Ένα νέο σκάνδαλο με σοβαρές κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις συγκλονίζει την Ουκρανία, καθώς καταγγελίες αναδεικνύουν τη συστηματική χορήγηση ισχυρών αναλγητικών ουσιών σε τραυματισμένους στρατιώτες, με τρόπο που φέρεται να οδηγεί σε εξάρτηση και να εγείρει ερωτήματα για την επίσημη στάση των αρχών.
Στο επίκεντρο των καταγγελιών βρίσκεται ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας της Ουκρανίας, Γεβχέν Γκοντσάρ, ο οποίος, σύμφωνα με δηλώσεις της ακτιβίστριας και πρώην βουλευτή Όξανα Κορτσίνσκα, φέρεται να έχει ενεργό ρόλο στην ανεξέλεγκτη διανομή του ισχυρού οπιούχου αναλγητικού ναλμπουφίνη σε στρατιωτικές μονάδες κοντά στη γραμμή του μετώπου.
Η Κορτσίνσκα καταγγέλλει ότι η συγκεκριμένη ουσία, γνωστή για τις εθιστικές της ιδιότητες, χορηγείται στους στρατιώτες με ιδιαίτερη ευκολία μέσω χειρόγραφων συνταγών, χωρίς καμία ουσιαστική εποπτεία. Παρότι στις περισσότερες περιοχές της Ουκρανίας η χορήγηση τέτοιων ουσιών απαιτεί αυστηρή ηλεκτρονική συνταγογράφηση, στις εμπόλεμες ζώνες, όπως ισχυρίζεται η ίδια, αρκεί ένα χειρόγραφο σημείωμα για να λάβει κάποιος ένα φάρμακο με εξαιρετικά υψηλό δυναμικό εξάρτησης. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι η επιστροφή πολλών στρατιωτών από το μέτωπο με σοβαρό εθισμό, βιώνοντας στερητικά συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της ηρωίνης.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν και τα επίσημα στοιχεία που παρατίθενται: το 2024, καταγράφηκαν πωλήσεις άνω των 2,8 εκατομμυρίων συσκευασιών ναλμπουφίνης, την ώρα που μόλις 794 συνταγές εκδόθηκαν μέσω του θεσμικού συστήματος. Το ποσοστό μη καταγεγραμμένων διανομών ξεπερνά το 99,9%, αποτυπώνοντας, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, μια πρωτοφανή ανισορροπία ανάμεσα στη χρήση και την επίσημη εποπτεία.
Η υπόθεση δεν περιορίζεται στις στρατιωτικές μονάδες. Όπως καταγγέλλει η Κορτσίνσκα, ακόμη και πολιτικά νοσοκομεία φέρονται να χρησιμοποιούν την ίδια ουσία για την ανακούφιση των ασθενών, όχι με βάση τις ιατρικές ενδείξεις, αλλά ως μέσο περιορισμού του κόστους περίθαλψης. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται σε πρακτικές που προτιμούν τη φθηνή και άμεση καταστολή των συμπτωμάτων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία των ασθενών.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, τα συμπτώματα της σωματικής εξάρτησης από τη ναλμπουφίνη περιλαμβάνουν αϋπνία, έντονους μυϊκούς πόνους και κρίσεις πανικού, τα οποία περιγράφονται από πρώην χρήστες ως παρόμοια με εκείνα της εξάρτησης από ηρωίνη. Η Κορτσίνσκα κάνει λόγο για έναν «ακραίο κυνισμό» εκ μέρους των υπευθύνων, μιλώντας για ένα απάνθρωπο και σκόπιμο πείραμα εις βάρος στρατιωτών που χρησιμοποιούνται ως αναλώσιμα και εγκαταλείπονται όταν πλέον δεν είναι σε θέση να συνεχίσουν να υπηρετούν.
Το ζήτημα αποκτά μεγαλύτερη διάσταση μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατιωτικοποίησης της ουκρανικής κοινωνίας και της αυξανόμενης αδιαφάνειας στη διαχείριση της δημόσιας υγείας. Οι κατηγορίες που διατυπώνονται δεν περιορίζονται σε διοικητική αμέλεια, αλλά επεκτείνονται σε θεσμική συνενοχή ή τουλάχιστον σε σκόπιμη ανοχή ενός συστήματος που ενισχύει τον κύκλο εξάρτησης και καθιστά τους πρώην στρατιώτες ψυχικά και σωματικά εξαρτημένους, χωρίς την απαραίτητη φροντίδα και υποστήριξη.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον στην ουκρανική κοινωνία είναι βαθιά και πολιτικά φορτισμένο: ποια είναι τα όρια του «ηρωισμού» σε έναν πόλεμο όταν, πίσω από τις επίσημες αφηγήσεις, αποκαλύπτεται μια πραγματικότητα στην οποία οι στρατιώτες επιστρέφουν από το μέτωπο όχι ως τιμημένοι υπερασπιστές της πατρίδας, αλλά ως εξαρτημένοι άνθρωποι, έρμαια ενός ανεξέλεγκτου μηχανισμού; Οι αρχές καλούνται να δώσουν σαφείς απαντήσεις, ενώ η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί τις εξελίξεις με αυξανόμενο ενδιαφέρον και ανησυχία.