
Δεν είναι όλοι οι μουσουλμάνοι τρομοκράτες. Αλλά η ισλαμιστική ιδεολογία, αυτή ακριβώς που περιέγραψε ο Τσόρτσιλ ως «φανατική φρενίτιδα», συνεχίζει να παράγει βία με ρυθμό που καμία άλλη θρησκεία δεν πλησιάζει σήμερα. Και όσο οι ευρωπαϊκές ελίτ αρνούνται να δουν το πρόβλημα, τόσο θα αυξάνεται…
Η Ευρώπη δεν χρειάζεται περισσότερη «κατανόηση». Χρειάζεται αυτό που είχε ο Τσόρτσιλ: την ικανότητα να κοιτάζει τον εχθρό στα μάτια και να τον ονομάσει με το όνομά του. Διαφορετικά, σε λίγες δεκαετίες, τα λόγια του νεαρού Βρετανού αξιωματικού θα ακουστούν όχι ως προφητικά, αλλά ως επικήδειος…
Άρθρο του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Πριν από 126 χρόνια, ένας 25χρονος Βρετανός αξιωματικός, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, πολεμούσε τους Μαχντιστές στο Σουδάν. Από εκείνη την εμπειρία έγραψε στο βιβλίο του «The River War» μια παράγραφο που σήμερα ακούγεται σαν προφητεία:
«Πόσο τρομερές είναι οι κατάρες που ρίχνει ο Μωαμεθανισμός στους πιστούς του! Εκτός από τη φανατική φρενίτιδα, που είναι τόσο επικίνδυνη σε έναν άνθρωπο όσο η υδροφοβία σε έναν σκύλο… Δεν υπάρχει ισχυρότερη ανάδρομη δύναμη στον κόσμο. Μακριά από το να είναι ετοιμοθάνατος, ο Μωαμεθανισμός είναι μια μαχητική και προσηλυτιστική πίστη. Έχει ήδη εξαπλωθεί σε όλη την Κεντρική Αφρική, μεγαλώνοντας ατρόμητους πολεμιστές σε κάθε βήμα…»
Σήμερα, η Ευρώπη βιώνει ακριβώς αυτό που φοβόταν ο Τσόρτσιλ: μια μαχητική και προσηλυτιστική πίστη που εξαπλώνεται με ρυθμούς που κανείς δεν τολμούσε να προβλέψει πριν τρεις δεκαετίες.
Στη Σουηδία, η δεύτερη γενιά μεταναστών από μουσουλμανικές χώρες ευθύνεται για το 58% όλων των βίαιων εγκλημάτων, ενώ αποτελεί μόλις το 15% του πληθυσμού (Στατιστική Υπηρεσία Σουηδίας, 2023). Στη Γαλλία, οι «ζώνες μη δικαίου» (ZUS και QPV) έχουν γίνει σχεδόν αποκλειστικά μουσουλμανικές περιοχές όπου η αστυνομία εισέρχεται μόνο με ενισχύσεις. Στο Βέλγιο, το Μολενμπέεκ θεωρείται πλέον «ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της τζιχάντ». Στη Βρετανία, το 2024 καταγράφηκαν 3.400 συλλήψεις για τρομοκρατικά αδικήματα που συνδέονται με ισλαμισμό – ο υψηλότερος αριθμός από το 2001.
Και όμως, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν το ίδιο μάντρα: «Δεν έχει καμία σχέση με το Ισλάμ».
Το 2015–2016, η Ευρώπη δέχτηκε πάνω από 2,5 εκατομμύρια αιτούντες άσυλο, οι περισσότεροι από μουσουλμανικές χώρες. Οι έλεγχοι ασφαλείας ήταν ελάχιστοι – ακριβώς όπως στις ΗΠΑ με την επιχείρηση Allies Welcome που έφερε τον Αφγανό δολοφόνο της Ουάσινγκτον. Το αποτέλεσμα; Εκατοντάδες γνωστοί τζιχαντιστές κατάφεραν να εισέλθουν. Το Παρίσι (2015), τις Βρυξέλλες (2016), το Μάντσεστερ (2017), η Βιέννη (2020), η Νίκαια (2020), το Αννόβερο (2024) – η λίστα μεγαλώνει κάθε χρόνο.
Πολλοί από τους δράστες δεν ήταν καν «μοναχικοί λύκοι». Ήταν άνθρωποι που είχαν περάσει από τα ίδια κρατικά προγράμματα «ένταξης» που σήμερα κοστίζουν δισεκατομμύρια.
Και η δημογραφία; Το Pew Research Center εκτιμά ότι, με μέτρια μετανάστευση, το μουσουλμανικό ποσοστό στην Ευρώπη θα φτάσει το 8–14% μέχρι το 2050. Με υψηλή μετανάστευση, μπορεί να ξεπεράσει το 20% σε χώρες όπως η Σουηδία, η Αυστρία και η Γαλλία. Ήδη σήμερα, σε πόλεις όπως οι Βρυξέλλες, το Ρότερνταμ, το Μπέρμιγχαμ και η Μασσαλία, οι κάτοικοι κάτω των 18 ετών είναι κατά πλειοψηφία μουσουλμανικής καταγωγής.
Ο Τσόρτσιλ έγραψε ότι «αν ο Χριστιανισμός δεν ήταν προστατευμένος στα ισχυρά χέρια της επιστήμης…ο πολιτισμός της σύγχρονης Ευρώπης θα μπορούσε να πέσει, όπως έπεσε ο πολιτισμός της αρχαίας Ρώμης». Σήμερα η Ευρώπη έχει απαρνηθεί τόσο τον Χριστιανισμό όσο και την πίστη στην ίδια την επιστήμη όταν αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το δόγμα της πολυπολιτισμικότητας. Το αποτέλεσμα είναι μια ήπειρος που έχει χάσει κάθε αμυντικό μηχανισμό.
Δεν είναι όλοι οι μουσουλμάνοι τρομοκράτες. Αλλά η ισλαμιστική ιδεολογία – αυτή ακριβώς που περιέγραψε ο Τσόρτσιλ ως «φανατική φρενίτιδα» – συνεχίζει να παράγει βία με ρυθμό που καμία άλλη θρησκεία δεν πλησιάζει σήμερα. Και όσο οι ευρωπαϊκές ελίτ αρνούνται να δουν το πρόβλημα, τόσο θα αυξάνεται.
Η Ευρώπη δεν χρειάζεται περισσότερη «κατανόηση». Χρειάζεται αυτό που είχε ο Τσόρτσιλ: την ικανότητα να κοιτάζει τον εχθρό στα μάτια και να τον ονομάσει με το όνομά του.
Διαφορετικά, σε λίγες δεκαετίες, τα λόγια του νεαρού Βρετανού αξιωματικού θα ακουστούν όχι ως προφητικά, αλλά ως επικήδειος.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.