breaking newsΕλλάδα

Η ενδοτική σπουδή της Αθήνας για διερευνητικές και της Λευκωσίας για πενταμερή υποβοηθούν τους διπλωματικούς ελιγμούς της Αγκυρας

 

 

Υπήρξε κάποια ευοίωνη ένδειξη από την πρώτη συνάντηση των διερευνητικών συνομιλιών; Ασφαλώς, όχι. Θα ήταν παράλογο, άλλωστε, να αναμένει κανείς κάτι τέτοιο. Αυτά, αντιθέτως, που μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει είναι, πρώτον, η εποικοινωνιακή αναβάθμιση των συνομιλιών εκ μέρους της Τουρκικής πλευράς και, δεύτερον, η εμμονή της σε όλα τα θέματα που προβάλλει αυθαιρέτως ως προβλήματα και θέλει να περιληφθούν στον Ελληνο – Τούρκικο “διάλογο”.

 

Περικλής Νεάρχου
Πρεσβυς ε.τ.

Η επικοινωνιακή αναβάθμιση, με την επιλογή ως χώρου διεξαγωγής των διερευνητικών συνομιλιών, του εμβληματικού ανακτόρου του Ντολμά Μπαχτσέ και με την παρουσία του σύμβουλου του Ερντογαν Ιμπραήμ Καλίν, εξηγείται από τη θέληση της Τουρκικής πλευράς να παρουσιάσει μια εικόνα μεγαλείου και μιας Τουρκίας που προτρέχει στην “ειρηνική” επίλυση των προβλημάτων της με την Ελλάδα, αλλά και να προκαταλάβει την Αμερικάνικη πολιτική, μετά την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο.

Η άσκηση διπλωματικής γοητείας απευθύνεται, ασφαλώς, και προς την Ευρώπη.

Η Άγκυρα όμως ανησυχεί λιγότερο από αυτή την πλευρά, γιατί πιστεύει ότι το Γερμανικό έρεισμα που διαθέτει εκεί μπορεί να της προσφέρει κάλυψη ακόμη και έναντι μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χωράς, όπως η Γαλλία, που είναι ιδιαίτερα εκνευρισμένη και οργισμένη από τις Τούρκικες πολιτικές στην Ανατολική Μεσόγειο και την Αφρική. Η Άγκυρα γνωρίζει όμως ότι, αν δεν συμπλεύσει προς την ίδια κατεύθυνση και η Αμερικάνικη πολιτική, δεν μπορεί να εξορκισθεί η αβεβαιότητα του καθεστώτος. Θα επηρεαζόταν επίσης, σ’ αυτή την περίπτωση. και η Ευρωπαϊκή πολιτική.

Η σπουδή επομένως από την πλευρά της Αγκύρας για την εξασφάλιση πιστοποιητικού καλής συμπεριφοράς έχει ως στόχο να προκαταλάβει, όπως αναφέρθηκε, και να επηρεάσει προς την επιθυμητή κατεύθυνση την Αμερικάνικη πολιτική και να προετοιμάσει παραλλήλως μια Τουρκική διπλωματική ανατροπή στην Ευρώπη.
Η τελευταία έχει ως ειδικότερους στόχους 

* τον τορπιλλισμο κάθε ενδεχόμενου επιβολής Ευρωπαϊκών κυρώσεων τώρα η στο μέλλον, 

* τη μετατροπή της ευρωπαϊκής Συνοδού του Μαρτίου σε ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα στις Ευρώ – Τούρκικες σχέσεις, με ακριβά Ευρωπαικα δώρα προς την Άγκυρα μια νέα συμφωνία για το μεταναστευτικό, με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως, που θα σήμαινε πολύ περισσότερα κάθε χρόνο και διαμεσολαβητική Ευρωπαϊκή βοήθεια, που θα αποστασιοποιουσε, τουλάχιστον, την Ευρωπαϊκή Ένωση από την οφειλόμενη αλληλεγγύη προς δυο χώρες – μελή, με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, που είναι ταυτοχρόνως και Ευρωπαικο κεκτημένο. 

