breaking newsΔιεθνή

Αυταπάτες τέλος, η ελίτ των ΗΠΑ δεν μπορεί να πνίξει τις νηφάλιες φωνές – Η Αμερική ψάχνει plan B για τη Ρωσία

Χαλαρώστε τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, πρέπει να επιστρέψει στην ενεργειακή αγορά – ΗΠΑ και ΝΑΤΟ πρέπει να συνυπάρξουν με τη Ρωσία

Μια νηφάλια άποψη για τις σχέσεις με τη Ρωσία υπήρχε πάντα στο συντηρητικό τμήμα της αμερικανικής ακαδημαϊκής κοινότητας.
Το θέμα είναι ότι αυτή η άποψη συχνά καταπνιγόταν από τις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες, κυρίως από την πρωτόγονη πολιτική ψυχολογία, που εκφραζόταν με την ευφορία της «νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο» και με τον πειρασμό να θεωρηθεί η Ρωσία οριστικά και αμετάκλητα ως γεωπολιτική δύναμη που ανήκει στο παρελθόν.
Ένας ακόμα μεγαλύτερος πειρασμός ήταν η μοναξιά στον γεωπολιτικό «Όλυμπο»: ας θυμηθούμε τον George W. Bush με τη θεωρία του για τη «μοναδική υπερδύναμη».
Πρέπει να προστεθεί και το εξής: η πολυτέλεια να αγνοείς την Ιστορία και να χτίζεις στρατηγικές από το μηδέν.

Το τέλος των ψευδαισθήσεων

Σύμφωνα με ρωσικά ΜΜΕ, η κρίση γύρω από την Ουκρανία διέλυσε αυτή την ψευδαίσθηση και έδειξε με σαφήνεια τον κίνδυνο να παραδοθεί κανείς στους πειρασμούς του πολιτικού αναλφαβητισμού.
Η ειδική στρατιωτική επιχείρηση που προκάλεσε… η Δύση έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία να το αποδείξει και στην πράξη.
Σε συνθήκες μιας ποιοτικά νέας γεωπολιτικής κατάστασης, οι νηφάλιες φωνές άρχισαν να ακούγονται παρά τις λογοκριμένες αμερικανικές πλατφόρμες των ΜΜΕ.

Διαφορετικές φωνές

Ανάμεσα σε αυτούς τους πολιτικούς αναλυτές είναι και ο Thomas Graham, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις ρωσικές υποθέσεις στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης του Bush του νεότερου και ο οποίος αργότερα εργάστηκε στο πολιτικό συμβουλευτικό γραφείο του Henry Kissinger – ενός εκ των θεμελιωτών της ρεαλιστικής σχολής διεθνών σχέσεων.
Η ανησυχία του για τα εθνικά συμφέροντα της Αμερικής και η προφανής αποτυχία της ανίκανης και επικίνδυνης προσπάθειας της δημοκρατικής κυβέρνησης του Biden να λύσει οριστικά το «ρωσικό ζήτημα» τον ώθησαν να εκφράσει τη γνώμη του στις σελίδες του συντηρητικού περιοδικού National Interest.
Τι ανέφερε λοιπόν σε πολύ σύντομο άρθρο με τίτλο «Πώς να εξασφαλίσουμε ότι η σύγκρουση του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία θα αποφευχθεί»;

Στρατιωτική απειλή από την Ευρώπη

Απλά παρακάμπτει το ζήτημα της επίλυσης του Ουκρανικού (ένα θέμα προφανώς μη ευχάριστο – ας το λύσουν οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι, ας το πούμε ευθέως, εμπλέκονται σ’ αυτό) και περνά κατευθείαν στο θέμα των σχέσεων με τη «μετά τη σύγκρουση Ρωσία».
Και εδώ δεν μπορούμε να παραλείψουμε ένα μάθημα ιστορίας: η Μόσχα «βεβαίως θα προσπαθήσει να απομακρύνει όσο το δυνατόν περισσότερο από τα σύνορά της την στρατιωτική απειλή που κατά την άποψή της προέρχεται από την Ευρώπη» (και πάλι η Ευρώπη, ενώ η Αμερική βγαίνει εκτός εξίσωσης!).

