breaking newsNEA TAΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝΕλλάδα

Ξεκίνησε η διαφήμιση των ελληνικών πόλεων ως πρότυπα για ένα μέλλον υπό επιτήρηση

Δεν υπάρχει πιο «έξυπνος» τρόπος για να συνηθίσει ο κόσμος τις μελλοντικές πόλεις–φυλακές των 15 λεπτών από το να του παρουσιάσεις ως τέτοιες μερικές από τις πιο αγαπημένες, ιστορικές και γραφικές ελληνικές πόλεις.

Εκείνες που για δεκαετίες προκαλούν θαυμασμό, που θεωρούνται ανθρώπινες και ζεστές, που κουβαλούν μνήμες και ιστορία, τώρα επιστρατεύονται ως πρότυπα ενός σχεδίου που κρύβει πολύ περισσότερα από όσα φαίνονται στην πρώτη ανάγνωση.

Μια πόλη «μαζεμένη», όμορφη και προσιτή, ξαφνικά πλασάρεται ως υπόδειγμα αυτάρκειας, ως η χρυσή αφετηρία ενός δυστοπικού μοντέλου που έρχεται να εγκατασταθεί στη συνείδηση των πολιτών σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό.

Τα Ιωάννινα είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο μεγαλύτερο ειδησεογραφικό site της χώρας παρουσιάστηκαν περίπου ως «η πόλη των 15 λεπτών και η πιο ευτυχισμένη της Ελλάδας». Με φωτογραφίες της λίμνης, περιγραφές για την τοπική κουζίνα, την ήρεμη κυκλοφορία και τους χαλαρούς ρυθμούς της καθημερινότητας, το άρθρο μοιάζει να ψιθυρίζει σχεδόν υπνωτιστικά: «Εδώ τα έχεις όλα, και τα έχεις κοντά».

Ποιος να αρνηθεί μια τέτοια ειδυλλιακή εικόνα; Ποιος να μην αναρωτηθεί μήπως τελικά αυτό είναι το ιδανικό μοντέλο ζωής; Και κάπως έτσι, χωρίς θόρυβο, μια ολόκληρη κοινωνία εκπαιδεύεται να αποδέχεται το νέο σχήμα — μια πόλη μικρή, περιορισμένη, αυτάρκης, απόλυτα ελέγξιμη.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα Γιάννενα ανακηρύχθηκαν «η πιο ευτυχισμένη πόλη της Ελλάδας» για το 2025, βάσει του Happy City Index. Η σύμπτωση είναι τόσο βολική που παύει να μοιάζει με σύμπτωση. Η αφήγηση χτίζεται μεθοδικά: όμορφη πόλη, ανθρώπινοι ρυθμοί, κοντινές αποστάσεις, απλότητα και χαρά.

Το μήνυμα λειτουργεί σχεδόν σαν αποτύπωμα στο υποσυνείδητο, σαν ένας ήπιος προθάλαμος στη μεγάλη υπόσχεση του WEF: «Δεν θα σου ανήκει τίποτα και θα είσαι ευτυχισμένος». Η φράση που κάποτε φάνταζε εξωφρενική, τώρα ενσωματώνεται ύπουλα στην καθημερινότητα μέσα από την εξιδανίκευση ενός μοντέλου ζωής όπου όλα βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής — μαζί, φυσικά, και οι μηχανισμοί ελέγχου.

Είναι σχεδόν προσβολή ότι ελληνικές πόλεις που κουβαλούν αιώνες ιστορίας και μνήμης, τόπους όπου οι πρόγονοί μας πάλεψαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία, εμφανίζονται πια σαν πρότυπα ενός πειράματος κοινωνικής μηχανικής. Αξιολογούνται όχι για τη ζωντάνια τους, όχι για την κληρονομιά τους, αλλά για την ακτίνα μέσα στην οποία θα «προαυλίζονται» οι μελλοντικοί κάτοικοι. Οι υποσχέσεις περί άνεσης, ευκολίας, προσβασιμότητας και οικολογικής ταυτότητας λειτουργούν σαν ένα γυαλιστερό περιτύλιγμα για έναν σταδιακό, αθόρυβο εγκλεισμό που πλασάρεται ως πρόοδος.

