
Τέμπη: Την έντονη αντίδραση του κυβερνητικού και κομματικού μηχανισμού προκάλεσε η πρόταση που κατατέθηκε από τέσσερα κόμματα της αντιπολίτευσης για την παραπομπή του πρωθυπουργού με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας σε σχέση με την υπόθεση των Τεμπών.
Η πρόταση αυτή στηρίχθηκε σε νομικό υπόμνημα που φέρει την υπογραφή της δικηγόρου της οικογένειας Καρυστιανού, κυρίας Γρατσίας.
Η Νέα Δημοκρατία αντέδρασε άμεσα μέσω του επικοινωνιακού της μηχανισμού, χαρακτηρίζοντας την πρόταση ακραία και ανεδαφική, υποστηρίζοντας πως ο χαρακτηρισμός του πρωθυπουργού ως “προδότη” είναι υπερβολικός και μη σοβαρός.
Σύμφωνα με την ποινική δικογραφία που διαβίβασε στη Βουλή ο εφέτης ανακριτής κ. Μπακαΐμης, δεν εντοπίζεται σαφές αποδεικτικό υλικό που να στοιχειοθετεί το συγκεκριμένο αδίκημα, γεγονός που καθιστά την κατηγορία νομικά επισφαλή.
Παρά ταύτα, η αντίδραση της κυβέρνησης δεν περιορίστηκε σε απαξιωτικούς υπαινιγμούς ή σε αποσιώπηση από τα μέσα ενημέρωσης. Αντιθέτως, παρατηρήθηκε ευρεία και έντονη κινητοποίηση προσώπων που συνδέονται θεσμικά ή άτυπα με την κυβέρνηση, μεταξύ των οποίων νομικοί, συνταγματολόγοι, αναλυτές, ακόμα και συγγενείς θυμάτων, που εμφανίστηκαν σε τηλεοπτικά μέσα για να υποστηρίξουν τη θέση περί υπερβολής και πολιτικής σκοπιμότητας της πρότασης.
Παρατηρήθηκε επίσης το φαινόμενο, για πρώτη φορά, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης να επιδιώκουν ενεργά τη συζήτηση γύρω από την κατηγορία της προδοσίας, αντί να την αποφεύγουν. Αυτή η αλλαγή τακτικής ερμηνεύτηκε ως συντονισμένη προσπάθεια να ενισχυθεί το κυβερνητικό αφήγημα περί άδικης δίωξης του πρωθυπουργού.
Απόρροια της εξέλιξης αυτής ήταν η συγκρότηση ενός άτυπου πολιτικού μετώπου μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, που θεώρησαν την πρόταση ως επικίνδυνο προηγούμενο και ως επίθεση στον θεσμό του πρωθυπουργού. Το μπλοκ αυτό εμφανίστηκε με ενιαίο επικοινωνιακό μέτωπο, με στόχο την αποδόμηση της πρότασης.
Ωστόσο, όταν δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της πρώτης σχετικής δημοσκόπησης, αποτυπώθηκε μια εικόνα αντίθετη από εκείνη που είχε οικοδομηθεί επικοινωνιακά. Σύμφωνα με έρευνα της GPO, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, που αντιμετωπίζει τα Τέμπη ως πλημμέλημα, συγκέντρωσε 19% υποστήριξη.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ, που χαρακτηρίζει την υπόθεση ως κακούργημα, έλαβε 10%. Αντίθετα, η πρόταση που προτείνει την εσχάτη προδοσία – και στηρίζεται από κόμματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας, η ΝΙΚΗ και ο Στέφανος Κασσελάκης – συγκέντρωσε το 33% των προτιμήσεων.
Η κοινωνική απήχηση της πρότασης αυτής αιφνιδίασε το Μέγαρο Μαξίμου, καθώς αποκαλύφθηκε ένα ευρύ ρεύμα πολιτικής αμφισβήτησης και ριζοσπαστικοποίησης. Οι πολίτες, παρά την έντονη κυβερνητική επιχειρηματολογία, φάνηκαν να διατηρούν έντονη καχυποψία και δυσπιστία απέναντι στους επίσημους χειρισμούς της υπόθεσης.
Το Μέγαρο Μαξίμου, σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, φάνηκε να ανησυχεί ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο διαρροών κατά την ψηφοφορία στη Βουλή. Η κυβέρνηση φέρεται να έθεσε άτυπες προειδοποιήσεις στους βουλευτές της Ν.Δ., διαμηνύοντας ότι τυχόν αποκλίσεις από τη γραμμή του κόμματος θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε πρόωρες εκλογές. Η απειλή αυτή, ωστόσο, θεωρήθηκε επικοινωνιακή και χωρίς ουσιαστικό έρεισμα, δεδομένων των διεθνών συγκυριών.
