Η δήλωση του Ερίκ Ζεμούρ μετά την καταδίκη της Μαρίν Λεπέν, ότι «κανείς δεν πρέπει να ξεγελαστεί στη Γαλλία, η Δικαιοσύνη είναι πάντα πολιτική», αναδεικνύει μια ενοχλητική αλήθεια για τον τρόπο που λειτουργεί η δικαιοσύνη στις σύγχρονες κοινωνίες.
Η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί πια έναν ανεξάρτητο μηχανισμό ελέγχου της εξουσίας, αλλά έχει εξελιχθεί σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την υποστήριξη και την ενίσχυση των συμφερόντων των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Στη Γαλλία, όπως και σε άλλες χώρες, η Δικαιοσύνη πολλές φορές κατηγορείται ότι συντελεί στην αναπαραγωγή συνθηκών κυριαρχίας, παρά στο να διασφαλίζει την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Η ιακωβίνικη αντίληψη, που επιμένει ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να λειτουργεί σε πλήρη συντονισμό με την εκτελεστική εξουσία, συνεχίζει να έχει μεγάλη επιρροή. Αυτή η αντίληψη υποστηρίζει ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, το οποίο, βεβαίως, καθορίζεται και επιβάλλεται από την εκάστοτε κρατική εξουσία.
Έτσι, η Δικαιοσύνη γίνεται συχνά ένα εργαλείο εφαρμογής των σκοπιμοτήτων της εκάστοτε κυβέρνησης, με το «δημόσιο συμφέρον» να εξυπηρετεί τους στόχους της εξουσίας και όχι τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η αποδοχή αυτής της αντίληψης δυσχεραίνει τη δυνατότητα να πιστέψει κανείς ότι η Δικαιοσύνη εκφράζει με πληρότητα και ανεξαρτησία τον θεσμικό της ρόλο. Το περί δικαίου αίσθημα και το δημόσιο συμφέρον συχνά καταλήγουν να είναι υποκειμενικές έννοιες, που ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις ανάγκες των ισχυρών.
Η ισότητα ενώπιον του νόμου, που θεωρείται θεμελιώδης αρχή του κράτους δικαίου, τίθεται σε αμφισβήτηση. Εφαρμόζεται πραγματικά η καθολική υποταγή στον νόμο με ίση μεταχείριση για όλους ή υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με την κοινωνική, οικονομική ή πολιτική θέση του καθενός; Το κράτος δικαίου, το οποίο πρέπει να εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση και την αποκατάσταση των αδικιών του παρελθόντος, συχνά καταλήγει να είναι μια έννοια που παραμένει κενή περιεχομένου, καθώς οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ καταφέρνουν να την προσαρμόσουν στα συμφέροντά τους. Η συνεχής διαιώνιση των κοινωνικών ανισοτήτων και οι παρατυπίες που συνεχίζουν να επιτρέπονται δείχνουν ότι το κράτος δικαίου, στην πραγματικότητα, δεν εφαρμόζεται με συνέπεια και σε όλους τους πολίτες.
Παράδειγμα αυτής της ανισότητας και της αδυναμίας εφαρμογής του κράτους δικαίου αποτελεί η περίπτωση του Ζαν-Λικ Μελανσόν, ο οποίος κατηγορήθηκε για ατασθαλίες σχετικά με πλασματικές θέσεις απασχόλησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όταν οι εισαγγελικές αρχές προσπάθησαν να εισέλθουν στο γραφείο του κατά τη διάρκεια της έρευνας, εκείνος αντέδρασε έντονα, αποκαλώντας τον εαυτό του «τη Δημοκρατία».
Η αντίδραση αυτή δεν είναι απλώς μια ακραία αντίληψη του πολιτικού παιχνιδιού, αλλά και μια ένδειξη της αίσθησης ατιμωρησίας που επικρατεί σε πολλά επίπεδα της πολιτικής εξουσίας. Η επιρροή των ισχυρών και η έλλειψη πραγματικού ελέγχου και λογοδοσίας αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στην εφαρμογή της δικαιοσύνης.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την άλλη, έχει γίνει πρόσφατα το επίκεντρο πολλών σκανδάλων διαφθοράς και δωροδοκίας, όπως αυτά που συνδέονται με μεγάλες εταιρείες, όπως η Χουάγουεϊ και άλλες. Τα σκάνδαλα διαφθοράς και οι χρηματισμοί ευρωβουλευτών από χώρες όπως το Καζακστάν αναδεικνύουν τις σοβαρές ελλείψεις στην εφαρμογή του κράτους δικαίου. Η κουλτούρα της ατιμωρησίας που επικρατεί στις Βρυξέλλες και η αδυναμία των θεσμών να ελέγξουν αυτές τις πρακτικές δείχνει ότι το κράτος δικαίου στην Ε.Ε. παραμένει μια κενή έννοια. Αν και το κράτος δικαίου θεωρείται θεμελιώδες στοιχείο της ευρωπαϊκής κληρονομιάς, οι συχνές αποτυχίες να εφαρμοστεί σωστά αποδεικνύουν ότι οι νόμοι και οι κανόνες συχνά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών και των ελίτ, παρακάμπτοντας τη βασική αρχή της ισότητας και της δικαιοσύνης.
Η περίπτωση της Μαρίν Λεπέν, της οποίας η καταδίκη, σύμφωνα με πολλές απόψεις, ήταν υπερβολική, προσθέτει μια ακόμα διάσταση στο ζήτημα. Αν και η Λεπέν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ποσοστά 33%-35% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η απόφαση της δικαιοσύνης ενδέχεται να έχει επηρεαστεί από πολιτικές σκοπιμότητες. Ο Ματέο Σαλβίνι, επισημαίνοντας αυτή την τάση, δήλωσε: «Όσοι φοβούνται την κρίση των ψηφοφόρων συχνά καθησυχάζονται από την κρίση των δικαστηρίων». Αυτή η δήλωση αποκαλύπτει τη συχνή σύγκλιση των δικαστικών αποφάσεων με πολιτικές σκοπιμότητες, αναδεικνύοντας τη σύνδεση μεταξύ πολιτικής και δικαιοσύνης και θέτοντας σε αμφισβήτηση την πραγματική ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος.