
Η Πολωνία βρίσκεται πλέον μια ανάσα από την οριστική απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας, μετά την ομόφωνη απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι οι στόχοι και οι δραστηριότητες του ΚΚΠ προσκρούουν ευθέως στον θεμελιώδη νόμο του κράτους.
Η ετυμηγορία της 3ης Δεκεμβρίου σηματοδοτεί μια ιστορική τομή καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι το κόμμα προωθεί ταξικό μίσος, υιοθετεί ολοκληρωτικές μεθόδους και επικαλείται πρακτικές που παραπέμπουν σε καθεστώτα τα οποία το πολωνικό Σύνταγμα θεωρεί ασύμβατα με τη δημοκρατική τάξη.
Με βάση το Άρθρο 13, που απαγορεύει κόμματα με ναζιστικό, φασιστικό ή κομμουνιστικό υπόβαθρο και κάθε οργάνωση που ενστερνίζεται τη βία για την κατάληψη της εξουσίας, το ΚΚΠ θεωρήθηκε ότι παραβιάζει ρητά τις συνταγματικές αρχές της χώρας.
Παράλληλα, κρίθηκε ότι προσκρούει και στο Άρθρο 11, το οποίο κατοχυρώνει την ελεύθερη λειτουργία πολιτικών κομμάτων υπό την προϋπόθεση ότι συμβάλλουν στον δημοκρατικό διάλογο και όχι στην υπονόμευσή του.
Παρότι η απόφαση έχει ήδη αποσταλεί στο Πρωτοδικείο Βαρσοβίας, το κόμμα εξακολουθεί τυπικά να παραμένει στο Επίσημο Μητρώο και αναμένεται η τελική εντολή διαγραφής, η οποία ακόμη δεν έχει εκδοθεί.
Η διαδικασία που οδήγησε στη σημερινή εξέλιξη ξεκίνησε από δύο διαφορετικές, αλλά συγκλίνουσες παρεμβάσεις. Η πρώτη προήλθε τον Δεκέμβριο του 2020 από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα Ζμπίγκνιου Ζιόμπρο, ο οποίος κατηγόρησε το ΚΚΠ ότι διαδίδει ολοκληρωτικές ιδέες και προωθεί μια επαναστατική, βίαιη ανατροπή του πολιτικού συστήματος.
Η δεύτερη αίτηση κατατέθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2025 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Καρόλ Ναρόκι, ο οποίος στάθηκε ιδιαίτερα στο προγραμματικό υλικό του κόμματος, όπου, όπως επισήμανε, τίθενται σε θετικό πλαίσιο ενέργειες της Σοβιετικής Ένωσης και προβάλλονται ιστορικές αναφορές στον προπολεμικό κομμουνιστικό χώρο, συμπεριλαμβανομένης της σοβιετικής εισβολής στην Πολωνία το 1920.
Στην εκφώνηση της απόφασης, η δικαστής Κριστίνα Πολόβιτς υπερασπίστηκε εκτενώς τη θέση ότι η κομμουνιστική ιδεολογία αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η σύγχρονη Πολωνία, αλλά και την ευρωπαϊκή και χριστιανική πολιτισμική παράδοση.
Επικαλέστηκε μάλιστα την ανάγκη που είχε επισημάνει ο πρόεδρος για πλήρη απαγόρευση, τονίζοντας ότι σε ένα συνταγματικό κράτος δεν μπορεί να έχει θέση ένα κόμμα που εξυμνεί πρόσωπα και καθεστώτα υπεύθυνα για εγκλήματα κατά εκατομμυρίων ανθρώπων, ανάμεσά τους και χιλιάδων Πολωνών.
Η δικαστής παρέθεσε εκτενή ιστορικά στοιχεία, επιχειρώντας να δείξει τη συνέχεια ανάμεσα στο κομμουνιστικό παρελθόν και στο ιδεολογικό υλικό του σημερινού ΚΚΠ. Υπενθύμισε τον εκτεταμένο τρόμο που επέβαλε το σταλινικό καθεστώς στη μεταπολεμική Πολωνία, τις φυλακίσεις, τις εκτοπίσεις, τις εκτελέσεις και την πολιτική καταδίωξη χιλιάδων πολιτών.
Υπογράμμισε ότι σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, τουλάχιστον 5.000 θανατικές καταδίκες εκδόθηκαν έως το 1955 υπό το καθεστώς της σταλινικής νομοθεσίας, ενώ περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε φυλακές και στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, την ώρα που άγνωστος αριθμός Πολωνών απελάθηκε στα βάθη της Σοβιετικής Ένωσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτήρισε «σοκαριστικό» το γεγονός ότι το ΚΚΠ επιλέγει να υιοθετεί μια θετική οπτική για τον ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης και να αναφέρεται ευνοϊκά στην κληρονομιά του προπολεμικού Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος Πολωνίας, από το οποίο προήλθαν στελέχη που διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της σοβιετικής κατοχής και στη σταλινική καταπίεση μετά τον πόλεμο.
Θύμισε ότι αρκετά από αυτά τα πρόσωπα ανέλαβαν κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις και οργάνωσαν την κατασταλτική μηχανή που σημάδεψε τη χώρα από το τέλος του πολέμου έως την πτώση του κομμουνισμού το 1989.
Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ενεργοποιεί αυτομάτως μια σειρά από νομικές διαδικασίες που προβλέπονται για περιπτώσεις στις οποίες ένα πολιτικό κόμμα κρίνεται αντισυνταγματικό.
Το Πρωτοδικείο Βαρσοβίας, ως θεματοφύλακας του εθνικού μητρώου, καλείται να εκδώσει την τελική εντολή διαγραφής. Η εφαρμογή της απόφασης θα σημαίνει τη διάλυση του ΚΚΠ, τη ρευστοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων και τον αποκλεισμό του από κάθε συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες ή τη δημόσια χρηματοδότηση.
Ωστόσο, η άμεση εκτέλεση ενδέχεται να καθυστερήσει, καθώς η νομιμότητα της σημερινής σύνθεσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί αντικείμενο έντονης πολιτικής και θεσμικής αντιπαράθεσης.
Σε ανακοίνωσή του στις 5 Δεκεμβρίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα Πολωνίας απέρριψε την απόφαση ως «μη δεσμευτική», εστιάζοντας ακριβώς στη διαμάχη για το κύρος του δικαστηρίου. Υποστήριξε ότι δεν προτίθεται να διακόψει τη δράση του και ότι αντιμετωπίζει την ετυμηγορία ως προϊόν μιας βαθύτατα πολιτικής διαδικασίας.