breaking newsΔιεθνή

Σχέδιο της Κομισιόν για κοινή αγορά όπλων: Ένα επικίνδυνο βήμα για την Ευρώπη

Κομισιόν: Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την από κοινού αγορά όπλων εκ μέρους των κρατών-μελών της ΕΕ σηματοδοτεί μια σημαντική μεταβολή στον τρόπο λήψης αποφάσεων στην άμυνα της ΕΕ.

Η εν λόγω πρόταση είναι μια απάντηση στις πολιτικές του Donald Trump και στις ανησυχίες για την ασφάλεια των Ευρωπαίων συμμάχων, ιδιαίτερα όσον αφορά την απειλή ότι η αμερικανική προστασία προς τις χώρες της ΕΕ μπορεί να ανασταλεί, εάν δεν αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η αποδυνάμωση της αμερικανικής στρατιωτικής και διπλωματικής παρουσίας στην Ευρώπη καθιστά αναγκαία την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και την ανάπτυξη μιας πιο ανεξάρτητης αμυντικής πολιτικής.

Σύμφωνα με το έγγραφο της Επιτροπής που είδε το φως της δημοσιότητας, η ιδέα για την από κοινού προμήθεια όπλων βασίζεται στην αρχή των συνεργατικών προμηθειών, η οποία έχει ήδη αποδειχθεί επιτυχημένη σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα στην κοινή αγορά εμβολίων κατά του Covid-19.

Η συγκέντρωση της ζήτησης για αμυντικά προϊόντα μέσω συνεργασιών θα επιτρέψει στις χώρες της ΕΕ να μειώσουν το κόστος και να ενισχύσουν την αποδοτικότητα της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Το έγγραφο αναγνωρίζει ότι οι συνεργατικές προμήθειες θα ωφελήσουν τόσο τα κράτη-μέλη όσο και τις εγχώριες βιομηχανίες άμυνας, δημιουργώντας μια πιο ισχυρή και ανεξάρτητη αμυντική υποδομή στην Ευρώπη.

Αντιδράσεις στην Πολιτική του Trump

Η ανάγκη για μια πιο ανεξάρτητη αμυντική στρατηγική της ΕΕ αναδείχθηκε ως αποτέλεσμα των πολιτικών του Donald Trump, ο οποίος, εκτός από τις απειλές του για την αναστολή της αμερικανικής προστασίας προς τους Ευρωπαίους συμμάχους, προσδιόρισε τη Ρωσία ως έναν πιθανό στρατηγικό εταίρο. Οι ευρωπαϊκές χώρες αναγκάστηκαν να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στην άμυνα και την ασφάλεια, προσπαθώντας να ενισχύσουν την αμυντική τους αυτονομία.

Η αυξανόμενη αβεβαιότητα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά την εκλογή του Trump ώθησε την ΕΕ να αναλάβει πιο δραστική δράση, όπως αποδεικνύει η πρόταση για κοινές προμήθειες αμυντικών προϊόντων.

Στην προσχεδιασμένη Λευκή Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αναμένεται να ανακοινωθεί επίσημα στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 20 Μαρτίου, περιλαμβάνονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις χρηματοδοτικές επιλογές για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας. Η πρόεδρος της Επιτροπής, Ursula von der Leyen, έχει προτείνει δάνεια ύψους 150 δισ. ευρώ για τα κράτη-μέλη της ΕΕ και την χαλάρωση των κανόνων περί ελλείμματος της ΕΕ για τις αμυντικές δαπάνες. Παράλληλα, έχει προκύψει και συζήτηση για την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους για την άμυνα, μια πρόταση που έχει υποστηριχθεί από πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά βρίσκει αντίσταση από χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.

