Σοκ προκαλεί η υπόθεση που αποκαλύφθηκε στο Gloucester Township του Νιου Τζέρσεϊ, όπου ένα ζευγάρι φέρεται να κρατούσε αιχμάλωτη και να κακοποιούσε συστηματικά μια ανήλικη για διάστημα επτά ολόκληρων χρόνων. Το κορίτσι, το οποίο είναι κόρη της 38χρονης Μπρέντα Σπένσερ, κατάφερε να δραπετεύσει πρόσφατα και να ζητήσει βοήθεια, φέρνοντας στο φως μια υπόθεση που οι Αρχές χαρακτηρίζουν «αποτρόπαια» και «σπαρακτική».
Μαζί με τη Σπένσερ συνελήφθη και ο 41χρονος Μπράντον Μόσλεϊ, με τις συλλήψεις να πραγματοποιούνται το περασμένο Σαββατοκύριακο, λίγες μόνο ημέρες μετά την απόδραση της νεαρής. Οι ερευνητές προσπαθούν να αποκαλύψουν το πλήρες εύρος της κακοποίησης, ενώ η υπόθεση έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία και αναμένεται να συγκλονίσει τη δικαστική αίθουσα.
Η ιστορία που αποκαλύφθηκε στο Gloucester Township του Νιου Τζέρσεϊ συγκλονίζει με την αγριότητα και τη διάρκεια της κακοποίησης: μια νεαρή κοπέλα, σήμερα 18 ετών, φέρεται να ζούσε αιχμάλωτη και βασανισμένη επί επτά χρόνια από τη μητέρα της και τον σύντροφό της, από το 2018, όταν αποσύρθηκε ξαφνικά από το σχολείο και απομονώθηκε πλήρως στο σπίτι της. Η εισαγγελέας της κομητείας Κάμντεν, Γκρέις Κ. Μακόλεϊ, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου πως η απομάκρυνση της ανήλικης από το εκπαιδευτικό σύστημα διευκόλυνε την απόλυτη απόκρυψη ενός «φρικτού, πολυετούς βασανιστηρίου» που συνέβαινε μακριά από τα μάτια της κοινωνίας.
Το ζευγάρι, η 38χρονη Μπρέντα Σπένσερ και ο 41χρονος Μπράντον Μόσλεϊ, συνελήφθησαν το περασμένο Σαββατοκύριακο, λίγες ημέρες μετά την τολμηρή απόδραση της κοπέλας. Αντιμετωπίζουν σειρά βαριών κατηγοριών: απαγωγή, βαριά σωματική βλάβη, έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο, παραβάσεις περί οπλοκατοχής, ενώ ο Μόσλεϊ κατηγορείται επιπλέον για επανειλημμένες σεξουαλικές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της κακοποίησης του θύματος με ζώνη.
Ο ίδιος εργαζόταν ως μηχανοδηγός, ενώ, σύμφωνα με τις Αρχές, εκμεταλλευόταν την απομόνωση της κοπέλας για να ασκεί απόλυτο έλεγχο και να συνεχίζει ανενόχλητα την κακοποίηση. Η υπόθεση έχει προκαλέσει κύμα οργής και αποτροπιασμού στην τοπική κοινωνία και αναμένεται να συγκλονίσει το δικαστικό σύστημα καθώς προχωρά.
Σύμφωνα με τις καταθέσεις της νεαρής, επί έναν ολόκληρο χρόνο ζούσε σε ένα κλουβί σκύλου, μέσα στο οποίο περιοριζόταν και της επιτρεπόταν να βγαίνει μόνο κατά διαστήματα. Αργότερα, την κρατούσαν κλειδωμένη σε μπάνιο με λουκέτο, δεμένη με αλυσίδα, και την άφηναν ελεύθερη μόνο όταν υπήρχαν επισκέπτες στο σπίτι, ώστε να μην κινήσουν υποψίες.
Σε άλλες περιόδους, βρισκόταν σε ένα δωμάτιο με έναν κουβά αντί για τουαλέτα. Το δωμάτιο αυτό ήταν εξοπλισμένο με σύστημα συναγερμού που ειδοποιούσε τη 38χρονη Μπρέντα Σπένσερ και τον 41χρονο Μπράντον Μόσλεϊ —που θεωρείται πατριός της— σε περίπτωση που το κορίτσι προσπαθούσε να βγει. Η συστηματική απομόνωση και ο έλεγχος ήταν απόλυτοι, ενώ η χρήση τεχνολογίας για την επιτήρηση υποδηλώνει προμελετημένο και διαρκές βασανιστήριο.
