Η Ουάσινγκτον σείστηκε χθες από μία ακόμη δήλωση του Προέδρου Τραμπ, η οποία –ως συνήθως– δεν περιορίστηκε σε λεκτική διατύπωση, αλλά συνοδεύτηκε από συγκεκριμένα μέτρα.
Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο και εκτοξεύθηκε από το πλέον θεσμικό βήμα, το Οβάλ Γραφείο: οι Ηνωμένες Πολιτείες θέτουν ως όρο για οποιαδήποτε εμπορική διευθέτηση με τις Βρυξέλλες την επιβολή τελωνειακών δασμών ύψους 50%. Ο ίδιος ο πρόεδρος χαρακτήρισε την Ευρωπαϊκή Ένωση «δομή φτιαγμένη για να πλήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες» και δήλωσε πως ήρθε η ώρα να παιχτεί το παιχνίδι με τους όρους που εκείνος ορίζει.
Το άτυπο αυτό τελεσίγραφο έγινε γνωστό λίγες ώρες αφότου η ανάρτησή του στο Truth Social άφηνε να διαφανεί η στρατηγική πρόθεση για μια συνολική επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ–ΕΕ. Οι αντιδράσεις, όπως ήταν φυσικό, ήταν άμεσες.
Από τις Βρυξέλλες, ο Επίτροπος Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μάριο Σέφκοβιτς, επέμεινε ότι η Ευρώπη παραμένει δεσμευμένη στον διάλογο, προσθέτοντας πως δεν νοείται εμπορική συμφωνία χωρίς αμοιβαίο σεβασμό και χωρίς απειλές. Με άλλα λόγια, ο Ευρωπαίος αξιωματούχος διεμήνυσε πως η Γηραιά Ήπειρος δεν πρόκειται να προσέλθει σε διαπραγμάτευση με το πιστόλι στον κρόταφο.
Αντιδράσεις προκάλεσαν οι χθεσινές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ ότι «δεν επιδιώκει συμφωνία» με τις Βρυξέλλες, συνοδευόμενη από την απειλή επιβολής δασμών 50% σε όλα τα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες
Σε πολιτικό επίπεδο, οι ηγέτες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων κινήθηκαν στη γραμμή της ψυχραιμίας, αλλά όχι της υποχωρητικότητας. Ο Ιρλανδός Πρωθυπουργός, Μιχόλ Μάρτιν, επεσήμανε ότι ο δρόμος των δασμών είναι αδιέξοδος και πως η μόνη βιώσιμη λύση είναι οι διαπραγματεύσεις. Ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Λοράν Σεν-Μαρτέν, από την πλευρά του, ξεκαθάρισε ότι το Παρίσι προκρίνει την αποκλιμάκωση, αλλά δεν πρόκειται να μείνει άπραγο. Στη Γερμανία, η Υπουργός Οικονομίας Κατερίνα Ράιχε κάλεσε την Κομισιόν να αναλάβει διαπραγματευτική πρωτοβουλία, προκειμένου να διασωθεί ό,τι μπορεί από την ήδη τεταμένη σχέση.
Το σκληρό προσωπικό αποτύπωμα του Τραμπ στην εμπορική πολιτική δεν περιορίστηκε στις διακρατικές σχέσεις. Στο στόχαστρο του προέδρου μπήκε και η Apple, με μία άμεση προειδοποίηση: είτε τα iPhone θα παράγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες είτε θα επιβληθούν δασμοί τουλάχιστον 25%. Η δήλωση αυτή, εκτός του ότι επηρέασε άμεσα τη μετοχή της εταιρείας (πτώση 2,76%), αναζωπύρωσε τη συζήτηση για την αναγκαιότητα επαναπατρισμού της βιομηχανικής παραγωγής.
Ωστόσο, οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι τέτοιες κινήσεις δεν είναι ρεαλιστικές, τουλάχιστον όχι στο χρονοδιάγραμμα που υπονοεί ο Τραμπ. Ο επανασχεδιασμός της εφοδιαστικής αλυσίδας, σύμφωνα με τη Wedbush, απαιτεί τουλάχιστον μία δεκαετία. Και φυσικά, το κόστος θα μετακυλιστεί στον καταναλωτή, οδηγώντας σε νέα έκρηξη τιμών.
Το ευρύτερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης είναι οικονομικοπολιτικό. Ο Τραμπ θεωρεί πως η Ευρώπη ευνοείται αδικαιολόγητα από το υπάρχον εμπορικό καθεστώς. Επικαλείται το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ στα αγαθά, το οποίο ανήλθε το 2024 στα 235 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωστόσο, απαντά ότι το πραγματικό εμπορικό ισοζύγιο, λαμβάνοντας υπόψη τις υπηρεσίες, είναι σημαντικά πιο ισορροπημένο, με διαφορά μόλις 57 δισ. δολάρια υπέρ της Ευρώπης.
Στο βάθος αυτής της έντασης δεν διακυβεύονται μόνο τελωνειακοί συντελεστές και διπλωματικοί τύποι. Διακυβεύεται η ίδια η αρχιτεκτονική των διατλαντικών σχέσεων. Ο πρόεδρος Τραμπ ακολουθεί μια σκληρή τακτική διαπραγμάτευσης: φωνάζει, απειλεί, επιβάλλει και στη συνέχεια –όπως έχει αποδείξει η εμπειρία– αποσύρεται ή αναπροσαρμόζει. Η Ευρώπη όμως, με εσωτερικές ασυμμετρίες και εξαρτήσεις, δεν έχει πάντα τη δυνατότητα να αντιδρά ενιαία ή γρήγορα.
Εν κατακλείδι, η νέα εμπορική επιθετικότητα της Ουάσινγκτον φέρνει στο φως το εύθραυστο των οικονομικών σχέσεων ΕΕ–ΗΠΑ. Η ρητορική Τραμπ, όσο ωμή κι αν φαντάζει, δεν είναι αποκομμένη από το κοινό του. Αντιθέτως, υπηρετεί ένα εσωτερικό αφήγημα περί προστασίας της αμερικανικής βιομηχανίας. Το ερώτημα είναι αν η Ευρώπη μπορεί να αντιπαρατεθεί, όχι μόνο ως αγορά, αλλά ως γεωπολιτικό υποκείμενο με βούληση και στρατηγική.
Οι δασμοί δεν είναι το πρόβλημα. Είναι το σύμπτωμα. Το πρόβλημα είναι η ανατροπή της τάξης πραγμάτων. Και η Ευρώπη, είτε το θέλει είτε όχι, καλείται να επιλέξει: θα παραμείνει εταίρος ή θα γίνει αντίπαλος;