Υποτίθεται ότι η Ευρωπαϊκή ανταπόκριση στα αιτήματα της Αγκύρας θα έχει ως κύριο στόχο τη συγκράτηση της Αγκύρας στο Δυτικό αγκυροβόλιο, από το οποίο απειλεί να αποστασιοποιηθεί ακόμη περισσότερο, εάν δεν βρει την αναμενόμενη κατανόηση. Το παιχνίδι αυτό του επαμφοτερισμου και της αξιοποιήσεως προς ίδιον όφελος του ανταγωνισμού και των αντιθέσεων των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή, το γνωρίζει καλά ο Ερντογάν.

Το μεγαλύτερο ίδιον όφελος που επιδιώκει, τη φορά αυτή, είναι η κατάκτηση της μεγαλύτερης δυνατής αυτονομίας από την Τουρκιά, η οποία θα της επιτρέπει να χαράσσει δική της αυτόνομη πορεία για να καταστεί, όπως φιλοδοξεί, μια μεγάλη διακριτή δύναμη στον μεγάλο γεωπολιτικό χώρο μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, που είναι υπό ταχύτατη μετάλλαξη.

Προνομιακός άξονας ισχύος στην προοπτική αυτή, παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη, θεωρείται η όσο το δυνατόν αυτόνομη αμυντική βιομηχανία και τεχνολογία. Η Τουρκιά, στον τομέα αυτό, σημείωσε σημαντική πρόοδο. Εκτιμάται ότι καλύπτει σήμερα με τη δική της παράγωγη άνω του 70 % των αμυντικών της προμηθειών. Το πλεονέκτημα αυτό ενισχύεται από τη στενότερη ακόμη προσέγγιση της με χώρες, όπως το Πακιστάν, που διαθέτει πολύ προωθημένη πυραυλική αλλά και πυρηνική τεχνολογία. Αντλεί επίσης τεχνολογία για την ανάπτυξη της δικής της βιομηχανίας από πολλές άλλες χώρες, Δυτικές και Ανατολικές. 

Η αμυντική, πολιτική και ιδεολογική αυτονόμηση της Αγκύρας μειώνει, προφανώς, και τα περιθώρια ασκήσεως επιρροής επί των πολίτικων της από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαικη Ένωση. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γαι την Ελλάδα, οπού πολλοί υπολογίζουν στους παράγοντες αυτούς για την ανάσχεση του Τούρκικου κίνδυνου. 

Ποια θα είναι και τι θα επιδιώξει, στις σχέσεις με την Τουρκιά, η πολιτική της νέας Αμερικάνικης Προεδρίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι κατηγορηματική. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι η νέα Προεδρία δεν θα προσφερθεί στη διπλωματία της πίσω πόρτας, όπως επί της προηγούμενης Προεδρίας.

Ο πρώην Αμερικάνος απεσταλμένος στη Συρία, Τζέιμς Τζέφρεϋ εκτίμησε, σε δηλώσεις του, ότι θα είναι δύσκολες οι Τούρκο – Αμερικάνικες σχέσεις. Είναι προφανές ότι η Αμερικάνικη πολιτική δεν μπορεί να συμβιβασθεί με την πολιτική Ερντογάν.

Θ’ αναζητήσει ένα διάδοχο σχήμα, που θα μπορούσε, από ορισμένες, τουλάχιστον, απόψεις, να επαναφέρει την Τουρκιά και τις σχέσεις μ’ αυτήν σε πιο διαχειρισιμη κατάσταση. Κρίσιμος παράγων στο σενάριο αυτό είναι η Τουρκική οικονομία, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τα προβλήματα της μόνο με τις ενέσεις ρευστότητας από το Κατάρ και το Αζερμπαιτζαν και την αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών με την Κίνα και των Κινεζικών επενδύσεων. Το τι όμως θα γίνει στην Τουρκιά και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των Αμερικάνικων πολιτικών, κανείς δεν μπορεί να το εγγυηθεί. 

