
Παρά τα καλά λόγια και τη «χημεία» που επιχείρησε να οικοδομήσει ο Βλαντίμιρ Πούτιν με τον Ντόναλντ Τραμπ, η Ρωσία δεν υποχώρησε ούτε εκατοστό από τους στρατηγικούς της στόχους στην Ουκρανία. Ο Ρώσος πρόεδρος έδειξε ευελιξία σε επίπεδο τακτικής, αλλά όχι στρατηγικής: αρνήθηκε την αμερικανική πίεση για άμεση κατάπαυση του πυρός, γνωρίζοντας πως η χρονική συγκυρία τον ευνοεί στρατιωτικά και διπλωματικά.
Η Μόσχα δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για την κατάληψη νέων εδαφών, αλλά για τη γεωπολιτική μεταμόρφωση της Ουκρανίας σε ένα κράτος-ουδέτερο, ένα «μαξιλάρι ασφαλείας» που θα αποτρέπει τη στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ. Η ρωσική στρατηγική δεν στοχεύει στη δορυφοροποίηση του Κιέβου, αλλά στη μακροπρόθεσμη εξουδετέρωσή του ως δυτικού προγεφυρώματος.
Η προοπτική εγκατάστασης ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων ή η παροχή «εγγυήσεων ασφαλείας» από τη Δύση στην Ουκρανία εκλαμβάνεται από το Κρεμλίνο ως πρόκληση και ειρωνεία: η Ρωσία εισέβαλε για να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και δεν πρόκειται να ανεχθεί νατοϊκή παρουσία στα σύνορά της υπό άλλο πρόσχημα.
Η ρωσική ηγεσία επιμένει ότι η συζήτηση για την ειρήνη δεν μπορεί να περιοριστεί σε γραμμές ελέγχου ή ανταλλαγές εδαφών, αλλά αφορά το ίδιο το πολιτικό καθεστώς του Κιέβου. Μια αντιρωσική εξουσία, εξαρτημένη από τη Δύση, είναι για τη Μόσχα το πραγματικό εμπόδιο στην ειρήνη. Αυτό το στοιχείο –το καθεστώς, όχι τα εδάφη– αποτελεί τον πυρήνα της ρωσικής θέσης, την οποία η Δύση αποφεύγει συστηματικά να αγγίξει.
Το 2025, οι ισορροπίες στα πεδία των μαχών μεταβάλλονται δραματικά. Παρά τις διαβεβαιώσεις των δυτικών ΜΜΕ ότι ο πόλεμος βρίσκεται σε αδιέξοδο, η πραγματικότητα στο μέτωπο δείχνει το αντίθετο: ο ρωσικός στρατός προελαύνει αργά αλλά σταθερά, ξηλώνοντας ουκρανικές οχυρώσεις από το Σούμι μέχρι τη Χερσώνα. Πόλεις όπως το Ποκρόφσκ, το Μίρνογκραντ, το Κούπιανσκ και το Βοβτσάνσκ έχουν ήδη πέσει ή βρίσκονται υπό ρωσικό έλεγχο, ενώ το Κραματόρσκ και το Σλοβιάνσκ –το δίδυμο-φρούριο του Ντονμπάς– αποτελούν το τελευταίο σοβαρό εμπόδιο πριν τις ανοιχτές στέπες του Δνείπερου.
Οι Ρώσοι δεν προελαύνουν μετωπικά αλλά εφαρμόζουν τακτικές διείσδυσης με μικρές ομάδες που εδραιώνονται σταδιακά μέσα στις πόλεις, αποκόπτοντας τις οδούς ανεφοδιασμού. Ο πόλεμος είναι πλέον πόλεμος φθοράς – κι εκεί η Μόσχα υπερέχει. Η πτώση των τελευταίων ουκρανικών οχυρών στο Ντονμπάς θα ανοίξει τον δρόμο προς το Δνείπερο, μετατρέποντας τη γεωγραφική γραμμή του ποταμού σε φυσικό διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο διαφορετικά ουκρανικά κράτη.
Αυτή η προοπτική τρόμαξε τη Δύση. Βλέποντας ότι η άμυνα του Κιέβου κινδυνεύει με κατάρρευση, το λεγόμενο «δυτικό κόμμα του πολέμου» έπεισε τον Τραμπ να προωθήσει την ιδέα μιας άμεσης κατάπαυσης του πυρός στη γραμμή αντιπαράθεσης – μια προσπάθεια να παγώσει το μέτωπο πριν η Ρωσία επιβάλει τετελεσμένα. Για τον Τραμπ, η εκεχειρία θα ήταν μια εύκολη διπλωματική νίκη, μια ευκαιρία να εμφανιστεί ως ειρηνοποιός και να διεκδικήσει το Νόμπελ. Για τον Πούτιν, όμως, θα σήμαινε να σταματήσει την προέλαση τη στιγμή που ο αντίπαλος υποχωρεί.