Παράλληλα, στο δημόσιο διάλογο επανήλθε απόσπασμα από ομιλία του Ευάγγελου Βενιζέλου το 2020, κατά την οποία είχε κάνει λόγο για εσχάτη προδοσία του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, αναφερόμενος στο άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα, όπως αναθεωρήθηκε επί κυβέρνησης Ν.Δ.
Το σημείο αυτό αξιοποιήθηκε από το νομικό επιτελείο των συγγενών των θυμάτων ως νομικό προηγούμενο, προκειμένου να ενισχυθεί η νομική τεκμηρίωση της πρότασης περί εσχάτης προδοσίας. Έτσι, προέκυψε η ιδιοτυπία ότι η κατηγορία βασίστηκε σε νομική πρόβλεψη που θεσπίστηκε από την ίδια την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η πρόταση αναμένεται να απορριφθεί στη Βουλή, ωστόσο η κοινωνική αποδοχή της – σε ποσοστό 33% – δημιουργεί προβληματισμό στα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Το Μέγαρο Μαξίμου αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο να μη συγκεντρώσει η πρόταση παραπομπής ούτε μία ψήφο παραπάνω από τις προβλεπόμενες 32 των κομμάτων που τη στηρίζουν, προκειμένου να αποφευχθούν εσωκομματικές αμφιβολίες.
Στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης βρέθηκε και η ευρεία αναπαραγωγή στοιχείων που αφορούν τη λεγόμενη «Ομάδα Αλήθειας», η οποία, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «δημοκρατία», είχε απασχοληθεί παλαιότερα από τη Νέα Δημοκρατία, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκε στη μισθοδοσία επικοινωνιακών εταιριών που συνεργάζονται με την κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ρεπορτάζ, η εν λόγω ομάδα απαρτίζεται από στελέχη που φέρονται να εργάστηκαν ή να εργάζονται στην εταιρεία V+O και στην Blue Skies, έχοντας προηγουμένως διατελέσει κανονικά υπάλληλοι του κόμματος. Η ύπαρξη αυτής της σύνδεσης είχε διαψευσθεί επισήμως από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, ο οποίος είχε δηλώσει ότι η ομάδα δεν διατηρεί καμία υπαλληλική σχέση με τη Ν.Δ. ή το Μαξίμου.
Το δημοσίευμα της εφημερίδας παρουσίασε τεκμήρια που φέρονται να αποδεικνύουν το αντίθετο, τονίζοντας ότι η λειτουργία της ομάδας αποτελεί μέρος ενός οργανωμένου επικοινωνιακού μηχανισμού με σκοπό την υποστήριξη του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, μέσω δομημένης και χρηματοδοτούμενης στρατηγικής.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε και η απόπειρα αναστολής της λειτουργίας του νέου ραδιοφωνικού σταθμού «Δημοκρατία FM», που προετοιμάζεται από τον Όμιλο Φιλιππάκη. Η απόφαση της κυβέρνησης να παρέμβει νομοθετικά, ώστε να εμποδιστεί η λειτουργία του σταθμού, έχει προκαλέσει αντιδράσεις με επίκεντρο τον περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου και της πολυφωνίας.
Σύμφωνα με παρατηρητές, η συγκεκριμένη ενέργεια εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια ελέγχου της πληροφορίας, σε μια περίοδο που η χώρα κατατάσσεται στην 107η θέση παγκοσμίως ως προς την ελευθερία του Τύπου. Η επιλογή να εμποδιστεί προληπτικά η λειτουργία ενός ΜΜΕ το οποίο δεν ευθυγραμμίζεται με την κυβερνητική γραμμή, έχει προκαλέσει συγκρίσεις με πρακτικές παλαιότερων περιόδων.
Ενδεικτική των συνθηκών που επικρατούν είναι και η απεργία στη διανομή Τύπου, που συνέπεσε με την ημέρα των κοινοβουλευτικών παρεμβάσεων των πρώην πρωθυπουργών Καραμανλή και Σαμαρά. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην αποφυγή πρωτοσέλιδης κάλυψης των παρεμβάσεών τους, γεγονός που αποδόθηκε σε προσπάθεια περιορισμού της διάχυσης πληροφοριών.
Η συγκυρία δημιουργεί ερωτήματα για τις ισορροπίες μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ελεύθερης έκφρασης, ενώ εγείρει ανησυχίες για την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου. Την ίδια στιγμή, η πολιτική διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών και η αντίδραση σε ανεξάρτητες φωνές στο χώρο της ενημέρωσης εγείρουν σημαντικά ζητήματα διαφάνειας και θεσμικής λειτουργίας του κράτους.
newsprime