Σε κάθε περίπτωση, κρίσιμος παραμένει ο ρόλος της Ευρώπης. Η τελευταία, με πρωτοστάτη τη Γερμανία, έρχεται αρωγός στην Άγκυρα, συστήνοντας την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας για το μεταναστευτικό και την αποδοχή μιας αναβαθμισμένης τελωνειακής ενώσεως. Στην πραγματικότητα, με το πακέτο αυτό και με τις πιέσεις προς την Ελλάδα να μη φέρει αντιρρήσεις στην αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως και ν’ ανταποκριθεί στην “προθυμία” της Τουρκίας για διερευνητικές συνομιλίες, η Γερμανία αναλαμβάνει ρόλο προαγωγού του Τούρκικου σχεδιασμού γι’ αποτροπή όχι μόνο Ευρωπαικων, αλλά και Αμερικάνικων κυρώσεων προς την Τουρκιά και για εξομάλυνση των Τούρκο – Αμερικάνικων σχέσεων, χωρίς ουσιαστική αλλαγή της Τουρκικής πολιτικής και του καθεστώτος, βεβαίως, Ερντογάν. 

Η Ελληνική πλευρά να υπερακοντίσει υπέρ της πολιτικής αυτής, αποδεχόμενη, με σπουδή, διερευνητικές συνομιλίες, χωρίς σαφές πλαίσιο, που να παραπέμπει στο διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, πριν το κρίσιμο Ευρωπαικο ραντεβού του Μαρτίου και πριν την αποσαφήνιση της πολιτικής του νέου Αμερικάνου Πρόεδρου για τις σχέσεις με την Τουρκιά. Χειρότερα όμως ακόμη, έσπευσε παραλλήλως να δεχθεί άτυπη Πενταμερή στο Κυπριακό, που επιτηδειως προσδιορίσθηκε για το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου, όπως επίσης Διάσκεψη για τη Ανατολική Μεσόγειο υπό την αιγίδα της ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Σε ότι άφορα την τελευταία, αναλογίζεται κανείς για ποια σκοπιμότητα έσπευσε η Ελληνική πλευρά να δώσει τη συγκατάθεση της και να δηλώσει συμμετοχή. Δεν είναι σαφές και δεδομένο το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο; Δεν ισχύει το ίδιο και για την Ανατολική Μεσόγειο; 

Η κατευναστική αυτή προσέγγιση της Ελληνικής πλευράς, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, διευκολύνει, προφανώς, όλους αυτούς που συνηγορούν υπέρ της εξομαλύνσεως των σχέσεων των ΗΠΑ και της Ευρώπης με την Τουρκιά, η οποία όμως δεν αποκρύπτει τους στόχους της σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου.

Η προσέγγιση αυτή θα ήταν ακόμη πιο επικίνδυνη και αυτοκαταστροφική, εάν επηρέαζε τελικά και κρίσιμες εξοπλιστικές επιλογές, αυτές ιδιαίτερα που αφορούν το Πολεμικό Ναυτικό. Οι φρεγάτες του τελευταίου πρέπει να επιλεγούν με αυστηρά επιχειρησιακά κριτήρια, που έχουν καθορισθεί από το Πολεμικό Ναυτικό. Να έχουν δηλαδή δυνατότητα άμυνας περιοχής, με ισχυρό ραντάρ, και αντιαεροπορικούς πυραύλους μακρού βεληνεκούς, όπως επίσης στρατηγικά όπλα μακρού πλήγματος. 

Η αβεβαιότητα για την Αμερικάνικη πολιτική έναντι της Τουρκίας, επιβάλλει στη χωρά μας ως αδήριτη ανάγκη την παράλληλη στρατηγική σχέση με τη Γαλλία, η οποία μπορεί και είναι πρόθυμη να διαθέσει στη χωρά μας όπλα στρατηγικής αποτροπής και συμμερίζεται ταυτόχρονα με την Ελλάδα και τους περιφερειακούς συμμάχους της την ανάγκη να αναχαιτισθεί η Τουρκική απειλή στην Ανατολική Μεσόγειο.

Back to top button