη για την οποία καταδικάστηκαν και αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν), το 1999, επί Προεδρίας Κλίντον, βομβάρδισαν τη Γιουγκοσλαβία χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ, ενώ το 2003 επιτέθηκαν στο Ιράκ παρά την αντίθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η μονομερής στάση συνεχίστηκε με άλλες σημαντικές αποφάσεις: οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη Συμφωνία της Γενεύης για τους αιχμαλώτους πολέμου, δημιούργησαν το στρατόπεδο του Γκουαντάναμο, αρνήθηκαν να υπογράψουν διεθνείς συμφωνίες για τα μικρά όπλα και τις ναρκοθετήσεις, και απέσυραν την υπογραφή τους για το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων.
Κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα και την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, ενώ επανέφεραν την πολιτική επιβολής δασμών. Επιπλέον, το 2017, οι ΗΠΑ απέσυραν τη συμμετοχή τους από τις περιφερειακές οικονομικές συνεργασίες TPP και TTIP, ενώ επανέφεραν διαπραγματεύσεις για την NAFTA.
Ο Τραμπ δεν έπαψε να συνεχίζει αυτή την πολιτική και στη δεύτερη θητεία του. Με το που ανέλαβε την εξουσία, αποσύρθηκε ξανά από τη Συμφωνία για το Κλίμα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ξεκινώντας εμπορικό πόλεμο με τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα, επιβάλλοντας νέους δασμούς, γεγονός που προκάλεσε αντίποινα από τις χώρες αυτές. Η Κίνα μάλιστα προσέφυγε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για να διαμαρτυρηθεί. Ο Τραμπ ανέφερε ότι «αξίζει το τίμημα» και διακήρυξε ότι η Αμερική πρέπει να θέτει πάντα τα συμφέροντά της πρώτα, υποστηρίζοντας πως οι διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν να αποδυναμώσουν τη χώρα του, δίνοντας στους αδύναμους εταίρους την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις ΗΠΑ.
Η βασική αρχή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, «Πρώτα η Αμερική», αποτυπώνει την εθνικιστική διάσταση αυτής της στρατηγικής. Η προσέγγιση αυτή, σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ επιλέγουν μονομερείς ενέργειες για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, φαίνεται να είναι μια προσπάθεια επιβολής του «καλού» σε έναν κόσμο γεμάτο αταξία και συγκρούσεις. Η αντίληψη αυτή παραπέμπει σε έναν ιδιότυπο αμερικανικό εθνικισμό, ο οποίος αναγνωρίζει την αμερικανική «υπεροχή» και απαιτεί τον έλεγχο, ακόμα και μέσω της στρατιωτικής και διπλωματικής παρέμβασης.
Ο Τραμπ μάλιστα ενίσχυσε τη διακυβερνητική του αυτή στάση, φτάνοντας στο σημείο να απειλήσει με κατάληψη στρατηγικών περιοχών όπως η Διώρυγα του Παναμά ή η Γροιλανδία, αν δεν τις πουλούσαν οι χώρες τους, πάντα στα πλαίσια της πολιτικής του «America First».
Η έντονη στροφή προς μονομερείς ενέργειες από την πλευρά των ΗΠΑ εγείρει το ερώτημα για τις αιτίες αυτής της αλλαγής. Ο αντίκτυπος της ανόδου νέων μεγάλων δυνάμεων, όπως η Κίνα και η Ρωσία, και η αντίληψη των ΗΠΑ για το ρόλο τους σε αυτό το νέο γεωπολιτικό τοπίο, ενδέχεται να εξηγεί μέρος αυτής της στροφής. Η αναβίωση του όρου «ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων» από τις ΗΠΑ μπορεί να αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την κατανόηση των μελλοντικών στρατηγικών τους κινήσεων.