Ολοκληρώθηκε την Κυριακή στη Μούσκατ του Ομάν ο τέταρτος γύρος έμμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας, χωρίς να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος. Παρά την απουσία απτών αποτελεσμάτων, και οι δύο πλευρές εξέφρασαν επιφυλακτική αισιοδοξία για τη συνέχεια.
Οι συνομιλίες διεξήχθησαν υπό την αιγίδα του σουλτανάτου του Ομάν, που διατηρεί ρόλο μεσολαβητή, και συμμετείχαν ο Ιρανός υφυπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί και ο ειδικός απεσταλμένος της αμερικανικής προεδρίας για τη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να διαφωνούν με τον εμπλουτισμό ουρανίου από την Τεχεράνη, ζήτημα που παραμένει βασικό αγκάθι στις συνομιλίες.
Ο Αραγτσί δήλωσε πως οι συνομιλίες ήταν πιο ευθείες και ουσιαστικές από κάθε προηγούμενη φορά, τονίζοντας ωστόσο ότι το Ιράν δεν πρόκειται να υποχωρήσει στο θέμα του εμπλουτισμού, παρότι εμφανίζεται διατεθειμένο να περιορίσει το επίπεδο εμπλουτισμού ως ένδειξη καλής θέλησης.
Ο ίδιος αναχωρεί σήμερα για τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Από την άλλη πλευρά, Αμερικανός αξιωματούχος που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον είναι ενθαρρυμένη από την πορεία των συνομιλιών και αναμένει με ενδιαφέρον τον επόμενο γύρο. Οι διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησαν στις 12 Απριλίου, επιδιώκουν την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας που θα εμποδίζει την απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν – κάτι που η Τεχεράνη διαψεύδει ότι επιδιώκει – με αντάλλαγμα την άρση μέρους των κυρώσεων που έχουν στραγγαλίσει την ιρανική οικονομία. Η τελευταία αυτή φάση των συνομιλιών διεξήχθη λίγες ημέρες πριν την περιοδεία του Αμερικανού προέδρου σε χώρες της Μέσης Ανατολής, με σταθμούς τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, από τις 13 έως τις 16 Μαΐου.
Το Ιράν εξακολουθεί να εμπλουτίζει ουράνιο σε ποσοστό 60%, υπερβαίνοντας κατά πολύ το ανώτατο όριο του 3,67% που είχε θεσπιστεί με τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό του πρόγραμμα, αλλά παραμένοντας κάτω από το 90%, το επίπεδο που απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Τα αυξημένα αποθέματα σχάσιμου υλικού της Τεχεράνης έχουν προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες στις δυτικές κυβερνήσεις και στο Ισραήλ, οι οποίες διατηρούν σταθερές υποψίες ότι το ιρανικό πρόγραμμα κρύβει στρατιωτικές φιλοδοξίες. Η Τεχεράνη, από την πλευρά της, απορρίπτει κατηγορηματικά αυτές τις κατηγορίες, επιμένοντας πως το πυρηνικό της πρόγραμμα έχει αποκλειστικά πολιτικό χαρακτήρα και εξυπηρετεί ενεργειακές ανάγκες της χώρας.
Ο πρόεδρος του Ιράν Μασούντ Πεζεσκιάν, μετά τις τελευταίες διαπραγματεύσεις στη Μούσκατ, υπογράμμισε πως η χώρα του δεν πρόκειται να αποποιηθεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα όσον αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα. Δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η απαίτηση για διάλυση των ιρανικών εγκαταστάσεων είναι απαράδεκτη
. Η τοποθέτησή του αυτή ερμηνεύεται ως απάντηση στις δηλώσεις του ειδικού απεσταλμένου του Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, ο οποίος, μιλώντας στον ιστότοπο Breitbart News, ξεκαθάρισε πως οι ΗΠΑ αντιτίθενται σε κάθε μορφή εμπλουτισμού ουρανίου και ζητούν τη διάλυση των εγκαταστάσεων σε Νατάνζ, Φορντό και Ισφαχάν. Προειδοποίησε επίσης πως αν οι συνομιλίες δεν αποδώσουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποσυρθούν από τη διαδικασία.