Η απόδρασή της πραγματοποιήθηκε στις 8 Μαΐου, αλλά οι Αρχές δεν έχουν αποκαλύψει πώς κατάφερε να ξεφύγει. Σύμφωνα με την εισαγγελέα της κομητείας Κάμντεν, Γκρέις Κ. Μακόλεϊ, ένας γείτονας που κάλεσε αρχικά τη γραμμή κρίσης 211 και στη συνέχεια το 911, ήταν αυτός που συνέβαλε καθοριστικά στο να κινηθεί ο μηχανισμός παρέμβασης. Όταν η αστυνομία εντόπισε την κοπέλα, εκείνη δεν αποκάλυψε αμέσως την αλήθεια· ανέφερε μόνο ότι είχε διαφωνία με τον πατέρα της και ζήτησε υπηρεσίες αστέγων.
Οι Αρχές της πρότειναν υποστήριξη για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, την οποία η κοπέλα τότε αρνήθηκε. Πραγματοποιήθηκε περιορισμένη έρευνα στο σπίτι, χωρίς όμως να προκύψουν άμεσα αποδεικτικά στοιχεία ή συλλήψεις. Από τη στιγμή εκείνη, δεν επέστρεψε ξανά στο σπίτι, κάτι που ενδεχομένως της έσωσε τη ζωή. Οι λεπτομέρειες που αποκαλύπτονται σκιαγραφούν μια φρίκη χωρίς τέλος, ένα περιβάλλον ακραίας βίας, ελέγχου και ψυχολογικής εξουθένωσης που διήρκεσε σχεδόν μια δεκαετία, κάτω από τη μύτη της κοινωνίας.
Όπως αποκάλυψε στις Αρχές μετά την απόδρασή της στις 8 Μαΐου, για περίπου έναν χρόνο ζούσε κλεισμένη σε κλουβί σκύλου, στο οποίο είχε πρόσβαση μόνο περιοδικά. Αργότερα τη μετέφεραν σε μπάνιο που έκλειναν με λουκέτο, όπου την κρατούσαν δεμένη με αλυσίδα, ενώ όταν υπήρχαν επισκέπτες, την άφηναν προσωρινά ελεύθερη για να μη γίνει αντιληπτή η κατάστασή της.
Σε άλλες περιπτώσεις, την απομόνωναν σε ένα δωμάτιο χωρίς τουαλέτα, με μόνη διέξοδο έναν κουβά. Το δωμάτιο διέθετε σύστημα συναγερμού που ειδοποιούσε τους κατηγορούμενους —την 38χρονη μητέρα της, Μπρέντα Σπένσερ, και τον 41χρονο σύντροφό της, Μπράντον Μόσλεϊ— σε περίπτωση που το κορίτσι προσπαθούσε να δραπετεύσει. Κατά την έρευνα που ακολούθησε την καταγγελία, οι Αρχές ανακάλυψαν ότι το θύμα ζούσε σε άθλιες συνθήκες, ανάμεσα σε σκυλιά, τσιντσιλά και άλλα ζώα, σε ένα σπίτι που έμοιαζε περισσότερο με χώρο εγκατάλειψης και παραμέλησης παρά με κατοικία.
«Αυτό που επιβίωσε αυτό το νεαρό κορίτσι ήταν απολύτως φρικτό», δήλωσε η εισαγγελέας της κομητείας Κάμντεν, Γκρέις Κ. Μακόλεϊ, σημειώνοντας πως η κοπέλα ήταν «εξαιρετικά τυχερή» που κατάφερε να δραπετεύσει. Οι Αρχές δεν έδωσαν λεπτομέρειες για την ακριβή σωματική ή ψυχική της κατάσταση, ωστόσο υπογράμμισαν πως η έκθεσή της σε χρόνια κακοποίηση, βρωμιά και απομόνωση θα έχει αφήσει σοβαρές συνέπειες σε ψυχολογικό, συναισθηματικό και νοητικό επίπεδο. Η υπόθεση έχει προκαλέσει σοκ και οργή στην κοινή γνώμη, ενώ οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι δύο συλληφθέντες περιλαμβάνουν απαγωγή, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο και παραβάσεις περί όπλων.
