Πώς οι Τούρκοι σκόρπισαν τον όλεθρο στο νησί, οι επιχειρήσεις και η αντίσταση – Ο Δρ. Βαγγέλης Χωραφάς, Πολιτικός Επιστήμων, συγγραφέας και ειδικός επί της γεωπολιτικής αναλύει τα γεγονότα του τότε και ξεσκεπάζει αλήθειες, πικρές και δύσπεπτες για την βολή κάποιων, που αρέσκονται να επενδύουν στη λήθη
«Παιδί μου μη κοιμάσαι
ανατριχίλα μου
κράτα στηλά τα μάτια
και μίλα μου»…
Αυτοί οι στίχοι αλλά και ολόκληρο το «Αντινανούρισμα» του 1975 αποτυπώνουν με τον πιο εύστοχο και συνάμα λυρικό τρόπο το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» για την Κύπρο.
Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, παραβιάζοντας όλους τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η παράνομη τουρκική εισβολή έγινε σε δύο φάσεις. Κατά τη δεύτερη φάση, η Τουρκία πήρε την πόλη της Αμμοχώστου, υπό τον έλεγχό της και έκτοτε κατέχει παράνομα πάνω από το 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ως αποτέλεσμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής, 162.000 Ελληνοκύπριοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες στη χώρα τους. Μέχρι σήμερα οι δυνάμεις κατοχής εμποδίζουν την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια και τις περιουσίες τους.
Από ανθρωπιστικής πλευράς, η πιο τραγική συνέπεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 είναι οι αγνοούμενοι.
Κατά τη διάρκεια και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι συνελήφθησαν και κρατήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από Τούρκους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς που λειτουργούσαν υπό τον τουρκικό στρατό. Επίσης, περισσότεροι από 2.000 αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μεταφερθεί παράνομα και κρατήθηκαν σε φυλακές στην Τουρκία. Κάποια εξ αυτών αγνοούνται ακόμη και σήμερα. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (συμπεριλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) έχουν εξαφανιστεί στις Τουρκοκρατούμενες περιοχές και η τύχη τους είναι ακόμη άγνωστη.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι οι αγνοούμενοι εθεάθησαν για τελευταία φορά ζωντανοί στα χέρια του τουρκικού στρατού ή παραστρατιωτικών ομάδων, που ενεργούσαν υπό την καθοδήγηση και την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής
H τουρκική επιχείρηση
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν.
Ο Νουρετίν Ερσίν και άλλοι Τούρκοι αξιωματικοί της εισβολής στην Κύπρο
Η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να κερδίσει υποστήριξη από μια από τις άλλες εγγυήτριες δυνάμεις, τη Βρετανία.
Βαριά οπλισμένα στρατεύματα αποβιβάστηκαν λίγο πριν τα ξημερώματα στην περιοχή Πέντε Μίλι, 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων ξεκίνησαν επιθέσεις κατά κύματα εναντίον της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στοχευμένα. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Μέχρι τη στιγμή που συμφωνήθηκε η κατάπαυση του πυρός τρεις ημέρες αργότερα, τα τουρκικά στρατεύματα κατείχαν το 3% του εδάφους της Κύπρου.
Τα πλάνα του κυπριακού Sigma σε προ ετών αφιέρωμα είναι χαρακτηριστικά:
Το χρονικό του «Αττίλα»
Στις 01:30, το ραντάρ στον Απόστολο Ανδρέα ανίχνευσε 11 πλοία να κατευθύνονται προς την Κερύνεια, σε απόσταση 35 ναυτικών μιλίων. Στις 05:00 περίπου, δυο μικρά ελληνοκυπριακά πλοία απέπλευσαν από την Κερύνεια για να εμπλακούν με τα τουρκικά και τελικά βυθίστηκαν. Όλοι οι ναύτες πνίγηκαν εκτός από έναν.