Τα άρθρα που προωθούν αυτό το αφήγημα δεν είναι αθώα. Ανήκουν σε μια στρατηγική που γνωρίζουμε καλά από τη διαφήμιση: παίρνεις κάτι αγαπητό και οικείο και το συνδέεις με αυτό που θέλεις να επιβάλεις. Η φράση «πόλη των 15 λεπτών» πρέπει να ακουστεί τόσες φορές, να συνδυαστεί με τόσες ευχάριστες εικόνες, ώστε στο τέλος να μοιάζει όχι απλώς φυσιολογική, αλλά επιθυμητή.

Η πικρή ουσία κρύβεται πίσω από μια γλυκιά επίφαση ανθρωπιάς. Κι ας ξέρουμε πολύ καλά ότι κάθε σύστημα οργάνωσης που βασίζεται στον αυστηρό περιορισμό κινήσεων, εγκαθιστά πάντα και τους αντίστοιχους μηχανισμούς επιτήρησης, πειθαρχίας και τιμωρίας.

Η πανδημία, άλλωστε, λειτούργησε ως γενική πρόβα. Τα όρια μετακίνησης, οι κανόνες συμπεριφοράς, οι ποινές, η καταγραφή, η κανονικοποίηση του ελέγχου: όλα εκείνα που θεωρήσαμε προσωρινά, τώρα εμφανίζονται ως «εργαλεία βιώσιμης ανάπτυξης». Και ενώ πριν από λίγα χρόνια θα μας φαινόταν αδιανόητο να μετριέται η καθημερινότητά μας με χιλιόμετρα και λεπτά, τώρα η ίδια η γλώσσα της δημόσιας συζήτησης το παρουσιάζει σαν πρόοδο. Παράλληλα, το κράτος εισάγει προσωπικούς αριθμούς, ενισχύει τα ψηφιακά αρχεία, χτίζει σιγά-σιγά έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό που θυμίζει —όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε— αρχιτεκτονική ιδρύματος.

Το σχέδιο των πόλεων 15 λεπτών δεν αφορά την ποιότητα ζωής. Αφορά την ταξινόμηση, την κατηγοριοποίηση, τον έλεγχο. Πόλεις που θα πληρούν τα «πράσινα» κριτήρια θα ευνοούνται· όσες δεν συμβαδίζουν, θα οδηγούνται σε αποκλεισμό και οικονομικό μαρασμό. Οι μικρές επιχειρήσεις θα πνίγονται από προδιαγραφές που μόνο μεγάλοι παίκτες μπορούν να αντέξουν.

Στο όνομα της βιωσιμότητας, επιλογές που θεωρούσαμε αυτονόητες —ακόμη και το τι τρώμε— μετατρέπονται σε παράγοντες αξιολόγησης μιας πόλης. Εκεί όπου το εργαστηριακό κρέας θα βαθμολογείται ως «ενάρετο», το φυσικό κρέας θα στιγματίζεται ως ενεργοβόρο και άρα επιβαρυντικό, με ό,τι αυτό σημαίνει για κρεοπωλεία, ψητοπωλεία, ταβέρνες, για τον ίδιο τον κοινωνικό ιστό.

Η αστικοποίηση ήδη καταπίνει την ύπαιθρο. Η ζωή μακριά από τα κέντρα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, οι πόλεις όλο και πιο υποχρεωτικές. Το κράτος φροντίζει ώστε η επαρχία να μοιάζει εχθρική και η πόλη ελκυστική, όχι επειδή αυτό είναι το φυσικό ρεύμα της εποχής, αλλά επειδή έτσι εξυπηρετούνται καλύτερα οι μηχανισμοί συγκέντρωσης πληθυσμού, κατανάλωσης και ελέγχου. Τα νησιά έχουν γίνει πια απαγορευτικά για τις διακοπές των Ελλήνων∙ οι μισοί πολίτες δεν μπορούν να κάνουν ούτε ένα τριήμερο. Η φτωχοποίηση είναι ο αόρατος επιταχυντής που ωθεί τους ανθρώπους σε μικρότερους, ελεγχόμενους χώρους.

Και όπως οι άνθρωποι απομονώνονται, έτσι απομονώνονται και οι πόλεις. Κοινωνίες που κάποτε απλώνονταν σε ολόκληρη την επικράτεια, τώρα συρρικνώνονται σε μικρά αστικά σύνολα, κλειστά, αυτάρκη, αποκομμένα από τον εθνικό ιστό.