Παρά το σκληρό κλίμα, από τις συνομιλίες που ολοκληρώθηκαν την Κυριακή, προέκυψε ένας τόνος συγκρατημένης αισιοδοξίας. Το Ομάν, που μεσολαβεί στις διαπραγματεύσεις, έκανε λόγο για «χρήσιμες και πρωτότυπες ιδέες» που αντανακλούν την πρόθεση και των δύο πλευρών να καταλήξουν σε «έντιμη συμφωνία». Το ιρανικό ΥΠΕΞ περιέγραψε τις συνομιλίες ως «δύσκολες αλλά χρήσιμες», εκτιμώντας πως παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο να βρεθούν ρεαλιστικοί και λογικοί τρόποι για να γεφυρωθούν οι διαφορές. Οι εξελίξεις αυτές καταγράφονται λίγο πριν την επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου σε χώρες της Μέσης Ανατολής, γεγονός που καθιστά το επόμενο διάστημα κρίσιμο για το μέλλον της διαπραγμάτευσης.
Η ιρανική πλευρά προσήλθε στον τελευταίο γύρο των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ με σαφείς θέσεις: απαίτησε την άρση των οικονομικών κυρώσεων που πλήττουν την οικονομία της και ζήτησε την επίσημη αναγνώριση του δικαιώματός της να διατηρεί πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς. Οι συνομιλίες πραγματοποιούνται σε μια περίοδο κατά την οποία η Ουάσιγκτον, υπό την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, επαναφέρει την πολιτική της «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν, στοχεύοντας κυρίως τον πετρελαϊκό τομέα και διαμηνύοντας πως σε περίπτωση αποτυχίας της διπλωματίας, η στρατιωτική επιλογή, συμπεριλαμβανομένων βομβαρδισμών ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, παραμένει στο τραπέζι.
Η πολιτική αυτή ακολουθεί την απόφαση της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ να αποχωρήσει μονομερώς το 2018 από τη διεθνή συμφωνία του 2015, το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (ΚΟΣΔ), η οποία είχε επιβάλει περιορισμούς στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αντάλλαγμα την άρση διεθνών κυρώσεων. Μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, η συμφωνία ουσιαστικά κατέρρευσε και σήμερα λειτουργεί μόνο τυπικά, με την ισχύ της να εκπνέει τον Οκτώβριο. Παρά το διπλωματικό χάσμα που κρατά τις δύο χώρες χωρίς επίσημες σχέσεις από το 1980, οι σημερινές συνομιλίες είναι οι πρώτες τόσο υψηλού επιπέδου από τη διάλυση του ΚΟΣΔ.
Η ανησυχία των ΗΠΑ συμμερίζεται και το Ισραήλ, που συνεχίζει να θεωρεί το Ιράν την κύρια απειλή για τη σταθερότητα στην περιοχή. Ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Γεδεών Σάαρ χαρακτήρισε το καθεστώς της Τεχεράνης ως «το πιο επικίνδυνο στον κόσμο» και δήλωσε κατηγορηματικά ότι «δεν πρέπει να επιτραπεί στο Ιράν να αποκτήσει τα πιο επικίνδυνα όπλα στον κόσμο». Η γραμμή του Τελ Αβίβ παραμένει αμετακίνητη: μηδενική ανοχή σε οποιαδήποτε δυνατότητα στρατιωτικοποίησης του πυρηνικού προγράμματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Μέσα σε αυτό το εύφλεκτο γεωπολιτικό σκηνικό, οι διαπραγματεύσεις παραμένουν λεπτές, με μικρά περιθώρια ελιγμών, ενώ οι επόμενες κινήσεις θα κρίνουν αν υπάρχει πραγματική βάση για επιστροφή σε μια βιώσιμη συμφωνία ή οδεύουμε σε νέα φάση σύγκρουσης.