Παρά την επίφαση συνεννόησης, η ρωσοαμερικανική επικοινωνία παρέμεινε ναρκοθετημένη. Ο Τραμπ προσπάθησε να δελεάσει τον Πούτιν με υποσχέσεις περί «νέας αρχής» στις σχέσεις Μόσχας–Ουάσιγκτον: άρση της διπλωματικής απομόνωσης, σταδιακή χαλάρωση κυρώσεων, αναγνώριση της Ρωσίας ως πυλώνα ενός πολυπολικού κόσμου. Ο Πούτιν, ωστόσο, δεν δέχθηκε να παραδώσει τα κέρδη του για υποσχέσεις.
Όταν οι διπλωματικοί ελιγμοί δεν απέδωσαν, ο Τραμπ δοκίμασε να ανεβάσει το διακύβευμα. Άφησε να διαρρεύσει η πρόθεση των ΗΠΑ να προμηθεύσουν το Κίεβο με πυραύλους Τόμαχοκ βεληνεκούς έως 2.500 χιλιομέτρων – όπλα ικανά να πλήξουν την ίδια τη Μόσχα. Ο Ζελένσκι, με εμφανή ειρωνεία, σχολίασε ότι «ο Πούτιν θα πρέπει να βρει καταφύγιο». Η Μόσχα αντέδρασε αστραπιαία: προειδοποίησε πως οποιαδήποτε εκτόξευση Τόμαχοκ από ουκρανικό έδαφος θα θεωρηθεί άμεση αμερικανική επίθεση και θα επιφέρει συμμετρικά αντίποινα εναντίον αμερικανικών στόχων.
Η απειλή έπιασε τόπο. Ο Τραμπ όχι μόνο εγκατέλειψε την ιδέα των Τόμαχοκ, αλλά και διέψευσε τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε μια βρετανική επίθεση με Storm Shadow στη ρωσική πόλη Μπριάνσκ. Αντ’ αυτού, προχώρησε σε μια διαφορετική, οικονομική επίθεση: έβαλε στο στόχαστρο τις δύο ενεργειακές «ατμομηχανές» της Ρωσίας, τη Lukoil και τη Rosneft, κηρύσσοντας ουσιαστικά οικονομικό πόλεμο.
Η Ουάσιγκτον γνωρίζει ότι στρατιωτικά δεν μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση στο πεδίο. Ελπίζει να στραγγαλίσει τη ρωσική οικονομία μέσω των εξαγωγών πετρελαίου – μια στρατηγική που θα εξαρτηθεί από τη στάση της Κίνας και της Ινδίας. Παρότι οι κυβερνήσεις τους ανακοίνωσαν προσωρινή αναστολή εισαγωγών ρωσικού αργού, η εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες κινήσεις είναι προσωρινές και γεμάτες παραθυράκια.
Η ουσία είναι ότι ο πόλεμος Ουκρανίας–Ρωσίας έχει μετατραπεί σε μια ευρύτερη σύγκρουση Δύσης–Ρωσίας, με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ να δοκιμάζουν τα όρια της αντιπαράθεσης και τη Μόσχα να επιδιώκει μια νέα ισορροπία ισχύος στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Όπως υπαινίχθηκε ο πρώην πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ, «όποιος πιστεύει ότι μπορεί να απειλεί τη Ρωσία χωρίς να υπάρξει απάντηση, απλώς δεν έχει μάθει τίποτα από την Ιστορία».
Ο Πούτιν, συνεπώς, δεν ψάχνει ειρήνη με δυτικούς όρους· αναζητά επιβεβαίωση της ρωσικής ισχύος και αποδοχή της νέας ευρασιατικής τάξης πραγμάτων. Ο Τραμπ, με τη σειρά του, προσπαθεί να αποτρέψει μια ήττα της Ουκρανίας που θα μεταφραστεί σε γεωπολιτική ήττα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανάμεσά τους, η Ευρώπη, εξαντλημένη και φοβισμένη, παρακολουθεί τη διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας ισορροπίας που δεν μπορεί πια να ελέγξει.