Τις πρώτες ώρες της 20ής Ιουλίου 1974, οι τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην παραλία Πέντε Μίλι. Είχαν ξεκινήσει από το λιμάνι της Μερσίνας της Τουρκίας, και η αρχική πρόθεσή τους ήταν να αποβιβαστούν στην παραλία της Γλυκιώτισσας, η οποία όμως κρίθηκε ακατάλληλη. Πριν την αποβίβαση, Τούρκοι βατραχάνθρωποι έψαξαν για νάρκες. Η τουρκική δύναμη αποτελείτο από 3.000 στρατιώτες, 12 άρματα μάχης M47 και 20 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού M113, και 12 ολμοβόλα.
Πρώτη εμπλοκή του κυπριακού Στρατού Ξηράς
Με βάση τις καταγραφές και τις μαρτυρίες, στις 10:00 υπήρξε η πρώτη εμπλοκή των Τούρκων με δυνάμεις του στρατού ξηράς της Κύπρου (τo 251 Τάγμα Πεζικού, υποστηριζόμενο από μια διμοιρία 5 τεθωρακισμένων τύπου Τ-34). Παρόλο που κατάφεραν να καταστρέψουν 2 θέσεις πυροβόλων άνευ οπισθοδρομήσεως, απέτυχαν να εκδιώξουν τους Τούρκους από τις θέσεις τους.
Μια αντεπίθεση των τουρκικών δυνάμεων κατάφερε να καταστρέψει 2 τεθωρακισμένα. Όταν το τάγμα υποχώρησε ανατολικά προς την Κερύνεια, οι Τούρκοι προχώρησαν 1 χιλιόμετρο, αρχικά προς τα δυτικά, και μετά προχώρησαν ανατολικά. Από τα συνολικά 5 άρματα, τα 4 καταστράφηκαν και 1 βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στο στρατόπεδο του τάγματος. Επίσης, αεροπορικές επιθέσεις στόχευσαν ελληνοκυπριακές θέσεις μέσα και γύρω απο την Κερύνεια.
Προσπάθεια αντεπίθεσης
Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις του Πυροβολικού προσπάθησαν να αποκρούσουν την αποβίβαση των Τούρκων: η 182 ΜΠΠ, η 190 ΜΑ/ΤΠ επιτέθηκε κατά των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Πανάγρων και στο τουρκικό προγεφύρωμα στο Πεντεμίλι, αναγκάζοντας τα τουρκικά πολεμικά πλοία να υποχωρήσουν[50]. Η 191 ΠΟΠ έβαλλε κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπέλλα-Πάις και στις περιοχές Άσπρη Μούττη και Κοτζά Καγιά. Η 198 ΠΟΠ είχε χάσει αρκετά οχήματα, ασυρμάτους και πυρομαχικά κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς στις 16 Ιουλίου. Έτσι βρέθηκε αποδυναμωμένη κατά τη διάρκεια των πρώτων συγκρούσεων με τους Τούρκους στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα στις 20 Ιουλίου, στην προσπάθειά της να στηρίξει τις δυνάμεις καταδρομών που μάχονταν στην περιοχή.
Ως απάντηση στην εισβολή, ένας αξιωματικός του επιτελείου της Εθνικής Φρουράς, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μπούφας, στάλθηκε στο δυτικό προάστιο της Κερύνειας σε μια προσπάθεια να οργανώσει αντεπίθεση. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή υποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι όμως προχώρησαν σε αντεπίθεση. Ένα από τα τρία ελληνοκυπριακά άρματα μάχης T-34 δέχθηκε πυρά από τουρκικό αντιαρματικό και καταστράφηκε. Το 306ο Τάγμα Πεζικού έφθασε αργά και επιτέθηκε κατά των τουρκικών δυνάμεων από τα ανατολικά, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο.
Μαζική επίθεση Εθνικής Φρουράς στον θύλακα του Κιόνελι
Στις 20 Ιουλίου η Εθνική Φρουρά, υποστηριζόμενη από όλα τα άρματα Τ-34, καθώς και με δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ – τις πλέον αξιόμαχες στο νησί – εξαπέλυσαν μαζική επίθεση στον θύλακα του Κιόνελι, ο οποίος έλεγχε τμήμα του δρόμου Κερύνειας- Λευκωσίας. Στη σφοδρότατη μάχη που ακολούθησε, παρόλο που δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ κατέλαβαν τα πρώτα σπίτια, τελικά αναγκάστηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους.
