
Σε μια εποχή βαθιάς πολιτισμικής και κοινωνικής μετάλλαξης, η μαζική εισροή πληθυσμών από Ασία και Αφρική στην Ελλάδα και την Ευρώπη βαφτίζεται «ανθρωπιστική κρίση».
Η αντίσταση απέναντι στην ανεξέλεγκτη ροή χαρακτηρίζεται «απανθρωπιά», και κάθε μορφή απόκρουσης των μεταναστευτικών κυμάτων αντιμετωπίζεται ως εχθρική προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, ο ανθρωπισμός ταυτίζεται με την αποδοχή ενός μετασχηματισμού που, όπως πολλοί υποστηρίζουν, οδηγεί στη δημογραφική και πολιτισμική εξαφάνιση του ελληνικού έθνους.
Οι Έλληνες πολίτες καλούνται να χρηματοδοτήσουν αυτό το σύστημα μέσω μιας υπερφορολόγησης που περιλαμβάνει φόρους όπως ο ΕΝΦΙΑ, επιβαρύνοντας τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και διαβρώνοντας την κοινωνική συνοχή. Το κράτος, με αντεθνικό προσανατολισμό, διαχειρίζεται τους δημόσιους πόρους προς την κατεύθυνση μιας επιδοτούμενης μετανάστευσης, η οποία παρουσιάζεται ως διεθνής υποχρέωση και πράξη αλληλεγγύης.
Η μακροχρόνια προσέγγιση της πολιτείας, που επιχειρεί ταυτόχρονα να αποτρέπει τις παράνομες εισόδους και να χορηγεί παροχές στους νεοεισερχόμενους, περιγράφεται ως αντιφατική. Από τη μία πλευρά, επιστρατεύονται μέσα αποτροπής και επιχειρησιακή παρουσία στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, ενώ από την άλλη, εξακολουθούν να λειτουργούν μηχανισμοί υποδοχής, ενσωμάτωσης και παροχής προνομίων σε παράτυπους μετανάστες, ενισχύοντας τον μαγνητισμό της χώρας ως προορισμού.
Αυτή η διπλή πολιτική, σύμφωνα με τους επικριτές της, δεν μπορεί να παράξει αποτέλεσμα και καθιστά την Ελλάδα ευάλωτη σε μια συνεχιζόμενη μεταναστευτική πίεση.
Η εμπλοκή του Πολεμικού Ναυτικού σε επιχειρήσεις αποτροπής, με φρεγάτες και ελικόπτερα, σε περιοχές όπως η Ανατολική Μεσόγειος και η Λιβύη, εγείρει το ερώτημα: ποια θα είναι η αντίδραση όταν οι ναυτικές δυνάμεις έρθουν αντιμέτωπες με πλοιάρια υπερφορτωμένα με ανθρώπους που καταστρέφουν μόνοι τους τα σκάφη για να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός διάσωσης;
Η απάντηση που αναδεικνύεται είναι πως, παρά τον εξοπλισμό και την παρουσία, η Ελλάδα μετατρέπεται τελικά σε κράτος υποδοχής και όχι αποτροπής, προσφέροντας επιτάχυνση στη μετάβαση σε ευρωπαϊκό έδαφος και ενισχύοντας τη λειτουργία ενός άτυπου, επιδοτούμενου συστήματος μεταφοράς.
Η στρατηγική αυτή συντηρεί τη δραστηριότητα διακινητών, ΜΚΟ και εμπλεκόμενων διεθνών δομών που έχουν αναπτύξει ολόκληρη υποδομή γύρω από τη μεταναστευτική ροή. Οποιαδήποτε αντίδραση από τους πολίτες χαρακτηρίζεται αυτομάτως ως «ρατσιστική» ή «ακραία», περιορίζοντας τον δημόσιο διάλογο και την ελευθερία κριτικής. Ταυτόχρονα, η οικονομική και πολιτισμική επιβάρυνση τοπικών κοινωνιών, καθώς και η αλλοίωση της ταυτότητάς τους, παραμένει ανεπίλυτο ζήτημα.
Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται περιλαμβάνει πλοιάρια με άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας – συντριπτική πλειονότητα των μετακινούμενων – να συνοδεύονται από ελάχιστες γυναίκες και παιδιά. Η παρουσία των τελευταίων αξιοποιείται για να καλλιεργήσει συγκινησιακές αντιδράσεις και να ενισχύσει τη θετική αντίληψη της κοινής γνώμης. Οι ίδιοι οι επιβαίνοντες, γνωρίζοντας τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί, συναινούν στη σκηνοθεσία της «διάσωσης» – ακόμη και με βάρκες που βυθίζονται σκόπιμα, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η κρατική υποχρέωση φιλοξενίας.
Μετά την άφιξή τους, οι νεοεισερχόμενοι ταυτοποιούνται χωρίς επίσημα έγγραφα, δηλώνοντας αυθαίρετα όνομα, ηλικία και εθνικότητα. Το ελληνικό κράτος καλείται να αποδεχθεί αυτές τις δηλώσεις ως ακριβείς, παρότι οι περισσότεροι δεν φέρουν μαζί τους διαβατήρια ή άλλες αποδείξεις ταυτότητας. Ωστόσο, φέρουν πάντα κινητό τηλέφωνο, απαραίτητο για να τεκμηριώνουν και να κοινοποιούν τις νέες τους συνθήκες διαβίωσης – με πλήρη παροχή στέγης, τροφής, νομικής υποστήριξης και άλλων υπηρεσιών.
Την ίδια στιγμή, κάθε πολίτης που εκφράζει προβληματισμό ή δυσαρέσκεια για τη μεταβολή της γειτονιάς του, για την άνοδο της εγκληματικότητας, την υποβάθμιση του δημόσιου χώρου ή την αλλοίωση του πολιτισμικού τοπίου, στιγματίζεται. Οι φωνές που διαφωνούν χαρακτηρίζονται ως «ρατσιστικές», «μισαλλόδοξες», «ακροδεξιές», συχνά δε λοιδορούνται και κοινωνικά, με στόχο την ηθική τους απαξίωση.
Η επιλογή που απομένει στον Έλληνα πολίτη τίθεται πλέον ως υπαρξιακό δίλημμα. Η φωνή, η αντίσταση και η δράση μπορεί να διατηρήσουν τη συνοχή, την ταυτότητα και την ιστορική συνέχεια του έθνους.
Η σιωπή, αντίθετα, διασφαλίζει μόνο την αποδοχή από ένα σύστημα που προωθεί την αποδόμηση των εθνικών και πολιτισμικών δομών – με τίμημα τον ίδιο τον αφανισμό της χώρας που τον γέννησε.
primenews.