Μία ιδέα που ξεκίνησε από τον εταίρο του Τούρκου προέδρου, τον Μπαχτσελί
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται πως επιδιώκει να ενισχύσει περαιτέρω τη θέση του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα της Κύπρου μέσα από την αλλαγή της ονομασίας του.
Ο στόχος αυτής της κίνησης δεν είναι απλώς συμβολικός αλλά πολιτικός, καθώς εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής που στοχεύει στη διεθνή αναγνώριση της αποσχιστικής οντότητας, η οποία ιδρύθηκε μονομερώς το 1983 και μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.
Ο Ερντογάν, επιχειρώντας να δώσει στο μόρφωμα αυτό ένα διαφορετικό πολιτικό και γεωστρατηγικό βάρος, επιδιώκει να το εμφανίσει ως ένα κανονικό και αυθύπαρκτο κράτος, ενδεχομένως με την υιοθέτηση ονόματος που θα παραπέμπει σε ισχυρότερη θεσμική υπόσταση και μακροπρόθεσμη «κρατική» σταθερότητα.
Η πρωτοβουλία αυτή έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η Τουρκία εντείνει τη ρητορική της περί «δύο κρατών» στην Κύπρο, επιμένοντας πως η ομοσπονδιακή λύση είναι πλέον ανεδαφική. Με τη μετονομασία, ο Ερντογάν αποσκοπεί να εδραιώσει την αντίληψη της μόνιμης διχοτόμησης και να μετατρέψει την de facto κατάσταση σε de jure μέσω τετελεσμένων.
Δεν είναι τυχαίο ότι η σχετική συζήτηση συνοδεύεται από δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων που τονίζουν την ανάγκη για «σεβασμό της κυριαρχίας» των Τουρκοκυπρίων, επιχειρώντας να προσδώσουν διεθνή νομιμότητα στην κατοχή.
Μέσα από την αλλαγή της ονομασίας, ενδέχεται να επιχειρηθεί και μια προσπάθεια ανανέωσης της εικόνας του ψευδοκράτους, προκειμένου αυτό να παρουσιαστεί ως πιο «ελκυστικό» ή «σύγχρονο» στις διεθνείς επαφές και σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, μια τέτοια εξέλιξη πιθανόν να συνοδευτεί από ενισχυμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες και πολιτικές κινήσεις που θα εντείνουν τη λειτουργία κρατικών δομών, με στόχο να καταδείξουν την αυτοτέλεια του μορφώματος.
Η κίνηση αυτή, ωστόσο, εντείνει την ανησυχία στη Λευκωσία, καθώς επιβεβαιώνει την τουρκική πρόθεση για διαιώνιση της διαίρεσης της Κύπρου και δημιουργεί νέα εμπόδια σε οποιαδήποτε προσπάθεια επανέναρξης των διαπραγματεύσεων. Η μετονομασία του ψευδοκράτους, εφόσον υλοποιηθεί, θα συνιστά μια ακόμη πράξη παραβίασης του διεθνούς δικαίου και των σχετικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ, τα οποία αναγνωρίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία ως τη μόνη νόμιμη κρατική οντότητα στο νησί.
Υπό το βάρος της εσωτερικής πίεσης που έχει ενταθεί τους τελευταίους μήνες, αλλά και των αυξανόμενων αρνητικών εξελίξεων στη διεθνή σκηνή για την Τουρκία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φέρεται να εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να ανακοινώσει, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στα Κατεχόμενα, την αλλαγή του ονόματος του ψευδοκράτους. Πρόκειται για μία επιλογή με έντονο πολιτικό συμβολισμό, που εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική πίεσης προς την Κυπριακή Δημοκρατία, με στόχο να εξαναγκαστεί σε αποδοχή της μόνιμης διχοτόμησης.
Η ιδέα για τη μετονομασία ξεκίνησε από τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κυβερνητικό εταίρο του Ερντογάν και ηγέτη του εθνικιστικού κόμματος ΜΗΡ. Σύμφωνα με αυτήν, το σημερινό όνομα «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου» θα αλλάξει σε «Τουρκική Δημοκρατία Κύπρου», αφαιρώντας τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Βόρειας».
Η αφαίρεση αυτή δεν είναι μια απλή λεπτομέρεια – έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς υποδηλώνει σαφώς πρόθεση της Άγκυρας να προβάλει αξιώσεις που υπερβαίνουν τα κατεχόμενα εδάφη, ενισχύοντας το αφήγημα της «κρατικής ισότητας» και αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο αμφισβήτησης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ολόκληρο το νησί.
Το σενάριο αυτό κυκλοφόρησε έντονα τις τελευταίες ημέρες στην Κύπρο, με αφορμή την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στα Κατεχόμενα. Σύμφωνα με πληροφορίες που προέρχονται από πολιτικούς κύκλους και διπλωματικές πηγές, η κίνηση αυτή δεν προέκυψε τυχαία αλλά βασίζεται σε εισηγήσεις συνεργατών και συμμάχων του Ερντογάν. Παράλληλα, αποτελεί μέρος της ευρύτερης τουρκικής επιδίωξης για οριστικό τερματισμό των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό και διάρρηξη κάθε προοπτικής λύσης στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Έμπειρος διπλωμάτης εμφανίστηκε επιφυλακτικός για την υλοποίηση μιας τέτοιας αλλαγής, επισημαίνοντας ότι το υφιστάμενο «σύνταγμα» του ψευδοκράτους, που είχε θεσπίσει ο Ραούφ Ντενκτάς, απαγορεύει την τροποποίηση της επίσημης ονομασίας. Ωστόσο, εκτίμησε ότι κάτι τέτοιο δεν συνιστά σοβαρό εμπόδιο για το καθεστώς των Κατεχομένων, δεδομένου ότι η Άγκυρα έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι παρακάμπτει νομικά και θεσμικά εμπόδια όταν εξυπηρετείται ο πολιτικός της σχεδιασμός.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Ερντογάν αναζητεί έναν τρόπο να αλλάξει την πολιτική ατζέντα και να μεταφέρει την προσοχή από τα εσωτερικά του προβλήματα σε ένα γεγονός που θα προκαλέσει εντύπωση και θα συσπειρώσει εθνικιστικά ακροατήρια.
Η συγκυρία είναι ιδιαίτερα αρνητική για τον Τούρκο πρόεδρο. Στο εσωτερικό της χώρας του, βρίσκεται αντιμέτωπος με σοβαρές πολιτικές απώλειες, κυρίως μετά τις ήττες που υπέστη στις τελευταίες δημοτικές εκλογές. Σε διεθνές επίπεδο, η προσπάθεια της Άγκυρας να επιτύχει αναγνώριση του ψευδοκράτους από τουρκογενή κράτη απέτυχε, με πιο ηχηρή απόρριψη εκείνη που ήρθε πρόσφατα από πέντε τέτοιες χώρες.
Επιπλέον, η επιρροή του έχει περιοριστεί στη Μέση Ανατολή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το βέτο του Ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου προς τον Ντόναλντ Τραμπ να μην επιτρέψει την εγκατάσταση τουρκικής στρατιωτικής βάσης στη Συρία. Όλα αυτά πλήττουν το κύρος του Ερντογάν και τον εκθέτουν τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.
Στην Τουρκία, η αντιπολίτευση τον κατηγορεί ανοιχτά για την αδυναμία του να εξασφαλίσει συμμετοχή στο πρόγραμμα των F-35, την αποτυχία να ολοκληρώσει τη συμφωνία για την αναβάθμιση των F-16, αλλά και για τη σαφή στρατιωτική υστέρηση της χώρας έναντι της Ελλάδας, η οποία ενισχύεται με ταχύτατους ρυθμούς. Η οικονομική κατάσταση επιβαρύνει επιπλέον την εικόνα του προέδρου, με τον πληθωρισμό και την ακρίβεια να πλήττουν το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων πολιτών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αλλαγή του ονόματος του ψευδοκράτους εμφανίζεται ως μια στρατηγική απόπειρα του Ερντογάν να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης, να εμφανίσει διεθνώς την «Τουρκική Δημοκρατία Κύπρου» ως ισότιμη με την Κυπριακή Δημοκρατία και να παγιώσει την αντίληψη περί ύπαρξης δύο χωριστών κρατών στο νησί. Παράλληλα, μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να προλειάνει το έδαφος για πιο επιθετικές διπλωματικές πρωτοβουλίες με στόχο την ενίσχυση της διεθνούς προβολής του ψευδοκράτους και την αμφισβήτηση της νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή μέρα θεωρείται κρίσιμη. Εάν ο Ερντογάν ανακοινώσει τη μετονομασία, αυτό θα συνιστά μια μείζονα εξέλιξη που αναμένεται να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις τόσο στην Κύπρο όσο και στη διεθνή κοινότητα, καθώς θα πρόκειται για ακόμα ένα βήμα στην πορεία εδραίωσης των τετελεσμένων της κατοχής και υπονόμευσης κάθε προοπτικής λύσης στο Κυπριακό.