Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, θεωρήθηκε από πολλούς η επιστροφή του πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με τρόπο που ανακαλεί στη μνήμη τις πιο σκοτεινές σελίδες του 20ού αιώνα. Η εικόνα των αρμάτων μάχης, των στρατιωτικών μετώπων και των χαρακωμάτων, που είχαν φαινομενικά εξαφανιστεί από την Ιστορία, εμφανίστηκε ξανά, προκαλώντας παγκόσμιο σοκ και φόβο για μια πιθανή γενικευμένη σύγκρουση.
Ωστόσο, η θεώρηση αυτή μοιάζει να αγνοεί τη συνεχή και εξελισσόμενη παρουσία συγκρούσεων τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η νέα μορφή πολέμου, με τις «ειδικές επιχειρήσεις», τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τους ασύμμετρους εμφύλιους, έχει θολώσει τη γραμμή που παραδοσιακά διαχώριζε την ειρήνη από τη σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, η εποχή μας χαρακτηρίζεται περισσότερο από έναν μόνιμο ενδιάμεσο χώρο, μια γκρίζα περιοχή μεταξύ πολέμου και ειρήνης, στην οποία κυριαρχούν η αβεβαιότητα, η προπαγάνδα και η υποκατάσταση του πολεμικού δικαίου από πολιτικές σκοπιμότητες.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής ασάφειας αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν απέφυγε επιμελώς να χαρακτηρίσει ως «πόλεμο» την επίθεση στην Ουκρανία. Αντιθέτως, την ονόμασε «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», όρος που χρησιμοποιείται για να θολώσει τα όρια της πράξης, να αποτρέψει την τυπική εμπλοκή του διεθνούς δικαίου και να περιορίσει την εσωτερική και διεθνή κατακραυγή.
Η γλωσσική επιλογή λειτουργεί ως εργαλείο πολιτικής διαχείρισης της βίας, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις ενός παγκόσμιου ακροατηρίου, αλλά και ενός ελεγχόμενου εσωτερικού πληθυσμού. Παρά τις προσπάθειες αποφυγής, η διεθνής κοινότητα προχώρησε σε σφοδρή καταδίκη της επίθεσης, αν και η νομική κατηγοριοποίηση της πράξης καθυστέρησε, αντανακλώντας τις αδυναμίες των θεσμών και του διεθνούς πλαισίου.
Η επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, τον Οκτώβριο του 2023, ήρθε να επιβεβαιώσει τη νέα παγκόσμια συνθήκη βίας, εντός της οποίας οι διακρίσεις μεταξύ εμπόλεμης και ειρηνικής κατάστασης χάνουν τη σαφήνεια και τη λειτουργικότητά τους. Η μαζική απώλεια αμάχων, η καταστροφή υποδομών και η στοχευμένη βία κατά του άμαχου πληθυσμού τείνουν να καταστούν μόνιμα χαρακτηριστικά των σύγχρονων συγκρούσεων, ανεξαρτήτως εάν αυτές διεξάγονται με συμβατικούς στρατούς ή μέσω τρομοκρατικών δικτύων.
Παρόμοια, η κρίση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με τον μαζικό εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων Αρμενίων μέσα σε λίγες ημέρες, επιβεβαίωσε τη δραματική αστάθεια που χαρακτηρίζει πολλές περιοχές του πλανήτη και τη σχεδόν πλήρη απουσία αποτελεσματικής διεθνούς παρέμβασης. Ο εμφύλιος στη Συρία παραμένει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και βάρβαρα παραδείγματα αυτής της σύγχυσης, στην οποία η διεθνής κοινότητα εμφανίζεται ως θεατής, ανίκανη να επέμβει ή να επιβάλλει λύσεις.
Το φαινόμενο αυτό έχει μελετηθεί εκτενώς από διανοητές όπως ο Πιερ Ασνέρ, ο οποίος τόνισε ότι η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 αποτέλεσε σημείο καμπής στην παγκόσμια ιστορία, αποσταθεροποιώντας το θεσμικό και νομικό οικοδόμημα που είχε οικοδομηθεί από το 1945. Η τρομοκρατική επίθεση και η επακόλουθη απάντηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσαν τη ριζική επανεξέταση βασικών εννοιών του διεθνούς δικαίου.