Επιθέσεις στους θύλακες Λεμεσού, Αυδήμου, Πάφου, Αγύρτας
Στις 20 Ιουλίου, ώρα 10:00, γύρω στους 450 μαχητές της ΕΟΚΑ Β΄, μέλη του 203 Εφεδρικού Τάγματος Πεζικού, επιτέθηκαν στον θύλακα της Λεμεσού, όπου υπήρχαν περίπου 1.000 κάτοικοι, ελαφρά οπλισμένοι. Την ίδια περίπου στιγμή, 100 μαχητές της ΕΟΚΑ Β΄ περικύκλωσαν τον θύλακα της Αυδήμου, δυτικά της Λεμεσού. Οι Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο γήπεδο της Λεμεσού.
Στις 20 Ιουλίου, 10.000 κάτοικοι του τουρκοκυπριακού θύλακα της Λεμεσού παραδόθηκαν στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Ακολούθως, σύμφωνα με Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αυτόπτεις μάρτυρες, ακολούθησαν βιασμοί και εκτελέστηκαν μικρά παιδιά. Το αρχηγείο των Τουρκοκυπρίων κάηκε[54][55] και 1.300 Τουρκοκύπριοι τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.[56] Ο θύλακας στην Αμμόχωστο βομβαρδίστηκε και η τουρκοκυπριακή πόλη Λέφκα, καταλήφθηκε από την Εθνική Φρουρά.
Στις 17:00, το ελληνικό αρματαγωγό Λέσβος έφτασε στην Πάφο και ξεκίνησε να βομβαρδίζει τον τουρκοκυπριακό θύλακα του Μουτάλλου. Το σκάφος αποβίβασε 450 στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ και αμέσως έφυγε για να αποφύγει τον εχθρό. Τούρκικα πλοία έφτασαν στην περιοχή για να το απωθήσουν, τα οποία η τουρκική αεροπορία τα εξέλαβε ως ελληνικά και τους επιτέθηκε στις 21 Ιουλίου. Ο θύλακας παραδόθηκε στις 22:00.
Τμήματα της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον θύλακα της Αγύρτας προσπαθώντας να τον περικυκλώσουν και να τον απομονώσουν. Τούρκοι αλεξιπτωτιστές προσπάθησαν να ενισχύσουν τον θύλακα, όμως υπέστησαν αρκετές απώλειες.
Τα δύο συνθήματα
Ο Δρ. Βαγγέλης Χωραφάς, Πολιτικός Επιστήμων, συγγραφέας και ειδικός επί της γεωπολιτικής αναλύει τα γεγονότα του τότε και ξεσκεπάζει αλήθειες, πικρές και δύσπεπτες για την βολή κάποιων, που αρέσκονται να επενδύουν στη λήθη.
«Ο Αλέξανδρος εισήχθη εις κλινικήν» και «Η Αϊσέ πάει διακοπές» είναι τα δύο συνθήματα που σφράγισαν την μοίρα της Κύπρου, σύμφωνα με τον κ. Χωραφά. Του πραξικοπήματος, το πρώτο και της απόβασης των Τούρκων, το δεύτερο.
«Το πρώτο σύνθημα ήταν αυτό που ξεκίνησε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Συνοδεύονταν από δύο ακόμα, «Ο Αλέξανδρος πάει καλά» και «Ο Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως», για την περίπτωση επιτυχίας, ή αποτυχίας του πραξικοπήματος. Κανένα δεν χρησιμοποιήθηκε από αυτά τα δύο. Το πραξικόπημα δεν ολοκληρώθηκε, ο Μακάριος επέζησε και το καθεστώς Σαμψών που επιβλήθηκε, ήταν εξ ορισμού θνησιγενές. Έτσι, η «Αϊσέ» βρήκε την ευκαιρία να πάει διακοπές και η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο.
