Το μείγμα πολιτικής και επιχειρηματικότητας αναμένεται να επηρεάσει αποφασιστικά τις γεωπολιτικές ισορροπίες, με έμφαση σε εθνικά και οικονομικά συμφέροντα, παρά στις πολυμερείς συνεργασίες
Το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται έντονα από την αμερικανική πολιτική, ιδιαίτερα στη νέα εποχή της διακυβέρνησης Τραμπ. Η αμερικανική νομοθεσία, όπως το “Eastern Mediterranean Security and Energy Partnership Act” του 2019, ενίσχυσε τη συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ, Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ. Στις 14 Ιανουαρίου 2025, προωθήθηκε νομοσχέδιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων για τη μόνιμη άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων στην Κύπρο, εδραιώνοντας τους αμυντικούς δεσμούς μεταξύ ΗΠΑ και Κυπριακής Δημοκρατίας.
Λίγο πριν το τέλος της θητείας Μπάιντεν, η Κύπρος εντάχθηκε σε τρία εξοπλιστικά προγράμματα των ΗΠΑ, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Τουρκίας. Η Τουρκία ζητά από τη νέα κυβέρνηση Τραμπ να ακυρώσει την απόφαση, με αβέβαιο αποτέλεσμα, καθώς ο Τραμπ έχει δείξει απρόβλεπτη στάση σε διεθνή θέματα.
Στη νέα πραγματικότητα, η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή θα διαμορφωθούν γύρω από την αμερικανική διπλωματία, με κεντρικό ρόλο στο Ισραήλ και πλήρη στήριξη στις επιλογές Νετανιάχου. Η πολιτική αυτή αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο, όχι μόνο γεωπολιτικά, αλλά και σε ανθρωπιστικό επίπεδο.
Η Ελλάδα και η Κύπρος αναγνωρίζονται από το Ισραήλ ως καίριοι στρατηγικοί εταίροι, προσφέροντας «στρατηγικό βάθος» στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Παράλληλα, η κατασκευή του αγωγού EastMed θα καταστήσει το Ισραήλ ισχυρό πάροχο ενέργειας για την Ε.Ε., με την Ελλάδα και την Κύπρο να λειτουργούν ως διαμετακομιστικοί κόμβοι. Ο EastMed σχεδιάζεται να συνδέσει ενεργειακές πηγές της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος) με την Ευρώπη μέσω Κύπρου, Κρήτης και Ιταλίας.
Η στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στις πολιτικές του Ισραήλ, ειδικά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, εκτιμάται ιδιαίτερα από την ισραηλινή και την αμερικανική διπλωματία. Παράλληλα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας.
Η δυναμική μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί κεντρικό παράγοντα που επηρεάζει τις εξελίξεις. Στην ευρύτερη περιοχή (Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος, Μέση Ανατολή) διακυβεύονται στρατηγικά και εθνικά συμφέροντα, ενώ η αμερικανική διπλωματία καλείται να ισορροπήσει μεταξύ γεωπολιτικών, γεωοικονομικών και στρατηγικών προτεραιοτήτων, επηρεάζοντας καταλυτικά τις περιφερειακές εξελίξεις.
Η ενεργειακή ασφάλεια και οι τουρκικές διεκδικήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ αποτελούν βασικά σημεία αντιπαράθεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την Ελλάδα και την Κύπρο να επιδιώκουν την παρέμβαση της αμερικανικής διπλωματίας. Ο Ερντογάν προωθεί τον κυρίαρχο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή μέσω προκλητικών ενεργειών, όπως γεωτρήσεις και αμφισβήτηση των θαλάσσιων ζωνών.
Η Ελλάδα έχει ενισχύσει τη στρατιωτική της συνεργασία με τις ΗΠΑ, παραχωρώντας κρίσιμες βάσεις, ενώ επιδιώκει την απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών F-35. Η Τουρκία, αν και είχε αρχικά συμμετάσχει στο πρόγραμμα των F-35, αποκλείστηκε λόγω της αγοράς των ρωσικών πυραύλων S-400, γεγονός που έχει επηρεάσει τις στρατιωτικές ισορροπίες. Η στάση της νέας κυβέρνησης Τραμπ για την πώληση F-35 στην Ελλάδα και την Τουρκία παραμένει ασαφής και κρίσιμη για τις περιφερειακές εξελίξεις.
Η νέα προεδρική θητεία του Τραμπ αναμένεται να χαρακτηρίζεται από απρόβλεπτες κινήσεις, διαπραγματεύσεις και εντάσεις. Ζητήματα όπως ο ρόλος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, οι σχέσεις της με τη Ρωσία, το Κυπριακό, το Κουρδικό, η Συρία και οι συγκρούσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή αναμένεται να δοκιμάσουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και να επηρεάσουν την ευρύτερη γεωπολιτική σταθερότητα.
Παρά τη φαινομενική καλή σχέση Τραμπ-Ερντογάν, οι προτεραιότητες της αμερικανικής διπλωματίας πιθανότατα θα εστιάσουν στη συνεργασία με το Ισραήλ, στις Συμφωνίες του Αβραάμ και στην προστασία των Κούρδων της Συρίας, παράγοντες που αναμένεται να δοκιμάσουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, η αμερικανική ηγεσία χαρακτηρίζεται από την παρουσία ισχυρών επιχειρηματιών και τεχνολογικών “γκουρού”, όπως ο Έλον Μασκ, σε τομείς όπως η πολεμική βιομηχανία, η τεχνητή νοημοσύνη, η διαστημική τεχνολογία και τα κρυπτονομίσματα.
Ο “τραμπισμός” αναδεικνύεται ως ένα πολιτικό και ιδεολογικό φαινόμενο που συνδυάζει λαϊκισμό, εθνικισμό, αντίθεση σε παγκόσμιους οργανισμούς, και αμφισβήτηση της πολιτικής ορθότητας. Κεντρικό στοιχείο του είναι η προώθηση της εθνικής κυριαρχίας και η διπλωματία της οικονομίας, όπου οι διεθνείς σχέσεις καθορίζονται από τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ και τις επιχειρηματικές προτεραιότητες της διοίκησης Τραμπ.
Αυτό το μείγμα πολιτικής και επιχειρηματικότητας αναμένεται να επηρεάσει αποφασιστικά τις γεωπολιτικές ισορροπίες, με έμφαση σε εθνικά και οικονομικά συμφέροντα, παρά στις πολυμερείς συνεργασίες.
primenews.