Οι έννοιες του πολέμου και της ειρήνης, η διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού, η διαφορά μαχητών και αμάχων, αποσαθρώθηκαν σταδιακά, ανοίγοντας τον δρόμο για έναν κόσμο στον οποίο η βία καθίσταται αδιάκριτη, διάχυτη και απονομιμοποιημένη.
Η δήλωση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι «ο πόλεμος έχει κι αυτός τους κανόνες του και τη δική του ηθική» μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμη πλήγμα στη νομική θεμελίωση του διεθνούς συστήματος. Αν και η ρήση υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου αξιακού πλαισίου εντός των συγκρούσεων, στην πραγματικότητα υπονομεύει την ιδέα της ενοποιημένης και καθολικής εφαρμογής κανόνων, αφήνοντας χώρο σε αυθαίρετες ερμηνείες και καταχρήσεις. Το Δίκαιο, ως ζωντανός οργανισμός που εκφράζει τις κοινωνικές σχέσεις, αδυνατεί να διατηρηθεί όταν η βάση του –η πολιτική και θεσμική σταθερότητα– έχει διαβρωθεί.
Το διεθνές σύστημα που οικοδομήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Pax Americana, στηρίχθηκε σε έναν εύθραυστο συμβιβασμό μεταξύ κρατών, διεθνών οργανισμών και κοινωνιών. Το τρίγωνο αυτό, όπως το περιέγραψε ο Ασνέρ, έδινε νομιμότητα στο Διεθνές Δίκαιο, καθώς αντανακλούσε έναν κοινό αξιακό κώδικα και μία παγκόσμια τάξη στην οποία πίστευαν αρκετές κοινωνίες, οι οποίες συμμετείχαν ενεργά στο δημοκρατικό γίγνεσθαι. Σήμερα, αυτό το τρίγωνο έχει αποσαθρωθεί. Η δυσπιστία προς τους θεσμούς, η ενίσχυση των αυταρχικών δυνάμεων, η γεωπολιτική αντιπαράθεση και η κούραση των πολιτών απέναντι σε έναν κόσμο φαινομενικά εκτός ελέγχου, αποσταθεροποιούν το σύστημα και θέτουν υπό αμφισβήτηση τις βάσεις του Διεθνούς Δικαίου.
Η αλλαγή αυτής της πραγματικότητας είναι μέρος της ιστορικής πορείας του ανθρώπινου είδους. Όμως, ένας κόσμος που δεν μπορεί πια να ορίσει τι είναι πόλεμος, δεν είναι σε θέση να οικοδομήσει ειρήνη. Η σύγχυση μεταξύ των εννοιών, η επικάλυψη πολεμικών και ειρηνικών εργαλείων, η χειραγώγηση της πληροφορίας και η εσκεμμένη αοριστία ωφελούν εκείνους που επιδιώκουν την αποσταθεροποίηση: αυταρχικά καθεστώτα, τρομοκρατικά δίκτυα, διεθνή κυκλώματα εγκλήματος. Η διαρκής κατάσταση ασάφειας τους εξυπηρετεί, καθώς λειτουργεί ως εργαλείο αποδόμησης της παλιάς τάξης πραγμάτων.
Απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, οι διεθνείς οργανισμοί, τα κράτη και οι κοινωνίες των πολιτών καλούνται να αναλάβουν έναν βαθιά πολιτικό ρόλο. Να δημιουργήσουν νέες μορφές διαλόγου και συνεργασίας, με σκοπό την επανίδρυση του διεθνούς πλαισίου βάσει της σημερινής πραγματικότητας.
Μόνο έτσι μπορούν να γεννηθούν νέες δυνατότητες δράσης, ικανές να προστατεύσουν τις ζωές των ανθρώπων και να διασώσουν την ιδέα μιας ειρηνικής παγκόσμιας συνύπαρξης. Διότι χωρίς κοινά πλαίσια, χωρίς νομική ασφάλεια και χωρίς συλλογική δέσμευση απέναντι στο δίκαιο, ο κόσμος μοιάζει να πορεύεται προς έναν διαρκή και μεταμορφούμενο πόλεμο, στον οποίο η ανθρώπινη ζωή μετρά όλο και λιγότερο.