Παρά την αρχική της άρνηση να αποκαλύψει την αλήθεια στις Αρχές —λέγοντας μόνο ότι είχε διαφωνία με τον πατέρα της και ζητούσε βοήθεια ως άστεγη— η κοπέλα τελικά μίλησε, και η μαρτυρία της αποκάλυψε έναν εφιάλτη που εκτυλισσόταν για χρόνια μακριά από κάθε βλέμμα. Στην πρώτη τους επαφή με την αστυνομία, οι Αρχές είχαν πραγματοποιήσει περιορισμένη έρευνα χωρίς να διαπιστωθεί η φρίκη που κρυβόταν στο σπίτι. Δεν επέστρεψε ποτέ εκεί, και μόνο χάρη στην επιμονή ενός γείτονα, που κάλεσε τη γραμμή κρίσης και έπειτα την αστυνομία, ξεκίνησε η αποκάλυψη μιας από τις πιο σοκαριστικές υποθέσεις κακοποίησης ανηλίκου των τελευταίων ετών.
Η υπόθεση της 18χρονης που κρατούνταν αιχμάλωτη και κακοποιούνταν για επτά χρόνια στο Gloucester Township του Νιου Τζέρσεϊ αποκτά νέα, ανησυχητική διάσταση, καθώς αποκαλύπτεται ότι και η 13χρονη αδελφή της ζούσε στο ίδιο σπίτι, επίσης εκτός σχολείου. Η μικρότερη αδελφή είχε αποσυρθεί από το σχολείο πριν από μερικά χρόνια και ελάμβανε κατ’ οίκον εκπαίδευση, σύμφωνα με τις δηλώσεις της εισαγγελέως της κομητείας Κάμντεν, Γκρέις Κ. Μακόλεϊ. Η δήλωση αυτή ρίχνει φως σε μια συστηματική τακτική απομόνωσης, πιθανόν με σκοπό να αποκρυφθεί η κακοποίηση των παιδιών.
Το κενό στο νομικό πλαίσιο της κατ’ οίκον εκπαίδευσης στο Νιου Τζέρσεϊ αποδεικνύεται κρίσιμο: οι κηδεμόνες είναι υποχρεωμένοι μόνο να ενημερώσουν την εκπαιδευτική περιφέρεια για την πρόθεσή τους, χωρίς να απαιτείται τεκμηρίωση του περιεχομένου, της διάρκειας ή της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας. Δεν ελέγχεται αν τα παιδιά μαθαίνουν οτιδήποτε, ούτε αν βρίσκονται σε ασφαλές περιβάλλον. «Η κατ’ οίκον εκπαίδευση μπορεί να είναι η σωστή επιλογή για πολλές οικογένειες. Δυστυχώς, κάποιοι τη χρησιμοποιούν ως μέσο συγκάλυψης κακοποίησης», δήλωσε η Μακόλεϊ. «Αναμφίβολα, αυτή η υπόθεση αποδεικνύει την ανάγκη να αναθεωρηθούν αυτοί οι νόμοι».
Η υπόθεση έχει ανοίξει μια σκληρή συζήτηση για τη δυνατότητα κάποιων να χρησιμοποιούν το νομικό πλαίσιο της οικιακής εκπαίδευσης ως «ασπίδα» για εγκληματικές πρακτικές πίσω από κλειστές πόρτες. Προς το παρόν, τόσο το θύμα όσο και η 13χρονη αδελφή της βρίσκονται σε ασφαλές περιβάλλον, όπως ανακοίνωσαν οι Αρχές, χωρίς να αποκαλύψουν περαιτέρω λεπτομέρειες για την τοποθεσία ή την κατάστασή τους. Με τις αποκαλύψεις να σοκάρουν την κοινή γνώμη, η υπόθεση δεν φέρνει μόνο στο φως τη φρίκη που έζησε μια ανήλικη – αλλά και τις ρωγμές ενός συστήματος που απέτυχε να την προστατεύσει.