Απόσπασμα από το ηλεκτρονικό βιβλίο “Μακεδονία. Αντίβαρο στην ηττοπάθεια”.
1913 – Συνθήκη Βουκουρεστίου
Στην Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου το 1913 δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος Μακεδονία (βλέπε άρθρο [27. , σελίδα 92), παρόλο που έχουν ισχυριστεί το αντίθετο σωρεία ανθρώπων από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τον (πρώην) υπουργό εξωτερικών Νίκο Κοτζιά και πλήθος άλλων.
Τα περιβόητα ποσοστά τύπου 51% στην Ελλάδα, 38% στην Γιουγκοσλαβία, 10-11% στην Βουλγαρία και ένα μικρό κλάσμα του 1% στην Αλβανία, τα οποία αναμασά πολύς κόσμος δεν αναφέρονται σε καμία πρωτογενή ιστορική πηγή. Πρόκειται περί ψεύδους.
Ο υπολογισμός των ποσοστών προϋποθέτει έναν πολύ συγκεκριμένο ορισμό της Μακεδονίας. Έχω δει κάπου μέχρι και δύο δεκαδικά ψηφία δίπλα στα ποσοστά (του τύπου 51.14% κλπ). Τόση μεγάλη ακρίβεια λοιπόν! Το ποιος και πότε ορίζει με τέτοια μάλσιτα αυστηρότητα την γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας είναι άλυτο μυστήριο.
Αλλά και δεδομένο να ήταν, θα επρόκειτο για αυθαιρεσία. Για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η Μακεδονία με τόσο ξεκάθαρη την ελληνικότητά της από τον Σκύλακα και τον Ηρόδοτο τον 6ο αιώνα π.Χ. μέχρι το 1913, προφανώς μετασχηματίστηκε πολλές φορές. Γιατί να επιλεγεί η στιγμή Α και όχι η στιγμή Β;
Δεύτερον, ακόμα και αν επιλεγεί μία (παντελώς απροσδιόριστη από όλους όσους επικαλούνται αυτό το επιχείρημα) συγκεκριμένη χρονική στιγμή Α, η οποία πρέπει να σχετίζεται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία κατείχε την Μακεδονία από τον 15ο αιώνα ως το 1913, τότε είναι αναμφισβήτητο ότι ουδέποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία χρησιμοποίησε τον όρο Μακεδονία για οποιαδήποτε περιοχή. Ουδέποτε.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε τους όρους βιλαέτια. Υπήρχαν λοιπόν το βιλαέτι Θεσσαλονίκης, το βιλαέτι Μοναστηρίου, το βιλαέτι Αδριανουπόλεως, το βιλαέτι Κοσσυφοπεδίου. Αν υποτεθεί ότι ολόκληρα ή μέρος αυτών των βιλαετίων, ή 2 ή 3 ή και των τεσσάρων από αυτά, συγκροτούν με μοναδικό, αποκλειστικό και αποδεκτό τρόπο την μία κάποια Μακεδονία, τότε η αυθαιρεσία εκτός από προφανής, είναι και αστεία! Αν δεν είχε τραγικές συνέπειες για τον ελληνισμό, θα αποτελούσε ανέκδοτο μεταξύ Ιστορικών.
Τρίτον, ακόμα και αν δεχθούμε τον ορισμό μίας συγκεκριμένης Μακεδονίας, η οποία μοιράστηκε με τα συγκεκριμένα ή άλλα ποσοστά αυτά σε 3 ή 4 χώρες (συγγνώμη αν κουράσω τον αναγνώστη, αλλά θα επαναλάβω ότι στην Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου δεν υπάρχει ούτε μία φορά ο όρος Μακεδονία), τότε ποια αυθεντία είναι αυτή που ορίζει και δίνει το δικαίωμα όχι σε μία από αυτές τις χώρες (η οποία τότε ήταν το Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων), αλλά σε ένα μικρό τμήμα από αυτές τις χώρες 100 χρόνια μετά, να είναι το πρώτο και το μόνο που θα χρησιμοποιεί αυτό το όνομα στο κράτος του;
Όταν είσαι ο μοναδικός που χρησιμοποιείς ένα όνομα στο κράτος σου, έστω και «με γεωγραφικό προσδιορισμό», τότε οικοδομείς ένα μονοπώλιο. Υπάρχει βόρεια, αλλά και νότια Κορέα. Υπάρχει βόρεια αλλά και σκέτη Ιρλανδία.