Η εκτίμηση της Goldman Sachs σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη αναδεικνύει την τεράστια πρόκληση που αντιμετωπίζουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ στο να καλύψουν το κενό που αφήνει η αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να ενισχύσει τις αμυντικές της ικανότητες και να διασφαλίσει την ασφάλειά της σε μια περίοδο αβεβαιότητας και κλιμακούμενης έντασης με τη Ρωσία. Ορισμένα από τα κύρια σημεία της ανάλυσης της Goldman Sachs είναι:

Οι ΗΠΑ έχουν δαπανήσει περίπου 20 δισ. ευρώ ετησίως για στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία από την αρχή της ρωσικής εισβολής το 2022, ποσό που είναι σχεδόν ίσο με τη συνολική συνεισφορά της ΕΕ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Νορβηγίας μαζί. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να διπλασιάσει τις στρατιωτικές της δεσμεύσεις προς την Ουκρανία αν θέλει να διατηρήσει το επίπεδο στρατιωτικής υποστήριξης που παρέχουν οι ΗΠΑ. Αν δεν συμβεί αυτό, η διαφορά στην υποστήριξη θα είναι καθοριστική για την εξέλιξη του πολέμου.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης μειώθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί έλλειψη στρατηγικών υποδομών και εξοπλισμού σε κρίσιμους τομείς όπως η αεράμυνα, τα drones, η πυρηνική αποτροπή και η διαχείριση δορυφορικών υποδομών. Η Ευρώπη, παρά την παρουσία ικανοποιητικών ποσοτήτων εξοπλισμού όπως τανκς, πυροβολικό και αεροσκάφη, δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να αντιμετωπίσει σύγχρονες στρατηγικές απειλές, κάτι που καθιστά την ανάγκη για επενδύσεις στον αμυντικό τομέα επείγουσα.

Η Ευρώπη υστερεί κατά περίπου 30 δισ. ευρώ σε σχέση με τη Ρωσία στις ετήσιες στρατιωτικές επενδύσεις, αφαιρώντας τις απώλειες λόγω πολέμου και δωρεών. Αν η Ρωσία συνεχίσει να επενδύει με τα τρέχοντα επίπεδα, η διαφορά αυτή αναμένεται να αυξηθεί κατά 50 δισ. ευρώ σε περίπτωση εκεχειρίας, καθώς η Ρωσία δεν θα χάνει πλέον εξοπλισμό αλλά θα διατηρεί τη ροή των στρατιωτικών επενδύσεων.

Για να καλύψει το στρατιωτικό κενό και να ισχυροποιήσει τη θέση της σε σχέση με τη Ρωσία, η Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά περίπου 60 δισ. ευρώ ετησίως. Συνολικά, για να αντικαταστήσει τη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ στην Ουκρανία, να αναπληρώσει τα στρατιωτικά αποθέματα και να ανταγωνιστεί τις ετήσιες επενδύσεις της Ρωσίας σε εξοπλισμό και υποδομές, η Ευρώπη θα πρέπει να διαθέσει περίπου 160 δισ. ευρώ ετησίως για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Η πιθανότητα αύξησης των αμυντικών δαπανών θα μπορούσε να μην κατανείμει ισότιμα το βάρος μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Ειδικότερα, οι χώρες με λιγότερες αμυντικές δαπάνες στο παρελθόν, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, είναι πιθανό να κληθούν να αυξήσουν τις επενδύσεις τους περισσότερο από τις παραδοσιακά ισχυρές αμυντικά χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η πρόκληση για την Ευρώπη είναι τεράστια, καθώς για να καλυφθεί το κενό που αφήνει η αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη και να ανταγωνιστεί την στρατιωτική υπεροχή της Ρωσίας, η Ευρώπη θα πρέπει να πραγματοποιήσει τεράστιες επενδύσεις. Αυτό απαιτεί μια συντονισμένη προσπάθεια και ενδεχομένως μια αλλαγή στη στρατηγική χρηματοδότησης, ενώ θα αναδείξει τις δυσκολίες στην κατανομή των πόρων μεταξύ των διαφορετικών κρατών-μελών της ΕΕ.

Prime News.

Back to top button