
Η συμφωνία για την προμήθεια 44 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter Typhoon από την Τουρκία, η οποία οριστικοποιήθηκε στη συνάντηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Κιρ Στάρμερ στην Άγκυρα, συνιστά εξέλιξη με βαρύνουσα γεωπολιτική σημασία.
Αν και η συμφωνία θεωρούνταν από πολλούς προδιαγεγραμμένη, επισφραγίζει και τυπικά την επιστροφή της Άγκυρας στη δυτική αμυντική τροχιά, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο. Με τη συμφωνία αυτή, η Τουρκία επιδιώκει να καλύψει το τεχνολογικό και επιχειρησιακό κενό που έχει δημιουργηθεί στον αέρα έναντι της Ελλάδας και να ανακτήσει την υπεροπλία που έχασε τα τελευταία χρόνια λόγω της αποπομπής της από το πρόγραμμα των F-35 και των κυρώσεων που ακολούθησαν την αγορά των ρωσικών S-400.
Η αντίφαση για την τουρκική ηγεσία είναι εντυπωσιακή. Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ, στη συνάντηση που είχε με τον Ερντογάν στην Ουάσιγκτον, δεν έδωσε καμία δέσμευση για την προμήθεια των αμερικανικών F-35, προβάλλοντας επιπλέον όρους όπως η διακοπή αγοράς ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου —απαίτηση που φαντάζει πρακτικά ανέφικτη για την Άγκυρα—, η Ευρώπη εμφανίζεται τώρα έτοιμη να ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά της στον Τούρκο πρόεδρο. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία εξακολουθεί να διατηρεί ενεργή την απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας και συνεχίζει τη συστηματική διολίσθηση από τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δείχνουν πρόθυμες να στηρίξουν την αμυντική της ενίσχυση.
Χαρακτηριστικό είναι ότι Ευρωπαίοι ηγέτες επισκέπτονται πλέον την Άγκυρα ο ένας μετά τον άλλον, με εμφανή πρόθεση να επανεντάξουν την Τουρκία στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, χωρίς ουσιαστική αναφορά στις παραβιάσεις δικαιωμάτων ή στις φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Στάρμερ ήταν ο πρώτος που έσπευσε να επικυρώσει τη νέα στρατηγική σχέση, ενώ την Πέμπτη αναμένεται στην Άγκυρα ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, γεγονός που αποτυπώνει τη στροφή του Βερολίνου σε μια νέα πολιτική προσέγγισης.
Η αλλαγή πορείας της Γερμανίας είναι σαφής. Ο Όλαφ Σολτς και η Άναλένα Μπέρμποκ είχαν επί μακρόν «παγώσει» τη συζήτηση για την πώληση των Eurofighter στην Τουρκία, θέτοντας ως προϋπόθεση τον σεβασμό του κράτους δικαίου και τη συμμόρφωση της Άγκυρας με τις ευρωπαϊκές αρχές. Με την άνοδο του Μερτς, η γραμμή αυτή εγκαταλείπεται. Το Βερολίνο αποφεύγει πλέον να αναφερθεί στις διώξεις δημοσιογράφων και πολιτικών, ακόμη και μετά τη σύλληψη του ιδιοκτήτη αντιπολιτευόμενου τηλεοπτικού δικτύου με την κατηγορία της κατασκοπείας και τη φυλάκιση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος αντιμετωπίζει και νέο ένταλμα σύλληψης για πολιτική κατασκοπεία.
Η σιωπή της Ευρώπης είναι εκκωφαντική. Όπως δήλωσε ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος της Γερμανίας Στέφεν Μάιερ, ενόψει της επίσκεψης Μερτς, «η Τουρκία, όχι μόνο ως εταίρος του ΝΑΤΟ αλλά και ως συνομιλητής, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλά πολιτικά ζητήματα», ενώ απέφυγε να αναφερθεί στο αν θα τεθεί θέμα κράτους δικαίου, περιοριζόμενος να πει ότι «στο επίκεντρο θα βρεθούν τα διμερή θέματα». Η διπλωματική αυτή μετατόπιση αποτυπώνει την επιθυμία μεγάλου μέρους της Ευρώπης να επαναφέρει την Τουρκία στη δυτική σφαίρα επιρροής, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται πολιτική ανοχή σε αυταρχικές πρακτικές.
Η Αθήνα, μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, επικεντρώνεται στην ενίσχυση των δικών της αμυντικών δυνατοτήτων και στην εμβάθυνση των στρατηγικών της συμμαχιών. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών συνεχίζει να διερευνά την πρόταση του πρωθυπουργού για τη σύγκληση Πενταμερούς Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο, αν και οι πιθανότητες υλοποίησης εμφανίζονται περιορισμένες, με βασικό εμπόδιο τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις αντιδράσεις που αυτή προκαλεί στην Άγκυρα.
Όλα, ωστόσο, θα εξαρτηθούν από τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η αμερικανική κυβέρνηση Τραμπ αναμένεται να διαμορφώσει το πλαίσιο της νέας ισορροπίας δυνάμεων στη Μεσόγειο, και το ερώτημα είναι πόσο διπλωματικό κεφάλαιο είναι διατεθειμένη να επενδύσει στην περιοχή και υπό ποιους όρους. Η επίσκεψη στην Αθήνα της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, στενής συνεργάτιδας του Ντόναλντ Τραμπ, το Σάββατο, θεωρείται από την ελληνική πλευρά εξαιρετικά κρίσιμη. Η Γκίλφοϊλ, έχοντας την εξουσιοδότηση του Τραμπ να διαχειριστεί τις επαφές σε Ελλάδα και Τουρκία σε συντονισμό με τον επιχειρηματία Τομ Μπάρακ, θα μεταφέρει τις προθέσεις του Λευκού Οίκου για την περιοχή.
Η Αθήνα εκτιμά ότι μπορεί να κεφαλαιοποιήσει τη στρατηγική σχέση που έχει αναπτύξει με τις Ηνωμένες Πολιτείες την τελευταία δεκαετία, με αιχμή την ενέργεια και τη γεωστρατηγική σταθερότητα. Η πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Ενέργειας Κρίσεν Ράιτ θεωρείται από την ελληνική πλευρά «ψήφος εμπιστοσύνης» προς τη χώρα ως πυλώνα ασφάλειας και ενεργειακού κόμβου για τη μεταφορά αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προς την Ευρώπη. Σε μια περίοδο που η Τουρκία επιχειρεί να αναβαθμίσει τον ρόλο της με όχημα τη στρατιωτική ισχύ και την ευρωπαϊκή ανοχή, η Ελλάδα επιδιώκει να εδραιώσει τη θέση της ως αξιόπιστος σύμμαχος της Δύσης και σταθεροποιητικός παράγοντας στην Ανατολική Μεσόγειο.