Υπάρχει όμως μόνο Ανατολική Ουρουγουάη! Γι’ αυτό και κανείς δεν χρησιμοποιεί τον γεωγραφικό προσδιορισμό και όλοι την αποκαλούν σκέτη Ουρουγουάη! Εάν υπάρξει λοιπόν μία μόνο Βόρεια Μακεδονία, χωρίς καμία άλλη Μακεδονία, δεν δημιουργείται μονοπώλιο; Ποιος δίδει στο όποιο 38% αυτό το μονοπώλιο;
Εδώ θα πρέπει να γίνει σαφής η διάκριση εσωτερικού από εξωτερικό όνομα. Όσο το όνομα είναι εσωτερικό (πχ, ως πΓΔΜ ή ως περιφέρεια της Κεντρικής ή Δυτικής ή Ανατολικής Μακεδονίας, ή ως Μακεδονίας του Πιρίν), το όνομα παραμένει αποκλειστικά για εσωτερική χρήση. Δεν υπάρχουν ούτε διεθνείς σχέσεις, ούτε υποχρεώσεις, ούτε εκπροσώπηση σε διεθνείς φορείς με το αμφισβητούμενο ή όχι όνομα.
Όταν όμως μόνο ένας διεκδικητής, αναβαθμίζει τη χρήση του όρου αυτού σε όνομα κράτους, σε όνομα πολιτικής οντότητας με συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις στην διεθνή σφαίρα, τότε αυτομάτως δημιουργεί και συνθήκες μονοπωλίου όταν είναι ο μόνος. Εάν ήταν έτσι, ας το κάναμε εμείς, που στο κάτω κάτω είχαμε βάσει των συγκεκριμένων ποσοστών το 51%, δηλαδή «απόλυτη πλειοψηφία» όπως θα λέγαμε εάν επρόκειτο για εκλογική αναμέτρηση ή κατοχή μετοχών.
Τέταρτον, ακόμα και αν δεχτούμε την αυθαίρετη χρονική στιγμή, τον ανύπαρκτο ορισμό από την ανύπαρκτη χρήση του όρου, την απόδοση του στρεβλού δικαιώματος μονοπωλίου, το τεράστιο πρόβλημα παραμένει και είναι το εξής: είναι δυνατόν ένα τέτοιο όνομα αυστηρά γεωγραφικού όρου (διότι για γεωγραφική περιοχή μιλάμε τόση ώρα), να προσδίδει και χαρακτηριστικά ταυτότητας, αλλά και χαρακτηριστικά γλώσσας; Από πού κι ως πού;
Όπως είδαμε πιο πάνω, εθνικά Μακεδόνες δεν υπήρχαν ποτέ. Δεν διεκδίκησε ποτέ κανείς μέχρι την περίοδο υπό συζήτηση, να ονομαστεί «εθνικά Μακεδόνας». Το ότι Έλληνες και Βούλγαροι διεκδίκησαν μία γεωγραφική περιοχή, πολέμησαν μεταξύ τους σε «ήπιο πόλεμο» κάτω από το βλέμμα των Οθωμανών και πολέμησαν εναντίον των Οθωμανών για να κατακτήσουν τα εδάφη της (γεωγραφικής περιοχής της) Μακεδονίας, δεν στοιχειοθετεί την γέννεση κανενός έθνους «Μακεδόνων» και καμίας σχετικής ταυτότητας.
Ούτε όμως και γλώσσας! Όπως βλέπουμε στις πηγές της προηγούμενης περιόδου 1878-1913, οι Σλαβόφωνοι ονομάζονται συχνά και Βουλγαρόφωνοι. Το ότι δεν ονομάζονται μόνο Βουλγαρόφωνοι οφείλεται στο ότι αυτός ο όρος θα τους έστελνε απ’ ευθείας στους Βουλγάρους. Σημειώνω δηλαδή ότι αυτή η περίοδος συνιστά μία μετάβαση από τις ρευστές εθνικές συνειδήσεις κάτω από μία προ-νεωτερική πολιτική οντότητα όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις εθνικές ταυτότητες των εθνών-κρατών που βρίσκονται υπό διαμόρφωση ακόμα: την Ελλάδα, την Βουλγαρία και την Σερβία.
Εάν ο όρος για να περιγράψει τους Σλαβόφωνους ήταν «Βουλγαρόφωνοι», θα τους έστελνε απ’ ευθείας στην εθνική συνείδηση της Βουλγαρίας. Ενώ έτσι, υπήρχαν και πάρα πολλοί Σλαβόφωνοι μη ακέραια εθνική ελληνική συνείδηση, όπως για παράδειγμα ο Καπετάν Κώτας (Κώστας Χρήστου), ο οποίος μαζί με τον Παύλο Μελά θεωρούνται οι προπομποί του Μακεδονικού Αγώνα το 1904-08.
Ο δε Καπετάν Κώτας βρισκόταν και σε αγαστή συνεργασία με την ΕΜΕΟ (VMRO, όπως το λένε οι Βούλγαροι και οι Σκοπιανοί) έχων ελληνική εθνική συνείδηση, μέχρι κάποια στιγμή να διαχωρίσει την θέση του.
Εθνικά Μακεδόνας δεν βρέθηκε κανείς μέχρι το 1943 όταν ο Τίτο αποφάσισε για λόγους που θα συζητήσουμε παρακάτω να δώσει αυτό το όνομα στο νότιο τμήμα του κράτους του και να εμφανίσει 840,000 «Μακεδόνες». Ως προς αυτό το σημείο, υπάρχει μία δεδομένη αντίρρηση.
