Ο Ντόναλντ Τραμπ, λίγες μόλις εβδομάδες πριν αναλάβει τη δεύτερη θητεία του ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν δίστασε να επαναλάβει τις προκλητικές του δηλώσεις και να ανακοινώσει σχέδια που άφησαν έντονες ανησυχίες τόσο στους συμμάχους όσο και στους αντιπάλους της Αμερικής. Οι τελευταίες του δηλώσεις, που αφορούν κυρίως την οικονομική και στρατηγική επιρροή των ΗΠΑ στον κόσμο, περιλαμβάνουν απειλές κατά του Παναμά και της Γροιλανδίας, οι οποίες σχετίζονται με το συμφέρον των ΗΠΑ για την οικονομική ασφάλεια.
Ο Τραμπ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ή οικονομική πίεση για να θέσει υπό αμερικανικό έλεγχο τη Διώρυγα του Παναμά και τη Γροιλανδία, περιοχές που θεωρεί κρίσιμες για την ασφάλεια των ΗΠΑ και την στρατηγική τους θέση στην παγκόσμια σκηνή. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη χρήση στρατιωτικών ή οικονομικών μέτρων για την εξασφάλιση αυτών των περιοχών, ο Τραμπ απάντησε αόριστα και απειλητικά: «Δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω για καμία από τις δύο» – υπονοώντας ότι η ανάγκη για τον έλεγχο αυτών των περιοχών είναι τόσο σημαντική που οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να το επιτύχουν.
Επιπλέον, ο Τραμπ προανήγγειλε την επιβολή «σοβαρών δασμών» στη Δανία, αναφορικά με την επικείμενη σύγκρουση για τη Γροιλανδία, ενώ δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό. Δήλωσε ότι θα επιβάλλει αυστηρούς οικονομικούς περιορισμούς και στον Καναδά, αν η χώρα αυτή δεν συμφωνήσει να ενταχθεί στην αμερικανική επικράτεια ως «51η Πολιτεία». Οι δηλώσεις του περί «οικονομικής ασφάλειας» και των δασμών προκαλούν φόβους για μια νέα περίοδο εμπορικών πολέμων και στρατηγικών αντιπαραθέσεων, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτουν την επιθυμία του να προχωρήσει σε οικονομική επέκταση.
Σε μια ακόμα επίδειξη εξωτερικής πολιτικής, ο Τραμπ έπλεξε τα εγκώμια για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, χαρακτηρίζοντάς τον «έξυπνο» και «φίλο» του. Υποστήριξε ότι η Τουρκία, με τη στρατηγική της στη Συρία, κατάφερε να αποδυναμώσει τις επιρροές της Ρωσίας και του Ιράν στην περιοχή, κάτι που ο ίδιος θεώρησε θετικό για την περιοχή. Παρά τις αναφορές στον Ερντογάν και τις φιλειρηνικές του δηλώσεις, ο Τραμπ δεν δίστασε να αναφερθεί και σε προκλήσεις και συγκρούσεις στην περιοχή, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιστρατευθεί η «οικονομική ισχύς» των ΗΠΑ για να επιλύσει διεθνείς κρίσεις χωρίς την ανάγκη στρατιωτικής εμπλοκής.
Ωστόσο, ο Τραμπ δεν περιορίστηκε μόνο στις απειλές και τα σχόλια για τη διεθνή πολιτική. Ανέφερε συγκεκριμένα σχέδια για την πολιτική των ΗΠΑ και την άμυνα του ΝΑΤΟ. Προανήγγειλε ότι θα απαιτήσει από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ τους, επικρίνοντας τη στάση τους να ακολουθούν την ελάχιστη υποχρέωση του 2%, την οποία θεωρεί ανεπαρκή για την αντιμετώπιση των σύγχρονων γεωπολιτικών απειλών. Παράλληλα, υποστήριξε ότι η χώρα του πρέπει να προχωρήσει στην αύξηση των υποθαλάσσιων γεωτρήσεων για την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων, κάτι που θα ανακαλέσει αμέσως μόλις αναλάβει το αξίωμα, εάν του επιτραπεί να το κάνει.
Οι δηλώσεις του Τραμπ έφεραν στην επιφάνεια και άλλα ζητήματα που αφορούν την οικονομική πολιτική του, με τον ίδιο να δηλώνει την πρόθεσή του να καταργήσει την απαγόρευση των υποθαλάσσιων γεωτρήσεων για πετρέλαιο και αέριο και να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να διασφαλίσει την «οικονομική ευημερία» των ΗΠΑ. Ανάμεσα στις νέες του προτάσεις είναι και η αύξηση του ορίου χρέους των ΗΠΑ, κάτι που δεν έχει γίνει αποδεκτό από όλους τους πολιτικούς κύκλους, αλλά για τον Τραμπ αποτελεί αναγκαίο βήμα για την αποφυγή μιας νέας οικονομικής κρίσης.
Η γενική του στρατηγική και εξωτερική πολιτική αποκαλύπτει έναν πρόεδρο που επιθυμεί να αναδειχθεί ως παγκόσμιος ηγέτης με σφιχτότερο έλεγχο στην διεθνή οικονομία και την πολιτική, καθώς και τη διατήρηση της Αμερικής στην κορυφή της παγκόσμιας σκηνής.