50 χρόνια μετά. Επαναλαμβάνονται οι ίδιες τελετουργίες. Ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των θυμάτων, μνημόσυνα, κομματικές διακηρύξεις, δάφνινα στεφάνια και όλο και λιγότερο το «Δεν Ξεχνώ». Όλα αυτά κρατούν μόνο 6 ημέρες, από τις 15 έως τις 20 Ιουλίου. Και μετά, την επόμενη χρονιά», αναφέρει ο κ. Χωραφάς.
Σύμφωνα με τον ίδιο το Κυπριακό, από ένα ζήτημα εισβολής και κατοχής από την πλευρά της Τουρκίας, έχει εκφυλιστεί σε παγωμένη σύγκρουση, που ενδιαφέρει ελάχιστα τη «διεθνή κοινότητα». Η ελληνική και κυπριακή πλευρά, επιμένει στο σχέδιο της Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, που εδώ και 50 χρόνια δεν οδηγεί πουθενά. Η Τουρκία, τα τελευταία χρόνια, έχει εγκαταλείψει τη Διζωνική-Δικοινοτική και κινείται προς ένα σχέδιο Δύο Κρατών, με άγνωστες εξελίξεις.
Η τιμωρία των ενόχων
Σχετικά με την τιμωρία των ενόχων ο Δρ. Βαγγέλης Χωραφάς τονίζει :
«Ο φάκελος για την προδοσία της Κύπρου υπάρχει. Είναι ογκώδης και λεπτομερής. Επί της ουσίας, είναι μία ιστορική διαδρομή στα γεγονότα, μέσα από μαρτυρίες, εκτιμήσεις και περιγραφές. Και τα πορίσματα έχουν εκδοθεί. Αλλά κανένας δεν τιμωρήθηκε για αυτό το εθνικό έγκλημα.
Οι ηγέτες της χούντας τιμωρήθηκαν για το πραξικόπημα του 1967. Στην Κύπρο, ο Σαμψών τιμωρήθηκε με μερικούς μήνες φυλάκιση, ενώ υπουργοί της πραξικοπηματικής κυβέρνησης του εκλέχθηκαν αργότερα, βουλευτές. Γιατί όμως δεν διώχθηκαν ποινικά οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 κατά του Προέδρου Μακαρίου και της νόμιμης Κυβέρνησης της Κύπρου;
Η κυβέρνηση Καραμανλή ανέστειλε τις διώξεις με επίκληση νομοθεσίας που προέβλεπε ότι μπορεί αυτό να συμβεί όταν «απειλούνται οι σχέσεις της Ελλάδος μετά τρίτης τινός χώρας». Δηλαδή των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και του ΝΑΤΟ, των πρωταγωνιστών της προδοσίας της Κύπρου. Με τον τρόπο αυτόν οι στρατιωτικοί δεν δικάστηκαν στην Ελλάδα. Καταδικάστηκαν στην συνείδηση του ελληνικού και του κυπριακού λαού. Αλλά πόσα χρόνια μπορεί να διατηρηθεί ζωντανή αυτή η συνείδηση;»
Σύμφωνα με τον κ. Χωραφά οι στρατιωτικοί πρωταγωνιστές της Τραγωδίας της Κύπρου, είναι γνωστοί.
«Οι Δημήτριος Ιωαννίδης (αφανής δικτάτορας), Γρηγόριος Μπονάνος (Α/ΓΕΕΘΑ), Ανδρέας Γαλατσάνος (Α/ΓΕΣ), Αλέξανδρος Παπανικολάου (Α/ΓΕΑ) και Πέτρος Αραπάκης (Α/ΓΕΝ), φέρουν την κύρια ευθύνη ευθύνη τόσο για το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, όσο και για τον Αττίλα 2. Το ίδιο και Φαίδων Γκιζίκης, υποτιθέμενος «πρόεδρος της Δημοκρατίας»
Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και τις εκλογές του 1974, ο Α/ΓΕΝ Πέτρος Αραπάκης διατηρήθηκε στη θέση του από την Κυβέρνηση Καραμανλή (ως τις 8/1/1975), ενώ το ίδιο έγινε και με τον Α/ΓΕΑ Αλέξανδρο Παπανικολάου (ως τις 23/1/1975).