Τα μεγάλα αρνητικά

Οι πόλεις των 15 λεπτών παρουσιάζονται ως υπόδειγμα ευκολίας και βιωσιμότητας, όμως πίσω από αυτή την όμορφη βιτρίνα κρύβεται μια βαθιά αναδιάρθρωση του αστικού χώρου που περιορίζει ουσιαστικά την ελευθερία κινήσεων. Όταν η καθημερινότητα ορίζεται μέσα σε μια συγκεκριμένη ακτίνα, η έννοια της πόλης μετατρέπεται από ανοιχτό πεδίο δραστηριοτήτων σε ένα είδος «ζώνης» όπου η πρόσβαση και οι επιλογές επιτηρούνται και ρυθμίζονται.

Η κανονικοποίηση του περιορισμού αποστάσεων δημιουργεί έναν νέο τρόπο ζωής όπου η εξάρτηση από τους κεντρικούς σχεδιαστές της πόλης γίνεται κανόνας, μειώνοντας τον αυθορμητισμό και την προσωπική πρωτοβουλία. Η ίδια η ιδέα ότι το «καλύτερο» για τον πολίτη είναι να κινείται σε μια μόνιμα οριοθετημένη περιοχή οδηγεί σε μια σταδιακή αποδοχή του περιορισμού ως φυσικής συνθήκης, κρύβοντας τους μηχανισμούς ελέγχου που μπορούν εύκολα να παρεισφρήσουν.

Ο δεύτερος μεγάλος κίνδυνος αφορά την οικονομική και κοινωνική δομή που δημιουργούν οι πόλεις των 15 λεπτών. Όταν οι υπηρεσίες συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένα σημεία και τα πρότυπα «βιωσιμότητας» καθορίζονται από υπερεθνικές ατζέντες, τότε η αγορά παύει να λειτουργεί ελεύθερα. Επιχειρήσεις που δεν συμβαδίζουν με τα προαπαιτούμενα θα δυσκολεύονται να επιβιώσουν, ενώ άλλες —συνήθως μεγάλες, τυποποιημένες και πλήρως συμμορφωμένες— θα καταλαμβάνουν την τοπική οικονομία.

Αυτό οδηγεί σε πολιτισμική ισοπέδωση, ομογενοποίηση και εξάλειψη τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Παράλληλα, ο αποκλεισμός και η υποβάθμιση περιοχών που δεν πληρούν τα κριτήρια της «πράσινης» πόλης δημιουργούν νέες ανισότητες, με προκαθορισμένες «καλές» και «κακές» ζώνες όπου οι κάτοικοι βιώνουν διαφορετικές ποιότητες ζωής.

Τέλος, η πολεοδομική φιλοσοφία των 15 λεπτών ενισχύει την επιτήρηση και την απομόνωση. Η συνεχής καταγραφή δεδομένων μετακινήσεων, η ψηφιοποίηση υπηρεσιών και ο περιορισμός της κινητικότητας διευκολύνουν την επιβολή κανόνων συμπεριφοράς που μπορούν να μετατραπούν σε μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου.

Σε περιόδους κρίσης —υγειονομικής, κλιματικής ή οικονομικής— το συγκεκριμένο μοντέλο επιτρέπει την άμεση εφαρμογή ζωνών αποκλεισμού, περιορισμών και ψηφιακών ταυτοποιήσεων χωρίς ιδιαίτερη αντίδραση, επειδή ο πολίτης έχει ήδη εκπαιδευτεί σε μια ζωή μικρής ακτίνας. Έτσι, η πόλη των 15 λεπτών μπορεί εύκολα να μεταμορφωθεί σε μια πόλη μειωμένης ελευθερίας, όπου η κοινωνική συνοχή υποχωρεί και ο αόρατος έλεγχος γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.

Κάπως έτσι η μεγάλη εικόνα χάνεται. Κάπως έτσι η ελευθερία συρρικνώνεται χωρίς κανείς να το φωνάζει. Ακριβώς όπως συνέβη και με τα ΕΛΤΑ: μια ιστορία αποδόμησης που πέρασε σχεδόν αθόρυβα, μέχρι που ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι ένα ακόμα κομμάτι συνοχής είχε χαθεί.

Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα. Όχι η ομορφιά των Ιωαννίνων — αυτή είναι αδιαπραγμάτευτη. Αλλά η εκμετάλλευση αυτής της ομορφιάς για να «πουληθεί» ένα μοντέλο που μετατρέπει τις πόλεις σε πεδία πειραματισμού και τους πολίτες σε κατοίκους περιορισμένων ζωνών. Κι όσο η αφήγηση ντύνεται με χρώματα, λίμνες και τοπία, τόσο πιο ύπουλα προχωρά.

primenews

Back to top button