
Κύμα έντασης σαρώνει εκ νέου την κατεχόμενη Δυτική Όχθη, με το τελευταίο επεισόδιο να σημειώνεται στις 7 Ιουλίου στην κωμόπολη της Ταϊμπέ, όπου το ελληνορθόδοξο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου δέχθηκε εμπρηστική επίθεση από ομάδες Εβραίων εποίκων. Το περιστατικό, που εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική εκφοβισμού, έχει προκαλέσει οργή και ανησυχία στη μικρή χριστιανική κοινότητα του οικισμού, ο οποίος αποτελεί τον τελευταίο αμιγώς χριστιανικό πληθυσμιακό πυρήνα στη Δυτική Όχθη.
Η Ταϊμπέ, ιστορικά ταυτισμένη με την αρχαία Εφραΐμ —την πόλη στην οποία, κατά την παράδοση, ο Ιησούς αποσύρθηκε πριν τη Σταύρωσή του— αποτελεί μια πόλη-σύμβολο για τον παλαιστινιακό χριστιανισμό. Σήμερα αριθμεί περίπου 1.500 κατοίκους, κατά πλειοψηφία ελληνορθόδοξους, με επίσης παρούσες κοινότητες ρωμαιοκαθολικών και ελληνοκαθολικών (Μελχιτών). Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, κτισμένο το 1931 σε τόπο όπου βρίσκονται ερείπια παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, είναι ιδιαίτερης θρησκευτικής και πολιτιστικής σημασίας.
Η επίθεση ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά από επιθετικές ενέργειες εκ μέρους Εβραίων εποίκων, οι οποίοι, σύμφωνα με τοπικές και διεθνείς πηγές, δρουν ατιμώρητοι και υπό την ανοχή του ισραηλινού στρατού. Οι συγκεκριμένες ομάδες, γνωστές ως “hilltop youth”, έχουν συνδεθεί με εμπρησμούς κατοικιών και οχημάτων, καταστροφή περιουσιών και στοχευμένες ενέργειες εκφοβισμού. Οι τρεις ιερείς των ενοριών της πόλης, σε κοινή τους ανακοίνωση, καταγγέλλουν πως η συστηματική βία απειλεί ευθέως τη φυσική παρουσία και την ιστορική συνέχεια των χριστιανών της περιοχής.
«Απειλείται η ίδια μας η ύπαρξη», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Η καταστροφή του ναού αποτράπηκε χάρη στην επέμβαση των κατοίκων και των τοπικών πυροσβεστικών δυνάμεων, όμως η αίσθηση πολιορκίας παραμένει διάχυτη στην κοινότητα.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτηρίστηκε γενικόλογη και αποπροσανατολιστική, καθώς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καταδίκασε «τη βία από όλες τις πλευρές», χωρίς να κατονομάσει τους δράστες της επίθεσης ή να προτείνει μέτρα λογοδοσίας. Παράλληλα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου απέφυγε κάθε καταδίκη, ενώ επαίνεσε τη «συλλογικότητα των εποίκων», χαρακτηρίζοντας την επίθεση έργο ακραίων στοιχείων που δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο.
Την ίδια στιγμή, ανθρωπιστικές οργανώσεις όπως η Catholic Relief Services προειδοποιούν πως η συνεχιζόμενη ανασφάλεια παρακωλύει την πρόσβαση σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, ενώ περιορίζει την ελευθερία μετακίνησης των κατοίκων.
Η πολιτική υποστήριξη στους εποίκους ενισχύθηκε θεσμικά όταν, στις 21 Ιανουαρίου 2025, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακάλεσε τις κυρώσεις που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Μπάιντεν σε ηγετικά στελέχη των εξτρεμιστών εποικιστικών οργανώσεων. Η κίνηση αυτή ερμηνεύτηκε ως πράσινο φως για την περαιτέρω εντατικοποίηση της βίας στις παλαιστινιακές περιοχές.