Σε πολιτικό επίπεδο η απόφαση για ανατροπή του Μακαρίου είχε παρθεί από καιρό. Το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου 1974 έγινε σύσκεψη των Γκιζίκη (που παρίστανε τον πρόεδρο της Δημοκρατίας), Ανδρουτσόπουλου(που παρίστανε τον πρωθυπουργό), Μπονάνου (που παρίστανε τον Α/ΓΕΕΘΑ) και Ιωαννίδη (που κατείχε την εξουσία) και αποφασίστηκε το πραξικόπημα.
Στις αρχές Ιουλίου οι Ιωαννίδης και Μπονάνος, μαζί με τον κουμπάρο του Ιωαννίδη Παύλο Παπαδάκη και τους Μιχαήλ Γεωργίτση και Κωνσταντίνο Κομπόκη που υπηρετούσαν στην Κύπρο, οργάνωσαν τεχνικά το πραξικόπημα. Ακολούθησε δεύτερη σύσκεψη με του Γεωργίτση. Κομπόκη, Χαράλαμπο Παλαϊνη, Ανδρέα Κονδύλη και Μιχαήλ Πηλιχό για την διευθέτηση στρατιωτικών θεμάτων.
Μετά από λίγες ημέρες στην Κύπρο, οι Γεωργίτσης και Κομπόκης, κάλεσαν τους Γιαννακοδήμο, Λαμπρινό, Κορκοντζέλο, Ραυτόπουλο, Δαμασκηνό, Κοντώση, Ζήδρο και Λάμπρου και σχημάτισαν την διευθυντική ομάδα του πραξικοπήματος», υπογραμμίζει.
Δεν εφαρμόστηκαν τα επιτελικά σχέδια αμύνης της Κύπρου
Όπως αναφέρει o κ. Χωραφάς «όταν η Αϊσέ αποφάσισε να κάνει διακοπές, οι πραξικοπηματίες στην Κύπρο αιφνιδιάστηκαν από την τουρκική απόβαση. Στην αρχή πίστευαν ότι είναι εικονική, ότι πρόκειται για γυμνάσια. Δεν εφαρμόστηκαν τα επιτελικά σχέδια αμύνης της Κύπρου. Οι πραξικοπηματίες της Εθνικής Φρουράς ρωτούσαν συνεχώς, τις πρώτες ώρες, το ΓΕΕΘΑ αν θα ανταποδώσουν τα πυρά. Πλήρης σύγχυση. Ευτυχώς, η αποφασιστικότητα και η θυσία όσων δεν ήταν αναμεμειγμένοι στο πραξικόπημα και των απλών στρατιωτών, Κυπρίων και Ελλαδιτών, απέτρεψαν την Τουρκία από το να δημιουργήσει χειρότερα τετελεσμένα».
Η δικαστική οδός όταν πλέον ήταν αργά
Σύμφωνα με τον κ. Χωραφά το 1997, «ο Τάκης Παππάς, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, αντιστασιακός και θύμα της χούντας αφού τα βασανιστήρια που είχε υποστεί του άφησαν μόνιμα προβλήματα που τον οδήγησαν στον θάνατο, γνωμάτευσε ότι έπρεπε να υπάρξουν διώξεις για τα εγκλήματα της Κύπρου. Αλλά ήταν πλέον αργά. Στη, Κύπρο, το 1976, ένας δικηγόρος υπέβαλλε μήνυση κατά 120 αξιωματικών που είχαν εμπλακεί στο πραξικόπημα, αλλά η υπόθεση δεν προχώρησε. Στην Ελλάδα, το 1976 ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ Διονύσιος Αρμπούζης, διέταξε έρευνα για την εμπλοκή των Ελλήνων στρατιωτικών στο πραξικόπημα. Πάρθηκαν καταθέσεις από 150 στρατιωτικούς που υπηρέτησαν στη Κύπρο, αλλά χαρακτηρίστηκαν ως απόρρητες και δεν υπήρξε κάποιο πόρισμα. Τελικά, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε να απομακρύνει τους εμπλεκόμενους στη Κύπρο, καθώς και τους παραμένοντες στο στράτευμα χουντικούς, μέσα από την διαδικασία των ετήσιων κρίσεων των στρατιωτικών, το 1976 και 1977».