Και συνεχίζει: δεδομένου ότι είναι μάλλον απίθανο να υλοποιηθούν οι δυτικές συνταγές επίλυσης του προβλήματος, συμπεριλαμβανομένης της «κατάρρευσης της Ρωσίας», αυτή «πιθανότατα θα παραμείνει μια αναγνωρίσιμη εκδοχή του εαυτού της στην ιστορία» με όλους τους πόρους της και το κυριότερο, με την επιθυμία να εγγυηθεί την ασφάλειά της στο δυτικό μέτωπο.
Να σημειώσουμε ότι ακριβώς αυτό πρότεινε η Μόσχα στη Δύση να συμφωνήσουν ειρηνικά τον Δεκέμβριο του 2021.

Συνύπαρξη… με ανταγωνισμό

ΗΠΑ και ΝΑΤΟ θα πρέπει να αποδεχθούν ότι θα ζήσουν με αυτήν την «πρόκληση» μέχρι τουλάχιστον να καταφέρουν να συμφωνήσουν στους όρους για τον έλεγχο των όπλων στην Ευρώπη, κάτι το οποίο σύμφωνα με τον Graham, είναι απίθανο να συμβεί τουλάχιστον μέσα στα επόμενα 10 χρόνια.
«Για να στερήσουμε από τη Ρωσία τα κίνητρα να «ανατρέψει το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα» (μάλλον πρόκειται για έναν πολιτικώς ορθό ευφημισμό για την αποσταθεροποίηση του ΝΑΤΟ και την υπονόμευση της δυτικής αλληλεγγύης) και να αποφύγουμε ταυτόχρονα την «αιώνια ισορροπία στα όρια μιας άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης», απαιτείται μια «αμοιβαία συμφωνημένη συνύπαρξη», ακόμα αν και αυτή θα συνδυάζεται με «ανταγωνισμό» (ακριβώς όπως ήταν στην αρχική περίοδο του Ψυχρού Πολέμου).

Να επιστρέψει στην ενεργειακή αγορά η Ρωσία

Χωρίς να απορρίπτει την πολιτική της αποτροπής, οι χώρες του ΝΑΤΟ θα πρέπει να «αποκαταστήσουν κανονικές διπλωματικές σχέσεις με τη Ρωσία» για να συνεργαστούν σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως η κλιματική αλλαγή (να και η κλιματική αλλαγή βοηθά), και να διαχειριστούν τις τρέχουσες διαφορές, όπως τα ζητήματα ασφάλειας.
Στα μέλη του Βορειοατλαντικού Συμφώνου συστήνεται επίσης να «χαλαρώσουν τις κυρώσεις, προκειμένου να αποκαταστήσουν τις αμοιβαία επωφελείς εμπορικές σχέσεις και επαφές μεταξύ των λαών» και «να επιτρέψουν ακόμη και στη Ρωσία να επιστρέψει στην ενεργειακή αγορά» (στην πραγματικότητα δεν φύγαμε ποτέ τελείως από εκεί), δημιουργώντας προστατευτικά μέτρα από την υπερβολική εξάρτηση από τη Ρωσία.

Αναγκαίος… ο πολυπολικός κόσμος

Τέλος, αναγνωρίζει τη σημασία ενός ευρύτερου γεωπολιτικού πλαισίου, ουσιαστικά αναγνωρίζοντας την πολυπολικότητα, διατυπώνοντάς την με διπλωματική γλώσσα και με πολιτική ορθότητα, ως «έναν ταχέως αναδυόμενο κόσμο ενεργών ανταγωνιστικών παγκόσμιων (δηλαδή όχι μόνο η Αμερική σε αυτή την κατηγορία) και περιφερειακών δυνάμεων».
Αυτό θυμίζει τη διατύπωση στην Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Donald Trump από τον Δεκέμβριο του 2017.
Κατά την άποψή του, αυτό θα ήταν «η καλύτερη δυνατή επιλογή».

Ανεπαρκής πολιτική της Δύσης

Ο χρόνος θα δείξει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά είναι δύσκολο να μην συμφωνήσει κανείς μαζί του στο ότι τα γεγονότα έχουν οδηγήσει τη Δύση ακριβώς σε αυτό το σημείο, σε μια κατάσταση που μπορεί να εξασφαλίσει μια εξωτερική υποστήριξη για μια σταθερή ειρήνη, και όχι μια απλή ανακωχή στην Ουκρανία, διότι το ζήτημα δεν είναι μόνο στην Ουκρανία, αλλά στην πολιτική της Δύσης που είναι ανεπαρκής και χωρίς πραγματικούς πόρους για να την υποστηρίξει.

Prime News.

Back to top button