Υπάρχουν ορισμένοι (πιθανώς εκατοντάδες) άνθρωποι, οι οποίοι βρέθηκαν στο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα των πρώτων δύο δεκαετιών του 20ου αιώνα και μετανάστευσαν στην Αμερική. Κατά την είσοδό τους στην Αμερική δήλωσαν «Μακεδόνες».
Αυτοί ήταν και οι μόνοι, διότι όπως είπαμε, ούτε στα σημερινά σύνορα της Ελλάδας, ούτε της πΓΔΜ, ούτε αλλού υπήρξε τέτοια επίσημη δήλωση. Το γεγονός αυτό τυγχάνει εκμετάλλευσης από τους Σκοπιανούς, οι οποίοι λένε «ορίστε, κακώς λέτε ότι δεν υπήρχαν εθνικά Μακεδόνες τότε, δείτε τα μεταναστευτικά έγγραφα ανθρώπων της εποχής που δήλωναν Μακεδόνες στις ΗΠΑ».
Αφήνω στην άκρη ότι η συγκρότηση ενός έθνους δεν γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, μακρυά από την πατρίδα τους, αλλά από συγκεκριμένη και διαχρονική πορεία μέσα στους αιώνες με διακριτά χαρακτηριστικά σε γλώσσα, θρησκεία, παραδόσεις, έθιμα κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας (φαγητό, ρούχα, αρχιτεκτονική σπιτιών, μουσική, χορούς, τέχνες, λογοτεχνία, πολιτισμό εν γένει), ανάγνωση της Ιστορίας με αναφορές κλπ, κριτήρια με τα οποία ασχολούνται πολιτικοί επιστήμονες προκειμένου να αποδώσουν το όνομα «έθνος» σε μία δεμένη ομάδα ανθρώπων με συνοχή. Το αφήνω στην άκρη και πιάνω μόνο το συγκεκριμένο δεδομένο.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι οι ελάχιστοι αυτοί άνθρωποι που δήλωναν «Μακεδόνες» μόνο κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες εισαγωγής τους στις ΗΠΑ και πουθενά αλλού, όχι μόνο δεν το έκαναν επειδή είχαν την συγκεκριμένη «εθνική συνείδηση», αλλά το έκαναν για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, επειδή δηλαδή δεν είχαν καμία εθνική συνείδηση.
Ήταν πληθυσμοί με ρευστή συνείδηση, έφευγαν από μία περιοχή η οποία βρισκόταν σε διπλό πόλεμο, πρώτα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων ως προς το ποια μεριά έπρεπε –σχεδόν υποχρεωτικά- να διαλέξουν και δεύτερον μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων (και Σέρβων) απέναντι στους κατακτητές Οθωμανούς.
Έφευγαν από αυτές τις συνθήκες, όπου κάποιος ρευστής εθνικής συνείδησης που αρνείτο να ενταχθεί και στο (ελληνικό) Πατριαρχείο και στην (βουλγαρική) Εξαρχία, και προφανώς δεν είχε καμία σχέση με το μουσουλμανικό στοιχείο, είχε δυσμενέστερες προοπτικές από καποιον που επέλεγε ένα από αυτά τα «στρατόπεδα».
Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από όλα αυτά, και ίσως οι μειωμένες προοπτικές να τους ωθούσαν κι όλας να μεταναστεύσουν, ώστε να αποτελούν ως ποσοστό μεγαλύτερο τμήμα από όσους ένιωθαν είτε Έλληνες, είτε Βούλγαροι, οι συγκεκριμένοι ρευστής εθνικής συνείδησης άνθρωποι αναζητούσαν με δυσκολία μία εύλογη απάντηση στο ερώτημα «από ποια χώρα έρχεσαι;» όταν τους το ζητούσαν οι αρχές.
Και επέλεγαν έναν αδιευκρίνιστο γεωγραφικό χώρο στο όνομα «Μακεδονία», τον οποίον ούτε που θα γνώριζαν σε βάθος αρχές, αν δεν συμπονούσαν κι όλας μαζί τους όταν άκουγαν τις δραματοποιημένες προσωπικές τους ιστορίες.
Πέμπτον, ακόμα και αν δεχθούμε την αυθαίρετη χρονική στιγμή, τον ανύπαρκτο ορισμό από την ανύπαρκτη χρήση του όρου, την απόδοση του στρεβλού δικαιώματος μονοπωλίου, και την ανυπαρξία «Μακεδόνων», ουσιαστικά ή τυπικά, μέχρι την περίοδο αυτή, το παράδοξο είναι ότι Μακεδόνες υπάρχουν! Και είναι οι Έλληνες. Δεν είναι εθνικά Μακεδόνες, αλλά είναι Μακεδόνες. Χρησιμοποιούν αυτό το όνομα χιλιάδες χρόνια. Αδιάλειπτα.